ΟΙ ΜΥΘ’ Τ’ (Α)ΙΣΩΠΟΥ.
– ΟΥ ΛΑΓΟΣ ΚΙ Η ΓΚΑΧΙΛΩΝΑ
– ΤΑ ΜΥΘΙΑ Τ’ ΤΖΙΟΥΜΠΑΝΟΥ
– ΟΥ ΚΡΕΑΡΟΥΣ ΚΙ Η ΑΛΟΥΠΑ
ΟΙ ΜΥΘ’ Τ’ (Α)ΙΣΩΠΟΥ
ΟΥ ΛΑΓΟΣ ΚΙ Η ΓΚΑΧΙΛΩΝΑ
(NA MI ΣΧΟΥΡΝΑΤΙ..ΛΑΘΙΨΑ ΨΙΧΑ, ΕΙΣ ΤΟ ΟΡΘΟΝ….)
ΤΑ ΜΥΘΙΑ Τ’ ΤΖΙΟΥΜΠΑΝΟΥ
ΟΥ ΚΡΕΑΡΟΥΣ ΚΙ Η ΑΛΟΥΠΑ
(ΜΕΡΟΥΣ ΔΕΥΤΙΡΟΥ)
Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Είχιν φτασ’ αλουνάρς.Ήταν πιρίουδου αναπαραγουγής…μαρκάλας. Του σιούτου του κριαρ στα δόξιςτ’ . Ντρουμπουριό….αράδα κυνηγούσιν τς προυβατίνις. Μια μέρα…καναδυό μιρόνυχτα απ ν’ ΑηΣουτήρα..τα πρόβατα ήταν στου στάλου , τα σκλιά ραχάτιβαν, τα κριάρια κλώθουνταν για… κι ου Τζήκας σταλνούσιν κι αυτός πουκάτ που μια αγριουγκουρτσιά κι έτρουγιν ψια ψουμί.
Μια δόσ’ …τηράει…έτσ’ απ κλώθουνταν τα κριάρια κι είχαν του νούτα στου….κιχρί, γλέπ κι του σιούτου του κριάρ. Τουν φάγκιν ότι που πισουτ ζγκάλουσιν …ένα ρόσιου πράμα;;; παρτάλ;; ..τσιουτσιανότιρου πουλύ απ’ τς ρόσιις τς γίδις… αρτιρνούσι του κατόπ…λίγου ουπίσου απ’ τα λιόκιατ’ ..κι τ’ ακλουθούσιν τουν κουσιό’..όπ’ πάϊνιν. «Ωρέ» λέει, « τι διαλόπραμα ακλουθάει του σιούτου ρα;; ντιπ ουπίσου απ τα λιόκιατ;;μπας κι είνι κανάς ρόσιους κουφτιρός πάφιλας;;λές ρα κανά μουρνταρου-ζλάπ;;ωρέ λές να κινδυνέβν τα λιμπά απ’ του σιούτου;;;ωρέ λες να τουν ευνουχίσν;;; στα όπλα!!!..». Τουν γκουμπζιάλτσιν κι τουν πιρόνιασι γιρά.Πιτάχνιτι ουρθός σφιντόνα κι προυφταίν αγραπών τν κλούτσα στου λιάβου του τσιούγκο κι στου ζέρβου του τσικούρ.
Ίσιααα…ντουγρού για του σιούτου για να ιδεί τι γένιτι ..κι να του σώσ’. Ά σμά..α σμώτιρα…φταν πουλύ κουντά κι άξαφνα!!! Τι γλεπ’;;
Τζήκας: «Ωρέ τι είνι αυτόϊα;; τι γλέπν τα έξυπνα κι τα μπιρμπιλουτάμ τα μάτια;;αλούπα;;τι φκιάν ρε η βιρανιά; Ακλουθάει του θκόμ του σιούτου του κριάρ κι τηράει να του φάει;;Ιδώ λύκους δε μπουρεί να τα βάλ’ μι τ’ αυτό..κι τι τ’ ακλουθάει ετσιαϊά, γκριμπά-γκριμπά που πίσου..κι ζβαρνίζιτι αράδα , ίσια μι του χώμα μι του στόμα ανοιχτό κι τ’ γλώσσα απόξου..ψιχα ξουπίσου απ τα λιμπά απ’ του κριάρ;;είνι κι πουνηρουζλάπ αυτό τι να σκέφτιτι;»
Παίρν’ φόρα χιρνάει να χουϊάζ’ κι φουρλάχν τν κλούτσα απ’ του λιάβου. (του τσικούρ απ΄του ζέρβου δεν του πουλιουμσι για να μη του στουμπίσ’ κι δε λιαρίζ) «Ούουου ..σαψιάλου.. βρουμουμόλτσα. Φεύγα μαρ γκαμπέτσου μι αρπάξου του γκρα κι σι σιγουρέψου.Του θκόμ του κριάρ μα έβαλις σμάδ’;; Του θκόμ μα;; που είνι γιρό, πιρήφανου κι ντιρέκ ..ντιπ σαν ιμένα;; (Ένα κι ιξινταδυό ήταν, σαγλάμκους κι γκριμπός) Θα σι ξιπαστρέψου μα..κι τι ακλουθάς αράδα που πίσου του θκόμ του κριάρ μα κι τηράς πως σνάζουντι πέρα-δώθι τα λιμπάτ’;; σείρι μα αν θέλτς απου αμπρουστάτ. Μπουρεί να μη έχ’ κέρατα , αλλά χπάει γιρότιρα που κουτσιά ‘που νταβραντζμένου μπλάρ. Ουουου μάζουμα..τσακίς απ’ τι δώϊα».
Μι τα πουλλά , μι τν κλούτσα σκιάχκιν ψίχα κι του κριάρ κι τα πρόβατα, αλλά η αλούπα παραλάχκιν κι καϊπιώθκιν.
Ου Τζήκας απόστασι καμπόσου απ’ τουν πιαλτό κι τουν αναβαλτζμό μες του ζιούρου κι ξιφσιούντας πήγιν κιντώθκιν πάλι πουκάτ απ’ ν’ αγριουγκουρτσιά.
Ύστιρα που καμιά δυό ώρις, ήρθιν ου Κώτσιους τς Χρήστινας, μι του πιδίτ…του πιδί έδιουχνι κι ου Κώτσιους κι ου Τζήκας άρμιγαν ..κι μουλουγούσαν. Μπίτσιν τα’ άρμιγμα καλουτρόπς, κι πουγάλια-πουγάλια ου Τζηκας , έμασιν τα πρόβατα βουσκιούντας κατ’ του Χουριό , τα πήγιν στου μαντρί κι τα σφάλτσιν.
Τν άλλ’ τα μέρα ξανά-μανά τα ίδια. Έφτασαν στ’ν κουτσούφλιαν..στάλτσαν πάλι τα πρόβατα. Αναβαλνιούνταν πάλι κριάρια πρόβατα για τν αναπαραγουγή..κι γιάτην πάλι..η αλούπα. Πάλι του κατόπ του σιούτου του κριάρ, ζβαρνίζουντας στου χώμα..απού πίσου απ τα λιόκια απ του κριάρ.Γέγκαν πάλι τα ίδια..ου Τζήκας κουρντίσκιν παραφύσις κι ξινόμσιν πάλι τν αλούπα μι χουϊάγματα…μι μπιστιριές κι μι ζβόλις.
Χίρσιν αυτό γένουνταν κάθι μα κάθι μέρα.Ικεί απ υπολόγιζιν να τσακώσ’ του γκρα να τ’ ζιαβαρίσ’, ικτός απ του ξινόμ΄μα …ου Τζήκας έπισιν σι γιρί συλουή. « Ωρέ τι λύκου θέλ’ να φκιάς αυτήν η αλούπα;;Τι να μπουρές να φκιάσ’ στου σιούτου του λιβέντ μ’;;;όλου ξουπίσουτ είνι..απ’ τα λιόκιατ;;»Συλόϊαζιν-συλόϊαζιν..μια δόσ’ παίρν μια γιρί ανιμκιά…σκών’ του λαέντ ου Τζήκας κι τηράει κατ΄τουν τσέρου, γλέπ τα κλαδιά κι τα φύλλα να σνάζουντι πέρα δώθι..όπους τα λιμπά απ’ του κριάρ. Ξαφνικά τηράει κατ’ του σιουτου κι γλέπ’ τα πιλιντουρα πέρα δώθι..αλλά απου πίσουτ; Ντιπ καντίπουτα…ούτι αλούπα ούτι τίπουτας. « Ωρέ τι γένιτι λέει πούντην η βιρανιά η σβαρνιάρου η αλούπα;;»