Γειά σας πιδιά μ΄ καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ ως τα ιχτές δεν ήμαν κι πουλύ στα καλά μ΄, αλλά ύστιρα από τ΄ αυτό απού είηδα ιψέ του βράδ΄ είμι καλύτιρα, μόνι έκατι να τα πάρουμι μι τ΄ν αράδα.
Από τα τότε απού βάρεσαν τα δυό τα τραίνα, δεν ήμαν στα καλά μ΄! Φαρμακώθκα μι τ΄ αυτό απού γίγκιν. Έτσ΄ ήμαν ως τα ιχτές.
Ιχτές του βράδ΄ έψι η μπάμπου κάστανα κι μ΄ έβαλι κι ένα πουτήρ΄ κρασί κι κάθουμαν στ΄ν κόχη κι συλλουϊούμαν. Όπως συλλοϊούμαν κι νταϊάκουσα του κιφάλ, είηδα ότι ήμαν ικεί απού βάρεσαν τα τραίνα. Ουπάν΄ από τα τραίνα, ήγλιπα ψχούλες που ενέβαιναν κατά σιαπάν΄. Ήταν πιδούλια τα πλειότερα κι τα πρόσωπά τα ήταν χαρούμενα.
Σκέφκα πως γένητι να νι χαρούμενα κι τότε μι ζιούγουσι μια ψ΄χούλα κι μ΄ είπι: «Μι σκανιάηζ για τ΄ ημάς μπάρμπα. Ημείς επειδή εφυγάμι όπως εφυγάμι, μας πήγιν ου Θεός σι καλόν τόπον. Δεν ΄ταν είκολο αυτό απού γίγκιν, αλλά τώρα είμιστι καλά. Γίγκαμι αγγέλ΄ κι είμιστι πουλύ καλύτιρα απ΄ ότ΄ είστι ισείς. Ισείς είστι μέσα στς σκοτούρις κι ημείς είμιστι μέσα στ΄ χαρά». Κι ιγώ απολοήθκα: «Κι για ποιόν να σκανιάζου πιδί μ΄, άμα δε σκανιάζου για τ΄ ησάς»; «Να σκανιάηζ για τ΄ αφνούς απού φταίγουν», μ΄ είπιν η ψ΄χούλα. «Για όλνους όσνουν αντί να φκιάκουν έργα, τσιλίκουναν τς παράδες τ΄ κουσμάκη. Για τ΄ αφνούς απού άφκαν τα τραίνα, όπως ήταν πρου μη απού εκατό χρόνια. Για τ΄ αφνούς απού όλο φκιάνουν στράτες κι όταν τς σώνουν είνι χειρότιρις απ΄ ότ΄ ήταν πρου μη να τς φκιάκουν. Για τ΄ αφνούς απού δε σκανιάζουν για τουν κουσμάκη κι εξ αιτίας τς άλλ΄κάηκαν σι πυρκαϊές, άλλ΄ πνίχκαν σι πλημμύρις κι άλλ΄ πνίχκαν στ΄ θάλασσα κι άλλ΄ σκοτώνουντι στς στράτες. Για τ΄ αφνούς να σκανιάηζ΄, γιατί δε σκέφτουντι τι ψ΄χή θα παραδώσουν». «Κι τι να σκανιάξου για τ΄ αφνούς; Αυτοί τα χουν όλα», είπα. «Τι σαν τα χουν; Τι ωφεληθήσεται άνθρωπος, αν τον κόσμον όλον κερδίσει και την ψυχήν αυτού ζημιωθεί», μ΄ είπιν η ψ΄χούλα κι απέτασιν κατά σιαπάν.
Απόμκα να τηρώ σα χαμένους. Σαν τηρούσα που ξεμάκραινε, άξα μια φουνή: «σ΄ έκλεψε Κώτσιου»; Ήταν η μπάμπου κι μι ξύπνησι, μόνι που αυτό απού ήγλιπα, ήταν πουλύ ζωντανό για να ταν όνειρο. Είπα στ΄ μπάμπου τι ήγλιπα κι μ΄ είπι να μη ψτεύου στα όνειρα, αλλά ιγώ του πίστεψα, γιατί μι πήρι ένα βάρος απού είχα, για τ΄ αυτές τς ψχούλις!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα