Τα Σέρβια, δεν είναι μια πόλη αλώβητη απ’ το χρόνο, ούτε πέρασαν από πάνω της τα χρόνια ίδια και μονότονα, ειρηνικά και ελπιδοφόρα…
Κάηκε ολοσχερώς, δύο φορές μέσα στον 20ο αιώνα….
Την πρώτη, το 1912-13, στην απελευθέρωση με την αποχώρηση των Τούρκων,
και τη δεύτερη και φαρμακερή,
στις 6 του Μάρτη του 1943 από Ιταλούς και Γερμανούς που αφού έκαναν πλιάτσικο στις περιουσίες των Σερβιωτών, την παρέδωσαν στις φλόγες της βαρβαρότητας.
Ο επισκέπτης σήμερα, δεν μπορεί να φανταστεί πως αυτές οι όμορφες φωτισμένες νύχτες της,
κρύβουν αγώνες αιματηρούς, και απέραντο πόνο…
Δεν μπορεί να νιώσει την υπερπροσπάθεια των ανθρώπων που δεν την εγκατέλειψαν,
να τη ζωγραφίσουν και πάλι στο χάρτη της χώρας…
Δεν κτίζονται έτσι εύκολα οι πόλεις ξανά…
Δεν σώζονται οι ζωές των ανθρώπων επειδή απλά σώθηκαν απ’ τις φλόγες….
Δεν ξαναβρίσκουν την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, τα παιδιά που μένουν ορφανά από σπίτι, από γονείς, από πατρίδα….
Δεν είναι ποτέ δυνατή η συγχώρεση….
Δεν είναι επιτρεπτή η λήθη…
Η πόλη μου, είναι μια από τις πολλές μικρές πατρίδες του κόσμου, που κτίστηκαν ξανά και ξανά πάνω στη στάχτη…
Ένα αιώνιο ΓΙΑΤΙ, είναι αυτό που μας πονάει.
Ολυμπία Τσικαρδάνη