Γειά σας πιδιά μ΄ καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ κόμα κι καλύτιρα, μόνι ου μπίραβους ου Μίχους τ΄ν πάτσι κι έπεσι στ΄ γκούβα που έσκαψιν για τ΄ ημένα.
Ου Μίχους είνι φίλος μ΄, αλλά είνι κι τρανό λανάρ΄ κι άμα σι βρεί μπόσκουν, σι λιάντσι. Ιχτές, ύστιρα από τ΄ν τρανή τ΄ βροχή, πήρι ένα καλάμ΄ από τ΄ αυτά απού ψαρεύουν κι κάνταν στ΄ν αυλή τ΄, σι μια μπάρα που έφκιακι του νερό κι καμώνταν ότι ψάρευε. Είχι κι ένα λιγκέρ΄ από δίπλα κι είχι μέσα κι τρία τσιρώνια, ποιός ξέρ΄ πόθεν τα ΄χι. Ιγώ καμώθκα ότι τουν πίστεψα κι τουν είπα ότι έχω κι ιγώ μια τρανή μπάρα στ΄ν αυλή κι στοχάσκα ότι κάτ΄ σάλευε μέσ΄στου νιρό. Ου Μίχους ήθιλι να μι λαναρίσ΄ κι χήρσι να λέει ότι σίγουρα θα να χει ψάρια, κι μ΄ έδουκι κι ένα δεύτερο καλάμ΄ απού είχι, για να ψαρέψου.
Τόσο το ΄χου κι ιγώ, πααίνου, παίρνου το σκαμνί, πααίνου κι στου ψυγείου κι ρίχνω μέσα στου κακάβ΄, ότ΄ κατεψυγμένου ψαρ΄ είχι η μπάμπου στ΄ν κατάψυξ΄, βάνου κι νιρό να ξεπαγώσουν κι κάθουμι στου σκαμνί κι καμώνουμι ότι ψαρεύου.
Ου πονηρός ου Μίχους, θάρεσε ότι το χαψα, κι πήρι τηλέφωνο στα κανάλια, να ρθούν να ιδούν έναν πάππο που ψαρεύ΄, για να μι περγελούν οι κόσμ΄. Δεν πέρασι ούτι μσή ώρα από τα τότες απού έκατσα στου σκαμνί κι γιόμουσι η αυλή κάμερες. Ήρθαν να ιδούν το παράξενο απού γένητι. Είχαν αντάμα κι εμπειρογνώμονες. Τηρούσαν τα ψάρια κι ήλιγαν ότι είνι ζωντανά κι ότι είνι σπάνιες ποικιλίες του γλυκού νερού κι αυτά ήταν όλα θαλασσνά κι ψόφια. Τώρα δεν κατάλαβα τι σόϊ εμπειρογνώμονες είνι αυτοί που δεν κατάλαβαν ότι κανα δυό ψάρια ήταν καθαρσμένα κι σι ένα έλπι κι του κιφάλ΄. Πάλι καλά που πρόφτακα να κρύψου ουπκάτ΄ απ΄ το κακάβ΄, τ΄ σακκούλα απού ήλιγι «κατεψυγμένα Καλλιμάνης».
Ήρθαν, τράβξαν βίντεα κι μ΄ έκαμαν βάιραλ, μέσα σι μια μέρα. Γίγκα ου κορυφαίος ψαρράς, που έβγαλι ου τόπους. Ως κι ου Μίχους θιαμαίνταν πως γίγκιν αυτό κι έβγαλα ψάρια, γιατί πίστεψε τς εμπειρογνώμονες, που ήλιγαν ότι είναι ζωντανά κι ποταμίσια, αλλά το καλύτιρο γίγκιν τ΄ν άλλ΄ τ΄ μέρα. Σκώθκα χαραή κι κίντσα να πάου κα τ΄ σκαμνιά κι γλέπου του Μίχου μι του καλάμ΄ να ψαρεύ΄ στ΄ μπάρα στ΄ν αυλή τ΄, μόνι που αυτήν τ΄ φορά το φκιανι κι παντέχαινε να βγάλ΄ κι ψάρια.
Ζγώνουντας στ΄ν αυλή τ΄, άξα τ΄ Μχάλαινα που τουν φώναζι να μη φκιάν΄ μουραμάρις κι αυτός απουλουήθκιν κι τ΄ν είπι: ΄ «Αφού μπορεί ου Τσιαμήτς να βγάλ΄ ψάρια, ιγώ γιατί να μη μπουρώ»; Δεν είπα τίποτας, μόνι γύρσα πίσ΄, κι είπα στ΄ μπάμπου να μαειρέψ΄ για του μεσμέρ΄ απ΄ τα ψάρια που ξεπάγωσα κι να στείλ΄ κι ένα πιάτο στου Μίχου.
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα