135
«Όταν το Βόιο σκεπάζεται από τον ουρανό»
Για δεύτερη συνεχόμενη μέρα, η Κορυφή του Βοΐου παραμένει αθέατη. Σαν να την κατάπιε ο ουρανός. Μια κουρτίνα από σύννεφα, βαριά και αργόσυρτα, την αγκαλιάζει ολόγυρα, λες και τη σκεπάζει με μια απαλότητα σχεδόν μητρική — όχι εχθρική, μα ούτε φιλική. Περισσότερο μυστηριώδης. Χθες έβρεχε χωρίς σταματημό. Από το χάραμα ως το σούρουπο, μια ψιλή, σταθερή, ποτιστική βροχή έπεφτε σαν σφυγμός. Ούτε ένταση, ούτε θόρυβος. Μονάχα αυτή η ανεπαίσθητη υγρασία που διαπερνά το χώμα, τις πέτρες, το ξύλο και στο τέλος φτάνει ως μέσα στον άνθρωπο. Ένα είδος βροχής που δεν φωνάζει, αλλά φθείρει. Κουράζει. Σαν μια έμμονη σκέψη που δεν λέει να φύγει. Και σήμερα — αν και δεν βρέχει ακόμα — ο ουρανός δεν υπόσχεται τίποτα διαφορετικό. Το φως φιλτραρισμένο, βαρύ, μουντό. Τα σύννεφα δεν στέκονται ακίνητα. Αντιθέτως, κινούνται, αλλά όχι με βιασύνη. Απλώνονται, συστρέφονται, υποχωρούν για λίγο μόνο και μετά επιστρέφουν, πιο παχιά και χαμηλά. Παίζουν ένα αθόρυβο παιχνίδι με το τοπίο. Το χωριό, κουρνιασμένο, μοιάζει πότε να πνίγεται μέσα στη θολούρα τους, πότε να ανασαίνει μέσα από μικρούς φωτεινούς διαδρόμους που ανοίγουν προσωρινά ανάμεσα στα σύννεφα. Σαν παραθυράκια στον ουρανό, από όπου ξεγλιστρούν για λίγα δευτερόλεπτα ακτίνες φωτός που πέφτουν στα καλντερίμια, στις στέγες, στα πέτρινα σπίτια, και μετά χάνονται πάλι. Οι γύρω βουνοκορφές — χτες φανερές, σήμερα πάλι εξαφανισμένες. Πότε αποκαλύπτονται σαν φαντάσματα μέσα από την ομίχλη, πότε σκεπάζονται εντελώς, σαν να τις πήρε πίσω ο καιρός. Δεν υπάρχει σαφής γραμμή ανάμεσα στη γη και τον ουρανό αυτές τις μέρες. Όλα μοιάζουν να συγχέονται, να μπλέκονται, να γίνονται ένα. Η ομίχλη δεν αφήνει τίποτα να ξεχωρίσει.
Και μαζί με το τοπίο, μεταβάλλεται κι ο χρόνος. Σταματά να είναι γραμμικός. Δεν έχει πια νόημα η ώρα ή η μέρα. Υπάρχει μόνο η στιγμή, αυτή η διαρκής αναμονή που κυλά αργά σαν το νερό της βροχής στις πλάκες. Η φύση μοιάζει να κρατά την αναπνοή της. Κι εμείς μαζί της.
Κάθομαι σιωπηλό στο παράθυρο με μια κούπα με ζεστό καφέ που αχνίζει και κοιτάω .Όχι για να δώ, αλλά για να νιώσω. Να ακούσω το βάθος αυτής της σιωπής. Να πιάσω τον παλμό που χτυπά κάτω από το σύννεφο Ίσως να είναι και αυτό μια μορφή προσευχής — όχι με λόγια, αλλά με παρουσία. Μια παράδοση στον ρυθμό της φύσης, χωρίς ερώτηση, χωρίς αντίσταση. Γιατί κάποιες μέρες δεν είναι φτιαγμένες για πράξεις, αλλά για παρατήρηση. Για εσωτερικό ταξίδι. Για να αφεθείς και να καταλάβεις.
Η Κορυφή του Βοΐου δεν φαίνεται σήμερα. Μα δεν έχει σημασία. Υπάρχει εκεί, πίσω από τα σύννεφα. Ίσως πιο παρούσα από ποτέ.









