ΟΥ ΙΠΠΟΥΣ Τ’ ΤΑΚ’. ΔΡΥΟΒΟΥΝΟ, 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1953, ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Β ΚΥΚΛΟΣ 3ο ΜΕΡΟΣ
Κώτσιους: Τι βρουκόλακα τουν φόρτουσαν του έρμου του φουτουγράφου ρε; Τι είνι ιτούτην η θυμουνιά.. σα γκουγκουμαριά κουπριά μι πουδάρια ..κι τα τσιούτσιανα τα φτιά; Κι ίνι κι ντιπ καρβουνόξυλου (αν γλέπου καλά) …που να του ιδείς τ νύχτα μιθσμένους να του φουρτώις τς κουσιόρις για τουν καπνό η τα γκιούμια κι τα καρδάρια για του γάλα; Καβαλκεύιτι ρε αυτό του κτούκ’; κι πως από που…(κινάει να παει να ιδεί απου κουντά να βγάλ’ συμπιράσματα..φριθκιν ντιπ μι τι αυτό π’ γλέπ)….
Σκώνιτι κι σαλνα-σαλνα κατηφουριζ’ κατ’ του πηγάδ…έρξιν ουπάνουτ ένα σακάκ’ τ’ Λιόλια, άλλα έβαλιν μόνι του ένα του μανίκ’, για να τουν γλέπν κι όλοι οι άλλ’ οι μιθούκδις απ τ’ άλλα τα καφινεία ότι ίνι σουστό κουτσαβάκ’..μάγκας..μην του γιλάσν κι πάει χαμένους.Του σακάκ’ τόρξιν ιπίσις γιατί τουν φένιτι καθι φουρά π’ πααίν’ να πουτισ’ τα πράματατ στς καρούτις, τουν έρχιτι αγιάζ’, κι πούντα κι ενακένας, τουν τσακών’ σιρμί…
Μόλις φτάν’.. στέκιτι ψίχα μακρίτιρα, για τ’ αγιάζ’ πτς καρούτις αλλά πλιότιρου νανι μακριά απ’ τι αυτό του στειό, γιατί τουνφενιτι ντιπ φόβιου…να μη κουτσάει παραφύσις κιόλας..ή δαγκών’ απ’ τα κρυφά
(Σκέφτιτι) “ Για κάτσι ρε , αυτό του ψηλό του κούχτιου αν λέει κι κουτσήσ’ κιόλας, σι πιτχέν’ ντιπ πουκάτ πτουν πιρτσε, ίσια στου μέτουπου απ’ του ψμένου…ινώ του γουμάρ, αν κουτσίσ’ σι πιτχαίνει ίσια στα καλαμπαλίκια (ναι όμους οι παπ πτου Ντριάνουβου οι σουφοί ήληγαν «καλύτιρα να φάς μια στου κιφάλ’ μι του σκπάρ, παρά να φας κουτσιά απου γουμάρ στα καλαμπαλίκια»..μπιρδεύιτι..ορε αυτοί οι παπ’, δε φκιαν καγκαμια φουρά λάθους…λες αυτός ου λύκους ναχ’ κι κανά προυτέρημα , όπους τν κουτσια στου μουρέλου κι όχ’ στα καλαμπαλίκια;..Αφού πιριιργάζιτι ξανά κι ξανά αυτό του μαύρου του βνό.τ’ ακούει μια δόσ’ να πλιακαλνάει τα χείλιατ κι να φσάει, σαν του φισιρό στ αμόν’ τ’ Τσέλιου τ’ σιδιρά (όχ’ τ’ Στέλιου τ’ Μυλουνά, μι λουζιάζουμέστι..).. ορε τι φκιάν’ έτσιαϊάς;, σέφκιν τίπουτα στου δόντ’ κι δε μπουρεί να του βγάλ; Φταρμίσκιν απότουμα; η δε δέχιτι τουν ξένου, δηλ. ιμένα κι του δείχν, κι αρτσιώνιτι κι φσάει κι καμν’ ετσαιά; τι χπάει τα χείλια όπους καμν’ αυτός π μπαΐλτσι ντίπ;…
Ιτούτου πάλι ιδώ τι ίνι; Τι ρουπουτάει ετσιαϊά τα πουδάρια καταΐ , κι ακούιτι όπους τότι που πιρνούσαν οι φάλαγγις μι τα γκαφάλια τς γιρμανοί;;, κι κατέβιναν, πτα φτουκίνητα κι στιχιούνταν κι χπούσαν τα πουδάρια, σαν να τς έπιασιν όλ’ αντάμα κόψμου, κι ακούουνταν κάτ’ σίδιρα, σι τριπούσαν του κιφάλ’; Τέτοιις μπότις λες να χει κι ου ιππους τ’ φουτουγράφου; Για να τηρήσου ψίχα.. μπα δε φένιτι νάχ’ τέτοιις..θα του ανακαλύψου τι ίνι…
Ότι κι νάνι, πάει τουν γέλασαν του φουτουγράφου…
Λέει: Ω Τάκ’ παλιόφιλι, τι ίνι ιτούτο που κουβάλτσις στου χουριό;…Αναβαλίσκαν όλ’ για να καταλάβν. Που πού του πήρις; , απ τ χρούψτια απ του ζουουπάζαρου; Πόσις βραγκάλτσις;.. πουλλές;
Τάκς τ Γιώτα: (Μι κατιβασμένα κάμπουσου τα φτιά)..Κάμπουσις ρε αντάσ’…κι έδουκα κι του μούρτζιου του γουμάρ, μι χρέουσαν κι τα σίδιρα π’ τόβαλαν στα πουδάρια κι στου παζάρ π’ μι του πούλτσαν του φώναζαν κι Βουκιφάλα, π’ έμαθα ότι ήταν ντιπ άγριου ζιουγρίμ, στν αρχιότητα κι του ίχιν ου τρανός ου αλέκους κι του ιμέριψιν ίστιρα, άσι ..
Κώτσιους: Τι; του μούρτζιου του γουμάρ ρε Τάκ’ ; του σκέφκις καλά ; Αυτοί σ’ έκλιψαν πριν τς παρς χαμπάρ…αυτό ίνι του καλίτιρου χαϊβάν’ στου ντουνιά κι του δουριάντσις;;..αυτό φουρτώνιτι, καβαλκεύιτι δεν κουτσάει, κι σε δουκαν ιτούτουτου του νταούλ; του παλιουκόζνου; Κι τι του πήρις ρε Τάκ’..τι δεν τσ άμπουξις να πάρς κι πίσου του μούρτζιου;
Φουτουγράφους: Δε μπουρούσα να κάμου πισου ρε Κώτσιου, είχαμι δώσ’ τα χέρια….
Κινάει να γυρίσ’ πίσου, σίγουρους για τα συμπιράσματα π’ έβγαλιν, αλλά μες στ μέσ’ στ’ στράτα τουν κόβν δυό μπλάρια φουρτουμένα μι λόντζια (ταχν κι λιμαρια όμους κι ζεύλις , ετμα για όργουμα..), που δίπλα πιρνάει ένα γουμάρ φουρτουμένου μι δίχτυα μ άχιρου , που πάν στου σαμάρ τοχν φουρτουμένου, μια κάσα μι τς τσιουτάλις π’ λιχνούσαν, τ’ τζουγκρανα, τς παλαμαριές, ένα κόσκνου, κρέμουνταν κάτ’ τσίπκις π’ τς έβαναν στου λιμό να τς προυστατεύν απ τ χνούμ κι απ’ τα τριπουσάκια..,.(παραμέσα δεν ήγλιπιν ου Κώτσιους, τάχαν βαθια στν κάσα, αλλά ήταν κι τα μπλάρια μι του χουρτάρ, κι έπιαναν πουλί όγκου, κι έκριβαν τ’ θέα απ τν κάσα απ του γουμάρ).
Χίρσι να γινατιάζ’.. τουν σφαλνούσαν όλ’ τ’ στράτα για να γιρίσ’ πίσου στ’ Λιόλια , στου φίλουτ’ του Νιάνιου..Ίχιν κι πουλί ώρα ουρθός κι απ του πιουτί λιγούσαν τα πουδάριατ…χίρσιν ν ανάβ ασκιμα…τουν κατάλαβιν αμέσους ου Λιόλιας… «Υπουμουνί λίγου ρε Κώτσιου..κάτσι ψίχα να πιράσν τα πράματα κι έρχουμι αμέσους να σι νταϊαντίσου να ρθούμι».
Φεύγ’ ενακένα κι σα νιώτιρους που ήταν, πιαλάει κι ψίχα , κι φτάν’ αγλίγουρα δίπλα στουν Κώτσιου κι λέει «κάτσι να σι τσακώσου λίγου πτου μπράτσου να…»
Κώτσιους: Κάτ τα τσιούγκας μουρντάρ καφιτζί…δεν γλεπς π’ τηρούν όλ’ πτα καφινεία; Δεν ξέρου; Καρτιρούν να γριντουθώ να ξικαρδστουν…δίπλαμ μόνι θα στέκισι …σα να ουμιλούμι για τουν ίππου τ’ Τάκα….
Σι λίγου φτάν’ στου καφινείου…απουσταμένους πουλύ…κάθιτι στν καρέκλα , παίρν’ μια γιρί ανάσα, σνάζ’ δυό κούπις κι χιρνάει…
Κώτσιους: Τι ίνι αυτό ρε Νιάνιου; Του είδα απού σμά κι φρίχκα…άκσι κατ αρχήν έχει δυό ντιπ τσιούτσιανα φτιά, σα σουγλιά που τσαγκρασούλ, σα λουφίου απου τσουτσουλιάνου…Τι να τα φκιάσει αυτά τα μαζώματα τα φτιά ρε; καντίπουτα, τόσου μκρα που είνι, θα είνι κι κφό…Αντίθιτα του γουμάρ έχ’ τα φτιά τα κανουνικά…τρανά σουγλιτιρά, σα πλατανόφυλλά , τρανά σαν τα φύλλα απ τς κούκλις απ του καλαμπόύκ’ ,όχ’ πράσινα ή κίτιρνα όμους, γκρίζα σαν κανονικό γουμάρ…αν χαθεί κι καϊπιουθεί μεσα στς ντρίτζγκις, λοιπόν, πιρισευν τα φτιά που μακρία κι του βρίσκς ενακένα ..Ιτούτου του λύκου πώς να τουν βρείς; Που να φανούν ιτούτα τα μκρα τα φτια σα μαρτζέλια απού βιτούλα;…Τα πράματα όμους, χειρουτιρευν παρακάτ…Όταν τσακών’ ου ζιούρους, του γουμάρ έτσ’ έξυπνου που ίνι τιζαρών’ τα φτια σιαπέρα…φλάγ’ έτσ’ κι τα μπιρμπιλουτάτ τα μάτια, αλλά κι τα μάλουγα απ του λιουπίρ, κι έτσ’ δε θέλ’ αντηλιακό η τίπουτα (αυτό ίνι απ άλλου κείμινου χιχι). Ιτούτου πτου λέν ΙΠΠΟΥ τι να κάμ , μι τι να φλάχτεί απ τ γιρί τν κουφοβρασ’; απ’ του ζιούρου;Τα φτιά απ του γουμάρ ιπίσις ιπιδής ίνι έτσ’ τρανά, άμα ζγώσν μύγις, μπουμπαραίοι, γουμαρόμυγεις π’ φτόυν, τσιμπόυρια οι άλλις οι πράσνις απ του πουτάμ π’ ρφούν του αίμα … α θμήθκα τα νταβάνια..χιρνάει να κνάει γλίγουρα τα φτιά κι ιξαφανίζουντι όλις…Ου ίππους τ’ Τάκ’ τι να φκιάσ’; Τι να κνίσ’ για να φύγν όλα του ζούζουλα π’ πααίν ουπάνουτ…Θα του ρφίσν του αίμα…θ’ απουμίν’ μσό κι ύστιρα του γλέπου να τα κριτσίσ’ (ωρέ τι έπαθιν ου έρμους ου φουτουγράφους, τουν έχου κι αξάδιρφου κι τουν αψχώ παταπάν..ώρε του φουκαρά τι έπαθιν)..Υστιρας..τι μάτια είνι αυτά που έχει αυτό του χαϊβάν’, π’ ξιγιλάσκιν κι αγόρασιν ου Τάκς;;.. αυτά ίνι μκρότιρα πτς τρίπις απ του γιαλέκου…σα βρουμόφιδου αστρίτς η κφέτσιου, γιαλίζν τα μάτια…κι όταν κοιταει σια δίπλα φαίνιτι ένα ασπράδ’ στ μιριά πτου τσιούτσαιανου του μάτ’ π’ σι φκιάν’ κι σκιάζισει..ινώ του γουμαρόπκουμας…τρανά αμυγδαλουτά μάτια, μπιρμπιλουτά κι μι συναίσθημα…όταν γλέπν τ’ αφιντικό , απουσταμένου, η σιουμπζμένου ή ντιπ μιθσμένου, κόρδα, δακρύζ’… ρε θελ’ να βουηθήσ’ ..ινώ ιτούτου θέλ’ να σι κουτσίσ’..μιγάλ διαφουρά…πάμι τώρα στ’ άλλου..Αυτή η μαυρ η μαλιαφατούρα ούτι ν αγκαρίζ δεν ξέρ ..Όχ’ οπους του γουμαρούλ’ μας π’ ακούς αυτό τουν ήχου κι σέρχιτι να του φλάς αράδα σταυρουτά..π’ αγκαρίζ’ κι τρουντίζουντι τα σουθικά…όλου ζουντάνια. Ετουτουιά ξερς πως φκιάν’;…είνι ένα πτου λέν χλιμ..(δεν προυφτέν’ πιτάχνιτι ου Λιόλιας: Κατάλαβα χλιμπόνας , κάμν’ σαν ουχτίκαυου…Τι λές ρε καφιτζί…αλλίώς του λέν..(πιτάχνιτι ου δάσκαλους) ΧΛΙΜΙΝΤΡΙΣΜΑ λέγεται κε Κώτσιο ΧΛΙΜΙΝΤΡΑΕΙ το ζώο..