Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι; Ημείς καλά είμιστι, κι ιγώ κι η μ πάμπου μ΄ κόμα κι καλύτιρα. Να μι σχουρνάτι απ΄ δε γράφου κάθε βδομάδα, αλλά όταν σωθούν οι πουλλές οι δλειές, όταν θερίσουμι τα χουρτάρια, σμάσουμι τα γεννήματα, σώσουμι μι του κλαδί κι τρυγήσουμι τα αμπέλια, θα χιρήσου πάλι να γράφου κάθι βδουμάδα.
Σήμιρα θα σας πω τι γίγκιν πρου μη από μια βδομάδα, μι τα τζαγκανούρια κι τουν Άνθιμο το ντραγάτ΄. Ου Άνθιμους είνι βρωστανίτς κι όταν έρητι στ΄ Ντράμστα, περνάει ουπκάτ΄ από τ΄ν τρανή τ΄ν κερασιά απού είνι στ΄ Μέλλιου. Τα κεράσια είχαν χιρήσ΄ να παρδαλιάζουν κι όπως τηρούσι ουπάν στ΄ν κερασιά, στοχάσκι έναν μκρό που είχι γκραμπατσουθεί ντιπ στ΄ν κορφή, στου φύλλου.
Αυτός ου μκρός είχι το σακκάκι τ΄ Λέτση κι θάρεσεν ου Άνθιμους ότι είνι ου Λέτσης. Τουν είπι ου Άνθιμους, ότι δε θα φύει ουπκάτ΄ από τ΄ν κερασιά, ώσπου να κατεβεί. Όσο ου Άνθιμους κάνταν ουπκάτ΄ από τ΄ν κερασιά, τα τζιαγκανούρια ήπιρναν μι τ΄ν αράδα όλες τς άλλες τς κερασιές, που ήταν όξου απού του χουριό κι δεν άφναν κεράσ΄ για κεράσ΄κι απ΄ όπ΄ περνούσαν, ήταν σα να πέρασι κουπάδ΄ από σκαρκάλια. Έρχναν κι καμιά ματιά άμα φαίνητι ου Άνθιμους ουπκάτ΄ από τ΄ν κερασιά στ΄ Μέλλιου, για να χουν του κιφάλ΄ τα ήσυχου.
Όσο περνούσαν οι ώρες κι δεν ταράζουνταν ου Λέτσης, χήρσι να τουν φουνάζ΄ ου Άνθιμους κι ύστιρα γινάτουσι που δεν απολουϊούνταν κι πήρι ένα σβώλ΄ κι του πουλιόμσιν στο Λέτση. Το σβώλ΄ τον πέτχιν κι χήρσι σνάπαλα σνάπαλα να πέφτ΄ από τ΄ν κερασιά, σα να χιν αλεξίπτουτου. Ου Άνθιμους τηρούσι κι θιαμαίνουνταν!
Όταν έπεσε καταής, ζιούγουσιν ου Άνθιμους. Έμ φοβούνταν να μη σκότωσι του Λέτση, έμ θιαμαίνουνταν΄ πως έπεσι έτς σνάπαλα. Τηράει κι τι να ιδεί! Δεν ταν ου Λέτσης, αλλά ήταν ένα σκιάχτρου, απού είχαν φκιάσ΄ μι αχέρατα κι είχι γιουμώσ΄το σακάκι κι το παντελόν΄ τ΄ Λέτση κι του χαν βάλ΄ στ΄ν κορφή, για να γελάσουν τουν Άνθιμου.
Ου Άνθιμους δεν είπι τίποτα κι όλ΄τ΄μέρα γκυλνιούνταν ουπκάτ΄ από τ΄ν κερασιά.
Σαν έφεξε ο Θεός τ΄ν άλλ΄ τ΄ μέρα, βήκαν τα τζιαγκανούρια στο καραούλ΄, να ιδούν άμα είνι τους ου Άνθιμους ουπκάτ΄ στ΄ν κερασιά. Τουν είηδαν κι κίντσαν σίγουρα, για τ΄ν κερασιά τ΄ Χάσου. Σαν έφτασαν κι γκραμπατσώθκαν όλα ουπάν στ΄ν κερασιά, φώναξιν ου Λέτσης: “Φάτι όσο θέλτι, γλέπω τον Άνθιμο, ουπκάτ΄ απ΄ τ΄ν κερασιά, στ΄ Μέλλιου. Κόμα ικεί είνι τους”. Ικείν΄ τ΄ν ώρα, φάνκι κι ου Άνθιμους από ουπκάτ. Το τι λόσκοτος γίγκιν, δε μπορώ να σας του πω!! Τσούρζαν, φώναζαν κι δεν πίστευαν στα μάτια τα! Δεν παντέχαιναν ότι θα να ρουνταν ου Άνθιμους, γιατί ου Λέτσης τουν ήγλιπι τενταριά, ουπκάτ΄ από τ΄ν κερασιά στ΄ Μέλλιου! Ένα – ένα τα κατέβαζιν ου Άνθιμους, τα δενε τα χέρια κι δε μπορούσαν να κουσιέψουν, έμ γιατί είχαν τα χέρια δεμένα, έμ γιατί τσάκουναν το παντελόν για να μη τς πέσ΄ επειδής δεν είχαν λουρίδα κι αντροπιαστούν.
Τα φερε αμπρουστά στο σκολιό, κι ειδοποίησι τς πατεράδες. Ήρθαν όλ΄ κι ήλιγαν καλά τα καμι, για να γένουν ανθρώπ΄. Μόνι ένας πάππος είπι ότι άμα τα φκιανι αυτά ου ντραγάτς ύστιρα από 50 χρόνια, αντί για μπράβο, θα τον έφκιαναν μήνυσ΄ όλ΄ οι πατεράδες κι θα τουν κλούσαν στ΄ φυλακή.
Όσο για τον Άνθιμο, τ΄ν άλλ΄τ΄μέρα εμαθάμι πως βρέθκι στ΄ Χάσου τ΄ν καστανιά, τ΄ν ώρα που τα πιδιά τουν ήγλιπαν ουπκάτ΄ από τ΄ν κερασιά στ΄ Μέλλιου. Του βράδ΄ από πάει στου σπίτ΄, πήρι μια παληά στολή κι ένα παληό καπέλο κι τ΄ν άλλ΄τ΄μέρα πάει χαραή – χαραή, κι γιόμωσι τ΄στολή μι αχέρατα κι τ΄ν έβαλι ουπκάτ΄ από τ΄ν καστανιά, για να φαίνητι ότι είνι αυτός. Είνι αυτό απού είπαμι, ότι όποιος σκάβ΄ το λάκκο τ΄ αλλνού, πέφτ΄ου ίδιους μέσα!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα