Κυριακή, 8 Σεπτεμβρίου, 2024

Ου Κώτσιους, η Βέττα κι ου λαγός. Γιάνν’ς Λέγκους απ’ τα Κατσκάθ’κα

0 comment 3 minutes read

 

 

Σας έγραψα για τουν Βραγκάλα, π’ έφαγιν ν’ άλλ’ φουρά ένα κιφάλ’ μουσκαρίσιου μαναχός τ’, μα μ’ είπαν για τουν Κώτσιου κι τ’ Βέττα απ’ έφαγαν έναν λαγό ίσια μι τριάμισ’ κιλά, μι τέσσιρα κιλά κρουμμύδια, τ’ς τρεις τα μισάνυχτα κι τσάκ’σαν όλα τα ρικόρ στου φάι!

Μια βραδά κι απ’ λιέτι, γυρνούσαν απ’ τουν Πιντάλουφου. Είχαν πααίν’ για να φαν’ ψίχα κουκουρέτσ’, π’ του φκιάν καλό ικεί σιαπάν’ κι όπους γυρνούσαν άκ’σαν ένα γκντούκ ουπάν στ’ αμάξ’.

–          Αμάν, λιέει ου Κώτσιους, τα πήρα κάνα σκ’λί σβάρνα απού κάναν τζιουπάνου κι τα του πλιαρώσω για χρυσό.

Κατιβαίν’ κι τι να ιδούν; Έναν λαγό ίσια μι τριάμσ’ κιλά.

–          Γυναίκα, λιέει τ’ Βέττα, αυτόν τα τουν βάλ’ς στου τσ’κάλ’ μι πέντι κιλά κρουμμύδια κι ιπειδής είνι τρανός τα τουν αφήκ’ς όλ’ τ’ νύχτα να σιγουβράζ’. Κι άκ’σι, μην αστουχή’εις να βάλ’ς μέσα δάφν’ κι σκόρδα μπόλ’κα.  Άϊντι είσι κι τυχηρή. Του τουμάρ’ τα του βάλουμι ψίχα στίψ’ απ’ τουν Πλόσκα κι τα του φκιάσουμι πατάκια για τα πουδάρια.

Τ’ν άλλ’ τ’ μέρα τουν έγδαραν, τουν καθάρ’σαν, τουν τοίμασαν κι του βράδ’ άναψαν του τζιάκ’ κι χτύπ’σαν ουπάν σ’ν πυρουστιά του τσ’κάλ’ να σιγουβράζ’. Κατά τ’ς τρεις τ’ νύχτα ξύπνησαν απ’ του χτύπ’μα π’ έφκιανιν του καπάκ’. Πουφ, πουφ, έφκιανιν, καθώς φούσκουνιν του ζ’μί.

–          Μάρ’ Βέττα, μη γέν’ λιώμα απ’ του πουλύ του χουρχούλιασμα, δεν του τηρούμι ψίχα;

–          Κοιμήσ’ άϊντι, δε γέγκιν ακόμα. Ξέρου ιγώ. Τι, ούτι τρεις ώρις δε βράζ’. Ιά να τουν ρίξου ψίχα νιρό.

Σι καμ’σή ώρα ξανά πάλ’ του καπάκ’, πουφ, πούφ.

–          Βέττα, τα μας χουνέψ’, για να ιδούμι ψίχα.

Βγάν’ του καπάκ’ κι χιρνούν να τουν μαδούν’.

–          Καλό, καλό είνι, έβρασιν.

–          Ι, τουν λιέει η Βέττα, τα μπούτια κρατούν ακόμα.

–          Ε, άμα είνι έτσ’ ας βγάλουμι ένα κουμμάτ’. Στάσ’ να φέρου κι ένα πιάτου, γιατί απ’ τ’ λιγουμάρα σ’ στάειζ’ς.

–          Βέττα, φέρι κι ψίχα ψουμί.

Ώσπου να πααίν’ η Βέττα του πιάτου κι του ψουμί, ου Κώτσιους του ’χειν γραβαλίσ’ του πουδουνάρ’.

–          Τι μπρε, δε μ’ άφ’κις ψίχα να δουκιμάσου, να ιδώ άμα ψήθ’κιν.

–          Ι, άϊντι μάρ’ σάματ’ δεν κόβουμι κι τ’ άλλου.

–          Όχ’, όχ’, δεν κάμ’, τα μας πειράξ’, είνι χαράματα ακόμα.

–          Ι, άϊντι μαρ’ που είνι χαραή. Τώρα που είνι ζιστός τρώιτι. Άμα τουν ξαναζιστάν’ς, χάν’.

Μια ώρα έτρουγαν.

–          Τέτοια νουστ’μάδα, πρώτ’ φουρά τουν απίτ’χις έτσια Βέττα, είπιν ου Κώτσιους.

Γύρ’σαν του τσ’κάλ’ ανάπουδα κι ξημιρώνουντας είχαν απού ένα λίτρου κόκα κόλα ου ένας κι ήπιναν για να ξαλαφρώσ’ν.

Κατά τ’ς ιννιά του προυί τουν Κώτσιου τουν ήρθιν τρανό φούσκουμα κι έστιψιν ιφτά λιμόνια κι ένα χλιάρ’ σόδα κι ήπινιν. Κι χίρσιν ν’ αϊρίζιτι.

Τέτιου αέρ’σμα, π’ έφιγιν απ’ τ’ δ’λειά γιατί καταβρώμ’σιν τουν τόπου.

Ιπειδής όλου αυτό μι φάν’κιν πουλύ τραβιγμένου, βρήκα στου τζιαντέ τουν Κώτσιου κι τουν ρώτ’σα.

–          Ω ρα Κώτσιου, είνι αλήθεια ότ’ μι τ’ Βέττα έφαγέτι έναν λαγό τριάμσ’ κιλά μι πέντι λιμόνια μι σόδις για να χουνέψ’τι;

–          Ι, μην ακούς α ρα Γιαννάκου τι λιέν. Παραπάν’ απού δυο κιλά δεν ήταν ου λαγός κι τρία κιλά κρουμμίδια. Χώρια π’ δεν τουν έφαγάμι στ’ τρεις η ώρα τα ξιμιρώματα π’ λιεν αυτοί. Τέσσιαρ’ς κι μ’σή ήταν κι η ώρα πέντι είχαμι σώσ’.

Leave a Comment

Η  ‘Εφημερίδα Νομού Κοζάνης’ είναι μια στήλη στην ενημέρωση της τοπικής κοινότητας, αντανακλώντας την πολυμορφία και τη ζωντάνια της περιοχής. Με την αφοσίωσή της στην έγκαιρη και αξιόπιστη ενημέρωση, καθώς και την αντικειμενική κάλυψη των γεγονότων, έχει καθιερωθεί ως αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για τους αναγνώστες της.

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00