Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Ου μάειρας ου Τσιαμήτ’ς. (με τη ματιά ενός θυμόσοφου Κασμιρτζή Βοϊώτη)

0 comment 12 minutes read

Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Σήμιρα δεν έγραψα ιγώ, αλλά το Τζουλούλ΄, ου Γούλης τς Βάσαινας. Θαρώ το σημερνό είνι το ανώτερο από όλα όσα ανέβασάμι. Από κιρό μ΄ είχι γυρέψ΄ ου Γούλης, μια Παρασκιβή να γράψου για το πως γένταν παληότερα οι χαρές, μι τ΄ ημένα μάειρα, όταν το κέτεριγκ δούλευε δι «ενδοχωριανκών πόρων». Τουν είπα ότι αυτό θα να νι πουλύ τρανό άρθρο, για να χουρέσουν όλα κι ιγώ είμι πάππους, δε γκαμπλιώνου κι καλά κι μι το ζόρ΄ γράφω μια σελίδα για τς Παρασκιβές κι τον γύρεψα να γράψ΄ αυτός. Από τα τότες που το ξέρω, από μκρό πιδί, ορίζουνταν εύκολα κι ίδιος απόμκιν. Έκατσι κι έγραψι ολόκληρο σύγγραμμα. Είνι τρανούτσκο αλλά αξίζ΄ τουν κόπου. Είνι αυτό απού οι γραμματσμέν΄ του λέν΄ «παρακαταθήκη για τς επόμενες γενεές». Απόλαψέτι το:
Ου μάειρας ου Τσιαμήτς
Επιτέλους, άρση των απαγορεύσεων. Μεταξύ των άλλων, ελεύθερα θα πραγματοποιούνται και οι γάμοι. Αναλογιζόμενος αν και πότε θα υπάρξουν συνθήκες να ξαναζήσουμε έναν «παλιακό», παραδοσιακό γάμο στα χωριά μας, ήρθε ξαφνικά στη σκέψη μου ο πάππος ο Τσιαμήτης! Ο παραδοσιακός «εθνικός μάγειρας» για το Βόϊο»!
Από τα μικρά μου χρόνια, όταν θυμάμαι «χαρά» (γάμο) στο χωριό, αυτομάτως έρχεται στη σκέψη μου και ο μπαρμπα Κώτσιος ο Τσιαμήτης από τη Ντράμιστα. Και αυτό γιατί, γάμος χωρίς τον Τσαμήτ΄ δεν «λουγίζουνταν»!!!.
Ο λόγος που έχω ταυτίσει το γάμο με τον παραδοσιακό μάγειρα Τσιαμήτη είναι ότι σχεδόν πάντα, μικρό παιδάκι τότε, με έπαιρνε μαζί του και τον βοηθούσα σε μικροδουλειές, κυρίως γύρω από τη φωτιά και τα καζάνια. Και εκείνος με αντάμοιβε με κανένα «μπουμπουρέκι»!
Οι γάμοι τότε γινότανε με ξεχωριστή διαδικασία και με συγκεκριμένο κύκλο εργασιών προετοιμασίας, με ένα θαυμαστό τελετουργικό, συνύπαρξης της Θρησκευτικής και της Λαϊκής μας παράδοσης.
Δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Όσο μεγάλη και αν ήταν η χαρά από το ίδιο το γεγονός του γάμου, τόσο μεγάλη ήταν και η ευθύνη και η αγωνία και η προσπάθεια, να γίνουν όλα τέλεια, να ετοιμασθούν τα πάντα, να μη μείνει κανένας παραπονούμενος και να μη «λείψει» τίποτα. Έλεγαν οι παλιότεροι: «Αν δεν φκιάης σπίτ΄ κι δεν παντρέψεις πιδί, δεν ξέρς τι θα πει τυράννια».
Να σκεφθούμε πως οι γάμοι κρατούσαν όλη την εβδομάδα και πραγματοποιούνταν στα σπίτια του γαμπρού και της νύφης με ξεχωριστά έθιμα σε κάθε περίπτωση και για την κάθε μέρα. Συμμετείχε δε όλο το χωριό. Κυρίαρχη υπόθεση ενός πετυχημένου γάμου ήταν η ετοιμασία για τα φαγητά και τα κεράσματα, ενώ τα τραπεζώματα γινότανε στα σπίτια των νεονύμφων και όχι σε ειδικές αίθουσες τελετών όπως γίνεται σήμερα που την όλη ευθύνη έχει το κέττεριγκ και ανάλογα με τη συμφωνία που θα πετύχεις.
Κυρίαρχο ρόλο στον τομέα τήρησης της παράδοσης, των εθίμων των τραγουδιών κ.λ.π. είχαν οι γυναίκες, συγγενείς με τους μελόνυμφους αρχικά, και κάθε συγχωριανή, που είχε τα ανάλογα φωνητικά χαρίσματα και τη διάθεση να προσφέρει. Η χαρά, ήταν για όλο το χωριό και όλοι συμμετείχαν
Πέραν αυτών, ο καλός ο νοικοκύρης έπρεπε να κάνει από την αρχή δύο βασικότατες κινήσεις:
Να «καπαρώσ’ τα όργανα», (ο αρχηγός των μουσικών, ως εγγύηση παρέδιδε, μια εβδομάδα πριν το γάμο, στην οικογένεια που θα πάντρευε παιδιά, το κλαρίνο του, για παν ενδεχόμενο, όπως έλεγαν)!
Να φροντίσ’ να βρεί ελεύθερο τον Τσιαμήτ και να τον κλείσ’ για μάγειρα, ώστε να έχει το κεφάλι του ήσυχο, πως στο γάμο «όλ’ θα έχουν να λεν για τα νόστ΄μα φαϊά κι πως καένας δεν απόμκι νηστ΄κός»!!!
Όλα τα υπόλοιπα ήταν γνωστά και είχαν τη σειρά τους, με αρχηγό και ρυθμιστή το νούνο (κουμπάρο). Για το νούνο υπήρχε ξεχωριστό τραγούδι και για την έναρξη και για το κλείσιμο του γλεντιού (Δευτέρα ξημερώματα). Άνοιγε το χορό και ακολουθούσαν τα πεθερικά και με αυστηρή σειρά σύμφωνα με το βαθμό συγγένειας όλο το σόι και μετά όλο το χωριό. Τα «μπρατίμια» και οι «αδερποφτές» (ή παραδέρφες, φίλες της νύφης, το αντίστοιχο των μπρατίμων του γαμπρού), συμπλήρωναν βάσει συγκεκριμένων κανόνων όλες τις ανάγκες εξυπηρέτησης των συμμετεχόντων στην τελετή. Όμως είναι αδύνατον σε αυτή τη σημείωση να περιγραφεί ένας τέτοιος γάμος. Χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο.
Θέμα μας είναι ο μάγειρας, ο «μάειρας», ο ένας και μοναδικός Τσιαμήτης, σε όλο το ορεινό Βόϊο. Ας τον παρακολουθήσουμε και ας τον απολαύσουμε σε μια φανταστική τέλεση των καθηκόντων του. Μήτρος ο πεθερός Μήτραινα η πεθερά, γονείς του γαμπρού!
Στο σοκάκι στη Ντράμστα, έξω από το Τσιαμητάδκου το σπίτ΄:
– Μώωω θεία Κώτσινα, είσι μέσα;
– Α μωρ γιέμ, ποιος φουνάζ; ιδώ είμι!
– Ου μπαρμπα Κώτσιους είνι μέσα;
– Όχ΄ πιδί μ΄, πήγι να πιδικλώς ιδώια παρακάτ τουν Ψαρρή να βουσκίς κι θα ρθεί. Τι τουν θέλτς;
– Μ’ έδουσι ου πατέρας μ’, να τουν δώσου ένα γράμμα.
– Τίνους είσι ισύ πιδί μ΄;
– Τς’ Μήτραινας απ΄ του Κουστάντζκου είμι θεία, παντρεύουμι τουν τρανό τουν αδιρφό μ’ τουν άλλου μήνα κι ρουτάει αν είνι εύκιρους ου μπαρμπα Κώτσιους να ρθεί για μάειρας.
– Δώσ΄ του πιδί μ΄ του γράμμα, θα του δώσου ιγώ στουν Κώτσιου κι πε τουν πατέρας, του Σαββάτου να ανταμώσουν στου παζάρ στου Τσουτύλ΄ π΄ θα κατιβεί ου Κώτσιους να τα πουν οι δυό τς κι να συμφουνίσουν.
– Στου καλό πιδί μ΄ κι η ώρα η καλή να πεις τ’ μάννα σ΄.
Το Σαββάτο στο Τσοτύλι:
– Καλημέρα Κώτσιου.
– Καλώς του Μήτρου.
– Σ΄ είπι η Κώτσαινα;
– Μ’ είπι.
– Μπουρείς;
– Μπουρώ!
– Αδειάηζ;
– Αδειάζου.
– Τα άλλα θα τα βρούμι, δε θέλου σκάνιασμα.
– Ποιόν έης Νούνου;
– Του Μκόλα τς Νάσαινας.
– Α. μια χαρά, θα συνουνουηθούμι, είνι μερακλής.
– Τα ψώνια τα θέλτς απ΄ τ΄ ιδώ, απ του Τσουτύλ, ή απ του Βαρσάμ΄ στου χουργιό;
– Μσά απ τ΄ ιδώ, μσά απ΄ του Βαρσάμ. Εσύ κανουνίηζ. Η ώρα η καλή και όλα θα γένουν όπους πρέπ΄.
– Νά σι καλά Κώτσιου, πρέπ να σι ξαναθμίσου;
– Μι τουνΤσιαμή τκουβιντιάηζ, δεύτηρ κουβέντα δε χρειάζ΄.
– Στου καλό.
– Στου καλό!
Η Εβδομάδα του γάμου, ημέρα Τετάρτη, στην αυλή του γαμπρού:
– Καλημέρα Μήτραινα, η ώρα η καλή»!
– Καλώς τουν Κώτσιου, έλα , δέσι τουν Ψαρρή στα παρμακλίκια στ΄ν πίσω τ΄ν αυλή κι έλα μέσα να ξαπουστάης κι να τα πούμι. Πώς έης τ΄ν Κώτσαινα;
– Μια χαρά, θα ρθεί τ΄ν Κυριακή στ΄ χαρά. Σας έχ΄ κι σόι, μ είπι.
– Ί! θα χαρούμι πουλύ ντε! θκό μας κουρίτς είνι. Ρακί να βάλου ή μπρούσκου;
– Ότ’ σας βρίσκητι, δε χαλνώ χατίρ. Τήρα τώρα Μήτραινα, ισύ σαν πιθιρά κι καλή μκουκυρά, ξέρς όλα τα τσιασίτια τς χαράς. Για να ιδούμι τι φκιάνουμι! Ιγώ θα σι ρουτώ κ ισύ θα μι λες!
– Μα ρε Κώτσιου, δε ‘νι κι άντρ ιδώ, αστι να ιδούμι τι έχουμι.
– Για τι νουμάτ΄συζητούμι;
– Αμ΄είμιστι κι τρανά σόϊα Κώτσιου μ’ . Για του σπίτ΄ βάλι καμιά ικατό, χουρίς τα μκρά! Για όξου, όπους ξέρς όλου του χουριό, διακόσια, τριακόσια, ικεί γύρου!
– Σφαχτά απου ποιόν θα πάρτι;
– Λέμι απ΄ τς Γκασαίοι, έχουμι σόι του Μήτρου κι θα μας δός κι τα δυό τα τρανά τα καζάνια τ’, για τα μαγειρέματα. Τα κασταλάϊσι κι τα τοίμασι η Φιφή απ΄τα υπρουχτές. Είνι κι αμψιά σ΄ η Φιφή κι όταν τ΄ν είπαμι ότι θα να σι ισύ μάειρας, χάρκι πουλύ. Θα μας ανάψ΄ κι τουν θκό τς του φούρνου για τα τιψιά, γιατί μον΄ ου θκός μας δε φτάν! Αν χρειαστεί ανάβουμι κι τς Βάσαινας, παραδίπλα είνι!
– Τραπέζια, καρέκλις, μπάγκοι για τς αυλές, καμόσα σκαμιά για τα μκρά;
– Έχουμι κι θκά μας Κώτσιου, θα πάρουμι κι απ τα γειτουνιά κι αν χρειαστεί θα μας δός καρέκλις κι ου Σλούπκους απ του καφινείου.
– Μια χαρά. Ιγώ Θέλου δέκα σνιά, δέκα τιψιά μπακιρένια, τιντζιρέδια, τηγάνια μαστραπάδις, καμπαρέδες, χλιάρια, πιρόνια, μαχαίρια, πουτίρια κ.λ.π. να ΄νι έτμα κι να τα έχω το πρωί του Σαββάτου. Τα δυο καζάνια για τ’ μαγειρίτσα κι τουν τσουρβά (σούπα) μας φτάνουν. Ζύμουσέτι τα ψουμιά κι τ΄ν κλούρα για του Νούνου;
– Απ΄ τ’ Διφτέρα Κώτσιου, έχουμι του έθιμου όλις οι γυναίκις απ του σόϊ κι απ τ’ γειτουνιά, κουσκνίζουμι κι ζμώνουμι κι τραγδούμι όλα τα τραγούδια. Να σι πω κι του τραγούδ΄ απ΄ λέμι όταν ζμώνουμι;
– Άμα του πεις τραγουδιστκά θα νάνι καλύτιρα.
– Βάλι λίγου ρακί ακόμα. Όσου ιγώ θα τραγδώ, βάντς κι μόναχους όσου θέλτς. Ούτι ξένους ίσι ούτι αντιργιέσι! Για, να σ’ του τραγδίσου: «Του κυρ γαμπρού η μάνα – τι ψηλά εινισκουμπωμένη – και ψηλά θηλυκωμένη. Ανεβαίνει κατεβαίνει – και τον ήλιο παραγγέλλνει. – Λάμψε ηλιάκη μ΄ λάμψε – όλη τη βδουμάδα – χαρά θέλω ν΄ αρχέψω – γαμπρό να ετοιμάσω – και νύφ΄ να καρτερέσω – Κι ο ήλιος δεν αδειάζει – και στέλνει το φεγγάρι- να φέξει και να λάμψει».
– Έχουμι κι καλούς τραγουδιστάδις που τα ξέρουν όλα τα τραγούδια τα παραδουσιακά κι όταν τραγδούν, σουπαίνουν τα πλιά κι θιαμένουντι κι αυτά. Η χαρά (γάμος) σώνητι, η φωνή τς όχι! Έχουμι του Μχάλ του Γκίν, του Στέφου του Γκάσ’, του Στέργιου τουν Τραντάφλου (Ζήρα), τη ΒάΙα (Βάσινα) Τζούληνα, το Μήτρο το Γκουλιαμπέρ΄, τον Κώτσιου τουν Κουτούλα, την Τσάτση (Παπακώστα), κι καμόσ΄ μκρότιρ΄, που ακουλουθούν τς τρανοί κι δεν αστουχιούντι τα χαργιάτκα τα τραγούδια μας.
– Νάνι καλά Μήτραινα, ένας κι ένας είνι όλ΄! Πέ μι τώρα, κρασιά από πού θα πάρουμι;
– Παράγγειλάμι στουν πάππου τουν Τραντάφλλου. Θα φερ από το Ζάλουβου είπι, όπως φέρν κάθι χρόνου. Αν δε μας φτάσουν έχουμι κι θκό μας ένα ψλό βαέν στου κατόϊ, έχ΄ κι ου Φίλππας.
– Νάνι καμιά εικουσαριά τραμαντζάνις κι καμόσις μι ρακί. Να τα δουκίμαζα πρώτα για να ιδω΄ πώς είνι, θα νά ταν καλά! Ξέρου όμους ότι ου Τραντάφλλους φέρν΄ αθέρα.
– Καλά Κώτσιου, θα πω τουν άντρα μ΄ κι του γαμπρό να γνοιαστούν να σι φέρουν ταχιά μια τραμαντζάνα να δουκιμάης.
– Ταχινό, ιγώ θα πάου στου Βαρσάμ για τα υπόλοιπα, πιπέρια, τσιντζιφίλια, μυρουδκά, αλάτια, τσιόμπριτσις, γιόσμους, βασιλκά, νά μιστι έτμ’ κι για τα σφαχτά και τα κουκουρέτσια.
– Σούγλις έχουμι;
– ΈχουμιΚώτσιου, καμιά δικαπενταριά. Ψτεύου να μας φτάσουν.
– Για τα κουκουρέτσια;
– Έχουμι κι απ τ΄ αυτές. Μας έδουσι κι ου Στρόμπουλας καναδυό.
– Εκείνο το μκρό το Τζουλούλ, τς Βάσαινας, του Γούλη, το θέλω κουντά μ΄. Μι βουηθάει στα καζάνια, είνι έξυπνου κι ουρίζιτι εύκουλα. Να μι βουηθίσ΄ κι λίγου στα ψώνια απ του Βαρσάμ!
– Θα του φουνάξουμι Κώτσιου, σόϊ τό ΄χουμι κι αυτό! Θα μας φε΄ρ κι του λούξ τ’ πάππου τ΄ τ’ Αμερικάνου, του Γούλα του Μπαργιάμ, για να του βάλουμι στ΄ν κάμαρα που θα φλέβουμι του Νούνου. Του γιόμα θα ρθούν κ οι άντρις Κώτσιου, πιθιρός κι γαμπρός, κι συνουνουιέστι για τα άλλα. Πήγαν ίσια μη του Τσουτύλ να ψουντστούν για τ’ χαρά.
– Απου όργανα τι φρόντσιτι;
– Τουν Τσιμούλ έκλεισάμι, απ΄ τ΄ν Παρασκιβή του βράδ θα νά ΄ντους ιδώ. Θα να ΄νι κι ου Μκόλας μι του βιουλί για τα νουμπέτια.
– Δεν έχουμι να πούμι πλειότιρα. Ιγώ θα τμάσου τα μαγειριά, τς πυρουστιές για τα καζάνια, να έχου έτμα προυσανάματα, λίγου δαδί, τα μασιάδια να συμπω τ΄ χόβουλ, του φουρνόφκιαρου να σέρνουμι τα τιψιά στου φούρνου, κανα σφούγκου να μι καίουμέστι, καμόσις φούντις βούζλα για καθάρσμα κι δρόσισμα του φούρνου κι δεν ψτέβου να αστουχώ τίπουτα.
– Ιδώ θα να ΄σι Κώτσιου όλις τς μέρις, γλέπουμι κι φκιάνουμι!
Εν τω μεταξύ:
Πέμπτη Παρασκευή όλα κυλούν κανονικά, τα έθιμα τηρούνται με ιερή ευλάβεια. Έτοιμα τα ψωμιά, οι κλούρες, τα ρουφτένια. Καλούνται τα μπρατίμια και οι αδερποφτές (παραδέρφες), έγινε το κάλεσμα της νύφης, οι καλεστάδες πήραν δώρα από τη νύφη, τα κρέμασαν στον ώμο και διαλαλούν στο δρόμο το χαρμόσυνο γεγονός τραγουδώντας: «Ρίχνω το μαντιλάκι μου τριγιόδιπλο στον ώμο λαφίνα μου – Στην κρανιά μες του μπουγάζι» και ξεχωριστό τραγούδι η «Θανάσω»: «Στα πράσινα λιβάδια –και στα κίτρινα – μωρ΄ Θανάσω και στα κίτρινα. – Μας κλέψαν τη Θανάσω – την πήραν μια βραδιά, μωρ΄Θανάσω…κ.λ.π.»
Την Παρασκευή η νύφη παρουσίαζε τα προικιά της, οι γυναίκες τραγουδούσαν το ειδικό τραγούδι, «Όσα άστρα ειν΄στουν ουρανο κι φύλα απου τα δέντρα, τόσα φλουράκια ξόδεψα, κόρη μου για τ΄ ισένα. Δεν τόξερα μανούλα μου δεν τόξερα πατέρα, τόσα φλουράκια μάννα μου ξοδέψατε για μένα. … κ.λ.π.»
Τα μπρατίμια ετοίμασαν τα μπαργιάκια (ή φλάμπουρα, που είναι κοντάρια που στο πάνω μέρος τους τοποθετούνται πολύχρωμα τραπεζομάντηλα και στην κορυφή τοποθετείται σταυρός, στολισμένος με λουλούδια και βασιλικό με δύο μήλα στις άκρες του σταυρού). Τα μπαργιάκια θα κυριαρχούν και θα ανεμίζονται από τους μπράτιμους όλη την ημέρα του γάμου και κυρίως στην πλατεία όπου γίνεται το καθολικό γλέντι.
Σάββατο από το πρωϊ, αρχίζουν τα μαγειρέματα και είναι η ώρα του Τσιαμήτ’
Mε θαυμαστή τεχνική και προσεγμένα, τεμαχίζει τα ψητά, τα τοποθετεί σε δοχεία έτοιμα για σερβίρισμα. Φροντίζει να είναι μερίδες σύμφωνα με τον αριθμό των καλεσμένων και από εμπειρία κρατάει στην άκρη ποσότητα για τυχόν έκτακτες παρουσίες πέραν των υπολογισθέντων. Για τη σούπα δεν υπάρχει πρόβλημα. Έχει τον τρόπο του ο Τσιαμήτς. Από κάθε «χλιαργιά, κλέβ κι απου λίγου και αυγαταίν΄ τς’ μιρίδις»! Από το Σάββατο έχει έτοιμα φαγητά και για την Κυριακή «έκαμι τ΄ν ιτιμασία τ΄». Τα τραπεζώματα ήδη ξεκίνησαν και ο Τσιαμήτς όρθιος. Δεν τον ξεφεύγει η παραμικρή λεπτομέρεια. Απ΄ τους πιο πολλούς καλεσμένους γνωρίζει και τα χούγια και επιλέγει ανάλογη μερίδα. «Άλλουν του αρέζουν τα παχιά, άλλουν τα ψαχνά, άλλουν ου πλάτς, άλλουν οι πλιβραμιές κι πάει λέγουντας! Καμόσις μπάμπις μι στριμπά δουντούλια, δεν πρέπ΄ να τς βάλ ψαχνό ξηρουψμένου, αλλά λίγου παχούτσκου να λιών μι τς’ ζιουντούρις κι να σκαπιτιέτι εύκουλα»!
Το σερβίρισμα είναι ξεχωριστή ιεροτελεστία. Τα καζάνια βρίσκονται έξω στη αυλή και στα «μαγειριά». Μέχρι τα δωμάτια και τα τραπέζια, τα πιάτα φτάνουν σε ελάχιστο χρόνο με το λεγόμενο σύστημα «νταμ-ντραμ». Αραδιασμένοι νέοι από τη θέση του Τσιαμήτ΄ μέχρι τα τραπέζια, παραλαμβάνει ο πρώτος το πιάτο και χέρι – χέρι μέχρι τον τελευταίο, φθάνουν στο προορισμό τους σε χρόνο μηδέν!! Προηγείται ο «τσουρβάς» (νοστιμότατη σούπα ριζιού) με μαυροπίπερο το οποίο προσθέτει ο μάγειρας ή μια γυναίκα σε κάθε πιάτο μόλις «κινώσ΄» ο μάγειρας. Ακολουθούν τα κρεατικά στο φούρνο, με πατάτες συνήθως και οι κανάτες με το κρασί δεν μένουν ούτε λεπτό άδειες!
Μέχρι και ξημερώματα Δευτέρα και μέχρι να «ξεπρουβουδίσουν του Νούνου», ο Τσαμήτης όρθιος, φρόντισε να υπάρχουν κεράσματα ως την τελευταία στιγμή του γάμου και να μη λείψει τίποτα. Για κούραση μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας δεν μιλά!
Για αυτό και συμβολικά παρακαλούν, με ειδικό τραγούδι το νούνο να μη φύγει και να συνεχιστεί το γλέντι, «ψάλλοντας» όλοι μαζί: « Κάτσι νούνι μ΄ κόμα απόψι, – σ’ έχου πέντι αρνιά ψημένα – κι άλλα τόσα σουβλισμένα. – Θα τα φάμι κι θα πιούμι – κι ύστερα θα σ ευχηθούμι – στα πιδιά σου να χαρούμι»!
Οι καλεσμένοι αναχωρούν με ευχές για τα νιόγαμπρα. «Να ζήσουν να προυκόψουν», «καλούς απογόνους» κ.λ.π.
Και όλοι επαινούν το μάγειρα τον μπαρμπα Κώτσιο για τα νόστιμα φαγητά ο οποίος αναχωρεί ευχόμενος, «άντε και στα μκρότερα, και πρώτα ο Θεός, εγώ πάλι εδώ θα να ΄μαι»!

Γιώργος Β. Τζούλης,

Leave a Comment

Ταυτότητα Ιστοσελίδας:
Σαλακίδης Ιωάννης – Ατομική Επιχείρηση

ΑΦΜ: 046450157, ΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Δ/νση Έδρας: Ζαφειράκη 3, ΤΚ 0100 Κοζάνη

Email: info@efkozani.gr

Τηλ. 24610-25112

Ιδιοκτήτης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής: Σαλακίδης Ιωάννης

Διευθύντρια Σύνταξης: Μαρία Τσακνάκη

Διαχειριστής: Σαλακίδης: Ιωάννης

Δικαιούχος του ονόματος τομέα (domain name): Σαλακίδης Ιωάννης

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00