Πάει ο καιρός, πάει ο καιρός… Αναζητώντας το όραμα μιας δημοκρατικής Ελλάδας. Γράφει ο Σίμος Ζαγκανίκας
Έχουν παρέλθει πολλά χρόνια, από τότε που η κοινωνία με ενθουσιασμό έδινε την συγκατάθεση της στον Ανδρέα Παπανδρέου για την δημοκρατική της ανέλιξη, την αναβάθμιση των θεσμών και τη διαμόρφωση ισονομίας καταργώντας τις πελατειακές σχέσεις που συνέβαλλαν στην εξάρτηση και την ομηρεία των πολιτών. Στη μνήμη μου, με το φεγγάρι να φεγγίζει θολά, μέσα από τον κατεβασμένο Γρεβενίτη, έρχεται η γλυκιά φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και οι μουσικές του Μάνου Χατζηδάκη, που κυλούν μαζί με τα νερά του ποταμιού, και φέρνουν, με τις αμυδρές ακτίνες στην κυματιστή ροή, την άρθρωση στους στίχους του Νίκου Γκάτσου: Πάει ο καιρός, πάει ο καιρός/ Που ήταν ο κόσμος δροσερός… Μια ποιητική άρθρωση διαχρονική, που διαπερνάει τα πέπλα των χρόνων και επιβεβαιώνει «το καλό», ως αναπόληση και νοσταλγία!…
Είναι πολλοί, σήμερα, που αναρωτιούνται, απογοητευμένοι, σε ποια εποχή, άραγε, ζούμε? Που πάνε εκείνοι οι καιροί, που μπορεί να μην ήταν ανεκτικοί σε καινοτομίες και αλλαγές αλλά υπήρχε το όραμα μιας άλλης δημοκρατικής πατρίδας, μιας δημοκρατικής Ελλάδας. Είναι τα χρόνια που ακόμη και η Δημοκρατία δεν ήταν αυτονόητη, αλλά ήταν μια δυσνόητη έννοια και χρειαζόταν πολύς χρόνος, πολύς κόπος, για να την κάνεις κατανοητή και θελκτική στην αποδοχή των περισσοτέρων. Αυτοί που εμπόδιζαν τη συμμετοχή και το εύρος της Δημοκρατίας, ήταν αυτοί, που αισθανόταν ότι αποτελούσαν την προέκταση του κράτους. Ένα κράτος, ιδιωτικής αποκλειστικής εξυπηρέτησης και όχι ένα κράτος με ευρύτερους ισόνομους κανόνες λειτουργίας . Θεωρούσαν τους δημοκράτες αγωνιστές, ως επίβουλους, αυτής της οικογενειακής τους στενής σχέσης με την κρατική εξουσία! Ήταν πολλοί. Ένας όγκος δύσκαμπτος που είχαν ακόμη ως πρότυπα τον Μεταξά και τον Παπαδόπουλο και κάποιοι απ αυτούς πιο φαιδροί και από τους φαιδρούς, ήθελαν και λίγη δημοκρατία για το φαίνεσθαι. Όπως επίσης δεν ήταν και ευκαταφρόνητος ο αριθμός εκείνων που στρατευτήκαν στην μεγάλη πορεία της αλλαγής για να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη…
Παρ όλους τους αντίξοους ανέμους, άντεξε το σκαρί και έβαλε πλώρη, με τη γλώσσα του λυτή, να δώσει εύρος και ουσία στη Δημοκρατία, με όραμα μια ισχυρή κοινωνική οικονομία… Αλλά, άνεμοι ανατρεπτικοί, ύπουλοι και γλίσχροι εισχώρησαν από αφύλακτες διόδους και αφυδάτωσαν τις συνειδήσεις, με το ψευδό κάλυμμα του εκσυγχρονισμού, έτσι το ανεμόβροχο έφερε ψύχρα και παγωνιά χωρίς να αφήνει ανέγγιχτη έστω και μια μικρή γωνιά για να βλαστήσουν οι ριγμένοι σπόροι του αλτρουισμού και της κοινωνικής προκοπής. Και στη βουερή ροή ακούγεται η νοσταλγική φωνή του Μπιθικώτση: Ήρθανε νύχτες και βροχές
και χειμωνιάσαν οι ψυχές
και στο βαθύ το σκοτάδι έχει σταθεί
ένα παιδί να ζεσταθεί.
Θα ήταν αναιτιολόγητη παράληψη αν δεν πρόσθετα στην αλλοτριωτική προπαγάνδα της ιδιωτικής επιβεβαίωσης και τα συνήγορα φυσήματα των οπορτουνιστικών ρευμάτων που εγέρθηκαν από τις παγωμένες στέπες του πιο παγιωμένου εγώ στην εξουσία… Μια θυσία της νομενκλατούρας, οξύμωρο, από τα έδρανα της εξουσίας, στην υπηρεσία του λαού. Καημένη ανιδιοτέλεια !!!!
Τι σχέση μπορεί να έχει η Αριστερά μαζί τους? Στο δρόμο για την επίτευξη των προσωπικών τους επιβεβαιώσεων ξέμειναν από ηθική, από ιδεολογία και από ειλικρίνεια και ακολούθησαν τη λεωφόρο της στρέβλωσης και του ψεύδους. Έγιναν αγαπητικοί με τον στραπατσαδόρο της Εθνικής Οικονομίας που μας οδήγησε στη χρεωκοπία και έστησαν κυβέρνηση με τον ακραιφνή σκληρό σπεκουλαδόρο της Δεξιάς για τη νόστιμη κατσαρόλα της εξουσίας, ευτελίζοντας το ήθος και τα οράματα της Αριστεράς!
Είναι καιρός τώρα, που η κοινωνία εξέφρασε παντοιοτρόπως την αποδοκιμασία της για την «κεντροαριστερά» της εξουσίας . Και έβαλε στο περιθώριο των προτιμήσεων της, ως λίαν αναξιόπιστους, όλους τους ασελγούντες στη συγκατατιθέμενη εμπιστοσύνη της. Και ως εκ τούτου, οι μη προνομιούχοι Έλληνες, ψηφοφόροι ,ως επί το πλείστον, της Αριστεράς, πέρασαν απογοητευμένοι στην αποστράτευση, οι δε κερδοσκόποι των «επιχειρηματικών ομίλων» πλέουν ήδιστα στον πολιτικό τους παράδεισο!
Τώρα, που η αβεβαιότητα μεγεθύνεται για την ημέρα που μας ξημερώνει. Τώρα που η αστάθεια μοιάζει με την ύπουλη γυαλιστερή επιφάνεια του βάλτου, ο οποίος με το επόμενο λάθος των ηγητόρων της, καιροφυλακτεί να μας ρουφήξει στα έγκατά του. Τώρα, θα πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας να δείξουμε μεταμέλεια να πούμε ένα ηχηρό συγνώμη για την οδυνηρή περιπέτεια που επιφυλάξαμε, μέσα στη δεκαετία, στον λαό της Αριστεράς, για να αναδυθούμε από τον πυθμένα που έχουμε κολλήσει, ως πολιτικά σχήματα, της πιο αφερέγγυας πολιτικής του σήμερα. Όχι, ότι οι ιδέες αυτές θα πνιγούν, αν πνιγούν οι ηγήτορες, και σίγουρα δεν θα μείνουν κολλημένες στον πυθμένα του βάλτου, ακολουθώντας τη δύσοσμη απόληξή των ηγητορίσκων. Σίγουρο είναι ότι, θα βγουν στην επιφάνεια με άλλους πολιτικούς σχηματισμούς και θα στέλνουν, όπως πάντα, το στιλπνό φως τους για κοινωνική οικονομία και συμμετοχική Δημοκρατία!
Και πάνω από τα νερά του Γρεβενίτη με τα παιχνιδίσματα του φωτός και τους κυματισμούς των υδάτων ακούγεται η τελευταία στροφή του γλυκόφωνου τραγουδιστή:
Τώρα το δάκρυ κυλάει στο χώμα,
Και πέρα απ’ το βοριά
Ένα καράβι ρωτάει ακόμα
Πού θα βρει στεριά…
Σίμος Ζαγκανίκας