«Ο Μεσοπόλεμος, δηλαδή η περίοδος 1922-1940, είναι η σημαντικότερη περίοδος στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας», ισχυρίζεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του ο συγγραφέας. Μια άποψη που δεν τη συναντάς εύκολα ούτε στις καθημερινές μας συζητήσεις αλλά ούτε και σε συναδέλφους του ιστορικούς, καθώς φυσιολογικά σχεδόν εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας στα άκρα αυτής της περιόδου, στους δυο μεγάλους παγκοσμίους πολέμους. Ο συγγραφέας δικαιολογεί τον ισχυρισμό του υποστηρίζοντας ότι «Τότε ουσιαστικά μπήκαν οι βάσεις για τη διαμόρφωση της πραγματικότητας όπως τη ζούμε σήμερα». Είναι όμως έτσι; Θα το παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.
Βλέποντας στον τίτλο του βιβλίου το δίπολο «Σλαβόφωνοι και Πρόσφυγες» ήρθαν στο μυαλό μου γνώριμες εικόνες ―άλλωστε συνυπάρχω για δεκαετίες και με τους δυο― και ανακάλεσα εμπειρίες και βιώματα που σίγουρα μοιράζομαι με πολλούς από σας. Αυθόρμητα γεννιούνται πολλοί συνειρμοί. Θα σταθώ σε δύο· ο πρώτος, το γνωστό ποντιακό τραγούδι «Πατρίδα μ’, αραεύω σε». Διαβάζω δύο στροφές:
Πέντε οσπίτεα έχτισα,
Κι ας ολεα ξεσπιτούμαι,
Πρόσφυγας είμ’ α σο κουνί μ’,
Θεέ μ’, θα παλαλλούμαι.
Πατρίδα μ’, αραεύω σε,
αμόν καταραμένος,
Σα ξένα είμαι Έλληνας,
Και σην Ελλάδαν ξένος.
Κρατήστε αυτή την τελευταία φράση: «Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος».
Ο δεύτερος συνειρμός είναι βιωματικός. Καλοκαίρι του 1992, είμαστε καλεσμένοι με τον καθηγητή μου Νίκο Κατσάνη, Βλάχοι επιστήμονες κι οι δυο, σε πανελλήνιο αντάμωμα Βλάχων στον Λαϊλιά των Σερρών. Παίρνω μαζί μου και τον σλαβόφωνο πεθερό μου, έναν ολιγογράμματο αλλά αρκετά προβληματισμένο χωρικό από τον Αετό της Φλώρινας. Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και χαιρετίζει το αντάμωμα ―στα βλάχικα παρακαλώ― ο υπουργός γεωργίας Σωτήρης Χατζηγάκης, Βλάχος από τον Ασπροπόταμο. Όπως καταλαβαίνετε, ο ενθουσιασμός μεγάλος και το σοκ του πεθερού μου ακόμα μεγαλύτερο. Καθώς πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, μας λέει: «Μπράβο σας! Σας ζήλεψα εσάς τους Βλάχους σήμερα. Αλλά εμένα μπορείτε να μου πείτε σε ποιο μνήμα να πάω να κλάψω; Εδώ δε με θέλουν, γιατί, λένε, είμαι Βούλγαρος, αν πάω στη Βουλγαρία, με διώχνουν, γιατί με έχουν για Έλληνα».
Οι ομοιότητες είναι προφανείς· είναι αυτό που πολύ εύστοχα ο συγγραφέας χαρακτηρίζει διαχωριστικά: εσωτερική και εξωτερική προσφυγιά. Οι Πρόσφυγες διώχτηκαν από έναν τόπο που ήταν δικός τους για αιώνες (εξωτερικοί πρόσφυγες), για να έρθουν σε έναν άλλο τόπο που τους είπαν πως θα γίνει δικαιωματικά «δικός τους», καθώς θεωρούνται ότι ανήκουν σ’ αυτόν και τους ανήκει, τον οποίο όμως κατοικούν επίσης για αιώνες οι Σλαβόφωνοι, σαν τον πεθερό μου, που ενώ είναι κατά κυριολεξία «ντόπιοι», θεωρείται ότι κατέχουν γη που δεν είναι δική τους, γιατί τάχα είναι «ξένοι» στον τόπο αυτό· αυτοί είναι εσωτερικοί πρόσφυγες. Είναι σαν να λένε κι αυτοί στη γλώσσα τους: Στα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος.
Η κατάσταση αυτή, που δεν την επέλεξαν ούτε οι ντόπιοι Σλαβόφωνοι ούτε οι επήλυδες Πρόσφυγες, αποτέλεσε ένα δύσκολο στη διαχείρισή του πρόβλημα, καθώς το επίδικο, η ―λίγη έτσι κι αλλιώς και φτωχή― γη, διεκδικούνταν το ίδιο αυτονοήτως και από τις πληθυσμιακές ομάδες. Οι Σλαβόφωνοι επικαλούνταν τη μακραίωνη παρουσία τους στον τόπο και ήταν βέβαιοι ότι με την αποχώρηση των Οθωμανών η γη αυτή θα τους ανήκε πλέον. Οι Πρόσφυγες τη διεκδικούσαν αντί της μεγαλύτερης και ευφορότερης γης που άφησαν στις χαμένες πατρίδες. Άλλωστε, είχαν και την υποστήριξη των κρατικών μηχανισμών, επειδή είχαν βρεθεί μακριά από τον τόπο τους εξαιτίας της πολιτικής επιλογής για τη δημιουργία «εθνικά καθαρών» κρατών. Η σύγκρουση και η αμοιβαία αντιπαλότητα ―που μπορούσε εύκολα να εξελιχθεί σε εχθρότητα― ήταν απολύτως λογική και κάποιος κάπως έπρεπε να τη διαχειριστεί. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να περιγράψει και να ερμηνεύσει ο συγγραφέας. Πώς πορεύθηκαν την περίοδο αυτή του Μεσοπολέμου Σλαβόφωνοι και Πρόσφυγες, που βρέθηκαν να συγκατοικούν στον ίδιο τόπο χωρίς να το επιλέξουν και να διεκδικούν τη ίδια γη.
Ας δούμε λίγο τις δύο αυτές ομάδες, που αμφότεροι υπό διαφορετική οπτική ήταν «ξένοι»:
Οι Πρόσφυγες βρέθηκαν μακριά από την πατρίδα τους και ήρθαν σε μια νέα πολύ διαφορετική· εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί αυτοί είναι ξένοι.
Οι Σλαβόφωνοι ήταν κατά μιαν άλλη έννοια «ξένοι», αφού έγιναν κι αυτοί «πρόσφυγες» χωρίς καν να μετακινηθούν από τη γη των πατέρων τους. Η ιδιότυπη αυτή αίσθηση «προσφυγιάς» τροφοδοτούνταν, κατά τον συγγραφέα, από τρεις παράγοντες, που άλλαξαν εντελώς το κοινωνικό τοπίο γύρω τους. Ο πρώτος αφορά τη διοίκηση και τις σχέσεις τους με το κράτος· από υπήκοοι της πολυπολιτισμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περνούσαν σε ένα εθνικό κράτος, με ένα νέο πλέγμα σχέσεών τους με αυτό, απέναντι σε νέα προβλήματα αλλά και ίσως νέες ευκαιρίες. Ο δεύτερος παράγοντας που άλλαξε ήταν το κοινωνικό τους περιβάλλον, οι άνθρωποι που καλημέριζαν καθημερινά στη γειτονιά τους ή στο παζάρι. Έφυγαν με την ανταλλαγή οι μουσουλμάνοι συμπολίτες τους και ήρθαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Τρίτο παράγοντα αλλαγής συνιστούσε το ότι για τους νοτιοελλαδίτες δημοσίους υπαλλήλους και στρατιωτικούς αλλά και για τους νεοφερμένους πρόσφυγες οι ντόπιοι σλαβόφωνοι γίνονταν αντιληπτοί ως «ξένοι», ως μη Έλληνες, κυρίως λόγω της γλώσσας τους. Όλοι αυτοί αμφισβητούσαν το δικαίωμά τους να κατοικούν στην ελληνική Μακεδονία, που τη θεωρούσαν δική τους πατρίδα. Οι Σλαβόφωνοι, καθώς διεκδικούνταν από τη Βουλγαρία ως «βουλγαρική μειονότητα» και από τη Σερβία ως «σερβική μειονότητα», βρέθηκαν ―μεταφορικά μιλώντας― σε μιαν άλλη χώρα, σε μιαν άλλη κοινωνία δίχως καν να μετακινηθούν από τη θέση τους. Αυτό εξηγεί και την απορία του πεθερού μου: «Μα, εμείς πάντα εδώ ήμασταν, αυτοί ήρθαν…».
Ποιος έπρεπε να διαχειριστεί αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση, για να πετύχει μιαν «ανώδυνη» ενσωμάτωση ή αφομοίωση των δύο αυτών εθνοτικών ομάδων, που ήταν πολύ εύκολο ―με κάποιους κακούς χειρισμούς― να μετατραπούν σε εθνικές μειονότητες; Μα, φυσικά, το Κράτος.
Θα επανέλθω σ’ αυτό, αφού πρώτα κάνω ―με τη βοήθεια και του συγγραφέα― κάποιες αναγκαίες εννοιολογικές διασαφήσεις, μια συζήτηση που μας οδηγεί να συζητήσουμε το ζήτημα των ταυτοτήτων. Υπάρχει μια ουσιοκρατική θεώρηση, ότι τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας είναι αντικειμενικά και δεν αλλάζουν, όπως π.χ. η καταγωγή, που συνδέεται άμεσα με τη γλώσσα και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Η αντίληψη αυτή συμπυκνώνεται σε μια γνωστή στερεοτυπική φράση: «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι».
Κατά τον συγγραφέα η εθνική ταυτότητα γίνεται αντιληπτή ως μια δυναμική διαδικασία και αίσθηση ενός ατόμου ότι ανήκει σε μια κοινωνική ομάδα, σε ένα συγκροτημένο και διακριτό «εμείς» σε αντιπαράθεση με τα μέλη μιας άλλης ομάδας, τους «άλλους». Η ταυτότητα δημιουργεί δεσμούς αλληλεγγύης εντός της ομάδας και προϋποθέσεις σύγκρουσης με εκείνους που είναι εκτός αυτής. Βασικό στοιχείο της ταυτότητας ενός ατόμου είναι η βούλησή του να ανήκει σε μια ομάδα, χωρίς όμως ο αυτοπροσδιορισμός να είναι μοναδικό συστατικό της· σημαντική παράμετρο αποτελεί και το πώς οι άλλοι τον προσλαμβάνουν.
Στη Μακεδονία αρκετές φορές αμφισβητήθηκε και από το Κράτος και από συμπατριώτες τους η ελληνική ταυτότητα των σλαβόφωνων χωρικών, ακόμη και αν εκείνοι διατείνονταν ότι ήταν Έλληνες, γεγονός που τους δημιουργούσε αμφιβολίες αυτοπροσδιορισμού. Πολλές φορές με ρωτούν ειλικρινά κι εμένα: «Εμείς, τελικά, τι είμαστε; Είμαστε Έλληνες;». Κυρίως μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, το 1936, η σλαβική γλώσσα στιγματίστηκε και η ελληνικότητα όσων τη μιλούσαν αμφισβητήθηκε, κάτι που δε συνέβη με τους Αρβανίτες και τους Βλάχους ή τους τουρκόφωνους Πρόσφυγες. Αν χρειαστεί, μπορούμε να επανέλθουμε στη συζήτηση. Επομένως η ταυτότητα είναι και ετεροπροσδιοριζόμενη: πρέπει να θέλουν και οι άλλοι να είσαι αυτό που εσύ νομίζεις ή θέλεις.
Βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα και τη θέτω στην κρίση σας την άποψη του ο συγγραφέα ότι η ταυτότητα είναι ένας συνεχής διάλογος μεταξύ του ατόμου και του κοινωνικού του περιβάλλοντος, μια καθημερινή διαπραγμάτευση που συνδέεται άμεσα με συγκεκριμένα υλικά κέρδη (γη, χρήματα, εργασία) ή/και άυλα οφέλη (κύρος, δόξα, νόημα ζωής). Κι αυτή η διαδικασία είναι δυναμική, αλλάζει ανάλογα με την ανταλλακτική αξία της ταυτότητας και τη χρησιμότητά της, ενώ συνδέεται άμεσα και με τη συλλογική μνήμη (ή λήθη) της ομάδας.
Ο όρος «πολιτική ταυτότητα», που μας υποδεικνύεται να δούμε στον υπότιτλο του βιβλίου, αφορά την ταύτιση με συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις, αλλά συνδέεται άμεσα και με τον όρο εθνοτική ταυτότητα, την ταύτιση δηλαδή με μια συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα, ο δε όρος «εθνοτική ομάδα» αναφέρεται σε ανθρώπους που συμμερίζονται κοινά συμφέροντα και «συντονίζουν τις δραστηριότητές τους για την προώθηση και υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων, χρησιμοποιώντας κοινοτικού τύπου οργάνωση και εμπλέκοντας σ’ αυτή τη διαδικασία πολιτισμικές μορφές, όπως η συγγένεια, οι μύθοι προέλευσης, οι τελετές και οι εθιμοτυπίες». Με την έννοια αυτή και οι ντόπιοι Σλαβόφωνοι και οι Πρόσφυγες ήταν εθνοτικές ομάδες και είχαν ανάγκη τον «άλλο» για να αυτοπροσδιοριστούν, ήταν ομάδες με κοινά συμφέροντα (και δευτερευόντως με κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά) τα μέλη των οποίων κινητοποιούνταν, για να μπορέσουν να επιβιώσουν ή και να ανεβούν κοινωνικά.
Το ότι οι δυο αυτές ομάδες ήταν εθνοτικές δε σημαίνει ότι ταυτόχρονα ήταν και εθνικές μειονότητες, όρος που συνδέεται με την επιθυμία μιας εθνοτικής ομάδας να αυτοδιοικηθεί πολιτικά ―χωρίς να αποκλείεται στο πλαίσιο μιας εθνοτικής ομάδας να υπάρχουν τα σπέρματα μετατροπής της και σε εθνική. Οι Πρόσφυγες ως εθνοτική ομάδα ταυτιζόταν με το ελληνικό έθνος ―κι αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν. Δε συνέβαινε, όμως, το ίδιο με τους Σλαβόφωνους· αυτοί έπρεπε συνεχώς να το αποδεικνύουν.
Για τον συγγραφέα τόσο η εθνική ταυτότητα όσο και η πολιτική συμπεριφορά των δύο αυτών εθνοτικών ομάδων επηρεάζεται διαρκώς και διαφοροποιείται ανάλογα με τα ―συχνά αντικρουόμενα― οικονομικά συμφέροντα και τις κοινωνικές συγκρούσεις μεταξύ τους καθώς και με την πολιτική του Κράτους απέναντί τους. Καθοριστικός είναι ο ρόλος των κοινωνικών συγκρούσεων γύρω από συγκεκριμένους υλικούς πόρους και ιδίως τη γη. Πώς αυτές οι οικονομικές-κοινωνικές συγκρούσεις, που επιφανειακά μόνο φαίνονται ως πολιτισμικές-εθνοτικές, μετατρέπονται σε πολιτικές είναι ένα βασικό ερώτημα που διατρέχει όλη την εργασία.
Και τι έκανε, λοιπόν, το Κράτος και οι τοπικοί πολιτευτές, για να διαχειριστούν τα ζητήματα των δύο αυτών ομάδων, αλλά και τη μεταξύ τους αντιπαλότητα;
Καθοριστική χαρακτηρίζει ο συγγραφέας τη σημασία και τον ρόλο της αγροτικής μεταρρύθμισης-επανάστασης θεωρώντας την ως τον σημαντικότερο παράγοντα σε μια προοπτική ενσωμάτωσης των Σλαβόφωνων στο ελληνικό κράτος και στην ελληνική κοινωνία. Το διακήρυξε, άλλωστε, καθαρά ο Βενιζέλος σε προεκλογική του ομιλία τον Οκτώβριο του 1920: «Το έργον της αποκαταστάσεως των ακτημόνων καλλιεργητών εις μικρούς ιδιοκτήτας έχει ήδη προχωρήσει […]. Τούτο είναι όχι απλώς έργον δικαιοσύνης αλλά κατ’ εξοχήν εθνικόν και μεγίστης σημασίας. Εις τας Νέας Χώρας (αυτές που προσαρτήθηκαν μετά τους βαλκανικούς πολέμους) έχομεν πληθυσμούς ―εκτός των καθαρώς ελληνικών― συνειδήσεως εθνικής υδαρούς, οι οποίοι θα προσέλθωσιν οριστικώς προς το κράτος εκείνο το οποίον θα λύσει το τόσον ζωτικόν δι’ αυτούς αγροτικόν ζήτημα». Η αγροτική αυτή μεταρρύθμιση ―μια ειρηνική επανάσταση «από τα πάνω» την αποκαλεί ο συγγραφέας― ολοκληρώθηκε μετά τον ερχομό την προσφύγων με την απαλλοτρίωση και διανομή των οθωμανικών γαιών και μάλιστα χωρίς αποζημίωση των ιδιοκτητών τους «ἐπαναστατικῷ δικαίῳ» μετά το κίνημα του Πλαστήρα του 1923. Στο τέλος της δεκαετίας του ’20 και εξαιτίας των κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων των Φιλελευθέρων το 40% των αγροτών στο σύνολο της χώρας, πρόσφυγες και ντόπιοι, ήταν νέοι ιδιοκτήτες γης. Μέσω της αγροτικής μεταρρύθμισης ενσαρκώνονταν η νέα «Μεγάλη Ιδέα», που δεν ήταν άλλη από την ανάπτυξη ενός «εθνικού συνανήκειν» σε όλες τις ποικίλες πολιτισμικές ομάδες τόσο των προσφύγων (Τουρκόφωνων, Καυκάσιων, Μικρασιατών, Θρακιωτών, Λαζών κ.ά.) όσο και των ντόπιων (Σλαβόφωνων, Βλάχων, Αρβανιτών, Εβραίων κ.ά.). Με άλλα λόγια η αγροτική μεταρρύθμιση ήταν το εργαλείο της ενσωμάτωσης των «άλλων» ―είτε Προσφύγων είτε Σλαβόφωνων― με τη δημιουργία μιας μεγάλης κοινότητας αγροτών με κοινά προβλήματα και κοινή πρόσβαση στην ενημέρωση και την τραπεζική χρηματοδότηση. Ασφαλώς καμιά εκ των άνω προσπάθεια επίλυσης της «αντιδικίας» σλαβόφωνων και προσφύγων με επίδικο την οθωμανική κυρίως γη δεν μπορούσε να είναι απόλυτα επιτυχής, με αποτέλεσμα το αίσθημα αδικίας που ένιωθαν αμφότεροι να πυροδοτεί για πολλές δεκαετίες τη σύγκρουση μεταξύ τους.
Όσο αφορά ιδιαιτέρως τους Σλαβόφωνους και την κρατική πολιτική απέναντί τους ένα ερώτημα που απασχολεί την εργασία είναι αν αυτή απέβλεπε στην ενσωμάτωση ή την αφομοίωσή τους. Η ενσωμάτωση, σύμφωνα και με τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, είναι μια διαδικασία κατά την οποία μια γλωσσική ομάδα εντάσσεται στο ευρύτερο έθνος (και γίνεται αποδεκτό σε αυτό από την κυρίαρχη γλωσσική ομάδα) χωρίς να χάσει τη γλώσσα του και την εθνοτική του ταυτότητα. Κατά την αφομοίωση οι ξενόγλωσσες ομάδες γίνονται δεκτές υπό την προϋπόθεση ότι εγκαταλείπουν τη δική τους γλώσσα και υιοθετούν την κυρίαρχη. Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί τι ακριβώς επιχειρήθηκε εν προκειμένω για τους Σλαβόφωνους. Ο συγγραφέας παραθέτει τα στοιχεία που είχε υπόψη του, τα συμπεράσματα όμως μπορεί να ποικίλλουν.
Το θέμα για μένα παραμένει ανοιχτό προς διερεύνηση. Προσθέτω στον προβληματισμό αυτόν κάποια στοιχεία από δικές μου εργασίες όπου με απασχολεί το θέμα αυτό, όπως π.χ. α) την εγκύκλιο του Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Ευαγγέλου Μπουντώνα, όταν συγγράφει το έργο «Σχολικά προγράμματα και Διδακτικαί οδηγίαι διά το Νηπιαγωγείον των ξενοφώνων», β) τις εκθέσεις-αναφορές των Επιθεωρητών Εκπαίδευσης σχετικά με τη γλωσσική διδασκαλία απέναντι στους ξενόφωνους πληθυσμούς της δυτικής Μακεδονίας την περίοδο 1918-1925 για την περιοχή της Φλώρινας, και γ) τις απόψεις του Μανόλη Τριανταφυλλίδη στο άρθρο του «Η γλώσσα μας στα σχολεία της Μακεδονίας». Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου 5 (1915): 11 – 46. Ξεκινώ αντίστροφα:
α) Ο Τριανταφυλλίδης λέει στο άρθρο του: «Τι θα πη γλωσσική αφομοίωση; Θα πη μαθαίνω και διαδίνω στους ξενοφώνους αυτούς ανθρώπους τη γλώσσα μου, τους κάνω να μεταχειρίζονται τη γλώσσα που μιλώ εγώ –όχι όμως σαν κάτι ξένο, καθώς λ.χ. μαθαίνομε εμείς γαλλικά ή γερμανικά, μα έτσι που να γίνη σιγά-σιγά δική τους σα μητρική, και να τη μεταχειρίζωνται σε κάθε της ζωής τους περίσταση».
β) Από τη μελέτη 66 εκθέσεων Επιθεωρητών Εκπαίδευσης, που προανέφερα, αναδεικνύεται ξεκάθαρα ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της εκπαίδευσης στο δυτικό άκρο της Μακεδονίας, όπου δεν αρκούσε η αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού, αλλά επιβαλλόταν για εθνικούς λόγους η διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης και μοναδικής γλώσσας του ελληνικού κράτους με στόχο την αφομοίωση των ξενόφωνων.
γ) Ο Μπουντώνας, τέλος, στις Οδηγίες του «διά τας γλωσσικάς ασκήσεις του Νηπιαγωγείου των ξενοφώνων» το λέει με σαφήνεια: «… σκοπός ημών […] είναι ο βίος όλος των νηπίων και η ελληνική αυτών έκφρασις να συνδεθώσι τόσον στενώς, ώστε λεληθότως η ελληνική γλώσσα να υποκαταστήσει εις τα χείλη των την μητρικήν». Προσέξτε αυτό το: λεληθότως = χωρίς να το καταλάβουν.
Όλα αυτά εμένα με παραπέμπουν σε αφομοίωση, όχι σε ενσωμάτωση. Αλλά ας μην παρασυρθώ άλλο προς την κατεύθυνση αυτή.
Κομβικής σημασίας θεωρεί ο συγγραφέας τη σχέση των πολιτευτών με τους ψηφοφόρους τους. Συνειδητά αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τους αρνητικά φορτισμένους όρους «πελατειακές σχέσεις» και «πελατειακό σύστημα», για να μη λειτουργήσουν αποπροσανατολιστικά για την κατανόηση των ζητημάτων που εξετάζει, θεωρεί όμως αναπόφευκτο στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας τον ρόλο των τοπικών πολιτευτών ως φορέων διαμεσολάβησης των αιτημάτων των χωρικών προς την κεντρική εξουσία. Η σχέση αυτή μάλιστα χαρακτηρίζεται από αμοιβαιότητα, καθώς η επιτυχία του πολιτικού εξαρτάται από το αν θα εκπροσωπήσει αποτελεσματικά τους ψηφοφόρους του και θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους. Επομένως δεν πρόκειται για «πελατειακές σχέσεις» αλλά για «πολιτικά δίκτυα», ούτε για «πελατειακό σύστημα» αλλά για «κοινοβουλευτισμό». Παραλείπω σημαντικές λεπτομέρειες λόγω έλλειψης χρόνου, αλλά παραπέμπω ενθέρμως τους ενδιαφερόμενους να διαβάσουν τα κεφάλαια που αναφέρονται στην εκλογική συμπεριφορά των δύο υπό διερεύνηση πληθυσμιακών ομάδων αλλά και στις σχέσεις τους με τους τοπικούς πολιτευτές όλων των παρατάξεων καθώς και στα πολιτικά δίκτυα που αναπτύχθηκαν και διαφοροποιούνταν πολύ συχνά, όταν άλλαζαν τα συμφέροντα των ανθρώπων και όχι, όπως συχνά πιστεύουμε, οι ιδεολογίες τους. Οι πολιτικές συμπεριφορές των ανθρώπων, τελικώς, ερμηνεύονται πολύ πιο απλά και εύκολα ―πρακτικά.
Συνοψίζω: Στο βιβλίο του Ραϋμόνδου Αλβανού Σλαβόφωνοι και Πρόσφυγες: Κράτος και πολιτικές ταυτότητες στη Μακεδονία του Μεσοπολέμου παρουσιάζονται σημαντικά στοιχεία της κοινωνικής ιστορίας των Ελλήνων, που σίγουρα δεν αφορούν μόνο τη Μακεδονία, μέσα από τη μελέτη του τοπικού κυρίως τύπου, την ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων, την κατάθεση μαρτυριών πολιτικών και πολιτευτών που ενεπλάκησαν στα γεγονότα εκείνης της περιόδου, αλλά και με την υποστήριξη της δευτερογενούς βιβλιογραφίας. Η συγκρότηση των δικτύων των πολιτευτών, οι στρατηγικές τους για την άντληση ψήφων, η έκφραση και διαχείριση των μυριάδων αιτημάτων των ψηφοφόρων-χωρικών, οι συγκρούσεις Ντόπιων-Προσφύγων σχετικά με τη γη, τα έντονα πολιτικά πάθη των διχασμένων Ελλήνων σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς είναι μερικά από τα στοιχεία που αναλύονται στην παρουσιαζόμενη μελέτη και χαρακτηρίζουν όλη την ελληνική ύπαιθρο του Μεσοπολέμου. Είναι μια ιστορία «από κάτω προς τα πάνω», που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από πολλούς, για να κατανοήσουν το τοπικό, που πάντα είναι πολύ χρήσιμο για την κατανόηση του υπερ-τοπικού και διεθνούς.
Είναι, τέλος, ένα βιβλίο που το χαρακτηρίζει η ενσυναίσθηση: ο συγγραφέας ―ίσως και λόγω της μακρόχρονης διαμονής του στον τόπο του οποίου την ιστορία καταγράφει― προσπαθεί να πάρει τη θέση των ανθρώπων όλων των πλευρών, για να απαντήσει στο βασικό ερώτημα που τον απασχολεί: ποιος είναι ο ρόλος του Κράτους στην προσπάθεια ένταξης των Σλαβόφωνων και των Προσφύγων στην ελληνική κοινωνία και πώς το κοινοβουλευτικό σύστημα επηρέασε τη συγκρότηση εθνικών και πολιτικών ταυτοτήτων στη μεσοπολεμική Μακεδονία.
Ο παρουσιαστής ενός βιβλίου δεν πρέπει ούτε να τα πει όλα ούτε να λύσει όλες τις απορίες που δημιούργησε ή ανέδειξε με την παρουσίασή του. Αν κατάφερα να σας βάλω ―έστω λίγο― στη θέση αυτών των ανθρώπων, των Σλαβόφωνων και των Προσφύγων, στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, ή στη θέση αυτών που καλούνταν ως Διοίκηση ή/και ως πολιτικοί διαμεσολαβητές να διαχειριστούν τα προβλήματα και να αποτρέψουν τις συγκρούσεις ή άλλες ανεπιθύμητες επιλογές από αυτούς που ενδεχομένως δυσαρεστούσαν με τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους, κι αν σας δημιούργησα την επιθυμία να βρείτε περισσότερες πληροφορίες και απαντήσεις στο βιβλίο του Ραϋμόνδου, θα ήμουν ευτυχής.
Τον ευχαριστώ και Σας ευχαριστώ!