Γειά σας πιδιά μ΄ καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ κι η μπάμπου μ΄ καλά είμιστι. Η μπάμπου ανασκιρνάει κι χουσμετεύ΄ για τ΄ν Πασκαλιά , αλλά κόμα θιαμαίνητι η ψχή μας μι το θαύμα απού είηδαμι.
Θαύματα είηδα πουλλά στ΄ ζωή μ΄. Είηδα στο μαναστήρ΄ στ΄ν Αη Τριάδα, ανάμεσα στο Κουστάντσκο κι στο Ζμπάν, πιδί μουγγό να κρέν΄, είηδα παράλυτον να σκώνητι κι να περπατάει, αλλά αυτό το θαύμα απού είηδα ιχτές, είνι κόμα τρανήτιρου.
Σα γύρσα το Σαββάτο απ΄ το Τσουτύλ΄, μι ξεσιούκουσι η μπάμπου να πάμι να ξομολοηθούμι, για να κοινωνήσουμι το Βαϊό. Ήμαν κι αποσταμένος από το παζάρ΄, αλλά άμα βάλ΄ κάτ΄ στο μγυαλό τς η Κώτσαινα, άειντε να τς το βγάλτς. Καβαλίκεψα ιγώ τον Ψαρρή κι η μπάμπου το Λέτση, το γουμάρ΄ κι κίντσαμι για το μαναστήρ΄ τς Αη Τριάδας.
Η μπάμπου είχι στείλ΄ κι ές εμ ες στον καλόερο το Σεραφείμ κι μας καητιρούσι. Εξομολοήθκι πρώτα η μπάμπου κι όταν βήκι απ΄το ξομολοητάρ΄, έλαμπαν τα μούτρα τς. Ύστιρα σέφκα ιγώ μέσα στο ξομολοητάρ΄ κι χήρσι να μι ρωτάει ο παπα Σαραφείμς. Τουν είπα για τα ρακιά κι μ΄ είπι να πίνου μόνι τρία τ΄ μέρα. Καλά που δε μ΄ είπι άμα τα τρία είνι ποτηρούλια, νεροπότηρα ή μαστραπάδες. Ύτστιρα μι ρώτσι άμα έχω τίποτας μι καέναν κι τουν είπα ότι δε χωνεύω τ΄ Νάσαινα, ούτι ιγώ, ούτι ου Μίχους μι του Γούλα. Τουν είπα ότι η Νάσαινα μας έδιωξι απ΄ το καζαναριό, ανακατών΄ όλο το χωριό, δασκαλέβ΄ τς γυναίκις κι βάν΄ σκαντλήθρες ανάμεσα στα αντρόϋνα. Τουν είπα ότι στ΄ν εκκλησιά δεν πάτσι καν΄ καμμιά φορά από τα τότες που παντρεύκι κι ου άντρας τς ου Νάσιους, δυστυχάει μι τ΄ αυτήν. Μ΄είπι να μη μι νοιάζ΄ τι φκιάν΄ η Νάσαινα κι ότι όταν τ΄ν ειδώ πρέπ΄ να τ΄ν κρίνου, γιατί αλλοιώς δεν κάμ΄ να κοινωνήσου. Τουν είπα ότι θα κάμω ότ΄ μι πεί, μι διάβασι κι ευκή κι κίντσαμι να φύγουμι κι σ΄ όλ΄ τ΄ στράτα ήμαν πουλύ ξαλαφρωμένους.
Σκώθκα τ΄ν άλλ΄ τ΄ μέρα χαραή – χαραή κι τμάσκα για τ΄ν εκκλησιά. Τ΄ν ώρα που έβγαινα από το σπίτ΄, στ΄ Βασά το αγκωνάρ΄ σταυρώθκα μι τ΄ Νάσαινα. Σα μ΄ είηδι, μι γύρσι τ΄ν πλάτ΄κι κίντσι να φύει. Ιγώ όμως έπρεπε να τ΄ν κρίνου, γιατί ήθιλα να κοινωνήσου κι τ΄ φώναξα: «Καλημέρα πιδί μ΄ Αναστασία». Θιαμάχκι κι γύρσι κι μι τήρσι! Μι λέει: «γιατί μι κρέντς, αφού ιγώ δε σι κρένου»; Τ΄ λέου: «γιατί ιγώ θα κοινωνήσου κι άμα δεν έχω καθαρή καρδιά, πως θα πάρω το Χριστό μέσα μ΄»; Μι λέει: «Κι άμα συνεχίσου να μη σι κρένου, ισύ θα μι κρέντς»; «Θα σι κρένου πιδί μ΄», τ΄ν είπα, «γιατί ιγώ θα δώσου λόγο για τ΄ θκιά μ΄ τ΄ν ψχή κι ισύ κάμι ότ΄ θέλτς για τ΄ θκή σ΄». Δεν είπι τίποτας κι έφυγι. Πήγαμι μι τ΄ μπάμπου στ΄ν εκκλησιά, μετάλαβάμι κι πρώτ΄ φορά ευχαριστήθκι τόσο πουλύ η ψχή μ΄ τ΄ μεταλαβιά!
Πέρασαν τρείς μέρες κι τ΄ Μεγάλ΄ τ΄ν Τετράδ΄ το μεσμέρ΄ άξα έναν ρόποτο στ΄ν πόρτα. Σκώθκα, άνξα κι γλέπω αμπροστά μ΄ το Νάσιο. «Τι θέλτς πιδί μ΄»; τουν είπα. Μι λέει: «Μπαρμπα – Κώτσιο, δεν ξέρω πως να σ΄ ευχαριστήσω. Από το Βαϊό που είπις αυτά που είπις στ΄ν Τασιούλου, ζω μ΄ άλλον άνθρωπο. Σκανιάζ΄ για τ΄ ημένα, φκιάν΄ δλειές, δε μ΄ αγροτηράει κι όλο συγνώμη γυρεύ΄. Η Τασιούλου σ΄ όλ΄ μ΄ τ΄ ζωή ως τα τώρα, ούτι μια φορά δε μι είχι γύριψ΄ συγνώμη κι τς τρεις τς τελευταίες τς μέρες, άλλ΄ κουβέντα δε λέει. Μόνι συγνώμη. Κι μι γύρεψε το δειλνό να τ΄ν πάω στο μαναστήρ΄ να ξομολοηθεί». Θιαμάχκα κι ιγώ κι τουν είπα ότι χαίρουμι πουλύ μι τ΄αυτό που γίγκιν κι ου Νάσιους μ΄ είπι ότι για να μ΄ ευχαριστήσ΄, ύστιρα από τ΄ν Πασκαλιά θα μι φέρ΄ κι δυό φορτιά ξύλα για το τζάκι κι ένα φορτιό για τ΄ σόμπα.
Ιχτές, τ΄ Μεγάλ΄ Πέφτ΄, πήγα στ΄ν εκκλησιά κι όπως κάθουμαν, μπήκι μέσα η Νάσαινα. Σταυροκοπιούνταν η Νάσαινα που μπήκι στ΄ν εκκλησιά κι σταυροκοπιούνταν κι όσ΄ τ΄ν ήγλιπαν, γιατί δεν πίστευαν τα μάτια τ΄ς. Πήγι κι έκατσι μοναχή τς κι όλ΄ τ΄ν ώρα κιφάλ΄ δε σιούκουσιν. Σα βήκι ου παπα – Φίλππας μι τ΄ μεταλαβιά, ζιούγουσι κι η Νάσαινα κι κοινώντσι τελευταία από όλνους. Σαν κοινώντσι, περνιούντας αμπροστά μ΄, σιούκουσι τα μάτια τ΄ς, μι τήρσι κι μ΄ είπι: «Σ’ ιφχαριστώ πουλύ μπαρμπα – Κώτσιου, μ΄ έδωκις τ΄ ζωή μ΄ πίσ΄». Τήρσα τα μάτια τς κι ήταν κλιαμμένα. Ικείν΄ τ΄ν ώρα σιουλνάρσαν κι δυό δάκρυα κι στα θκά μ΄ τα μάλουγα.
Όχι, πέμητι, υπάρχει τρανήτιρο θαύμα από τ΄ αυτό;
Καλή Ανάστασ΄ πιδιά μ΄ καλά!!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα