Ποιητική Συλλογή, με τίτλο: «Της αγάπης το ανορθόγραφο» της Μαρίας Ρουκά.
(Γράφει ο Σίμος Ζαγκανίκας)
Κρέμασα στο ιστίο, του μικρού μου ξυλάρμενου, τις δικές μου προσλαμβάνουσες και άρχισα να κωπηλατώ στη θάλασσα των λέξεων και των νοημάτων της Ποιητικής Συλλογής, με τίτλο: «Της αγάπης το ανορθόγραφο», της ποιήτριας μας, Μαρίας Ρουκά, προσπαθώντας να φτάσω «στις αμμουδιές του Ομήρου», όπως θα έλεγε και ο Οδυσσέας Ελύτης, ήτοι στα φιλόξενα λιμάνια της ερμηνευτικής προσέγγισης, που θα μου έδιναν την χαρά της μύησης.
Πήρα, λοιπόν, να διαβάζω την ποιητική δημιουργία της Μαρίας, την διέτρεξα μια φορά, χωρίς το μολύβι των σημειώσεων κι ενθουσιάστηκα. Την διάβασα και δεύτερη και τρίτη φορά, θέλοντας να ρουφήξω όλη τη γύρη και την τεχνική που γονιμοποιεί τις λέξεις, εκμαιεύοντας, νοήματα, εικόνες, ομορφιά και γνώση!… Μια τεχνική καλά προσαρμοσμένη, που συνάδει με μαιευτική παρρησία, όπως, ακριβώς, θα έπραττε μια μαία, στην επικέντρωση ενός τοκετού. Μια μαία με την πολύχρονη εμπειρία της Μαρίας, ως θεραπαινίδα της μαιευτικής τέχνης. Εδώ, έχουμε μια μαία που τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες της, δεν αναπαύεται αλλά βάζει σε λειτουργία την μαιευτική τέχνη των λέξεων και των νοημάτων. Ως ευαίσθητος δέκτης παίρνει από το περιβάλλον τα προβλήματα, τις παραλείψεις, τις αντιθέσεις, κοινωνικές και ανθρώπινες, τις επεξεργάζεται και τις κυοφορεί στο νου και όταν πλέον σχηματοποιηθούν νοηματικά τις εκμαιεύει για να μας δώσει την εικόνα και την πρόταση, την παραμυθία και τη σκέψη.
Υπάρχει λοιπόν στην αγάπη ανορθόγραφη γραφή? Έχει η αγάπη πολλές πλευρές και κάποιες απ αυτές δεν είναι συμβατές με την ορθογραφία? Ποια είναι η ορθή γραφή και ποια η ανορθόγραφη? Το είπαμε το διατυπώσαμε, έτσι απλά, να προκαλέσουμε το τριβέλισμα στο μυαλό του αναγνώστη?
Αυτό το σ αγαπώ όπως και να λεχθεί, στεντόρεια και χαμηλόφωνα, μ όποιον τρόπο και να γραφεί με όμικρον ή ωμέγα, είναι μοναδικό και δεν συμπιέζεται ! Μια αγάπη που ανορθόγραφα κουρνιάζει στην αγκαλιά της ουσίας, γιατί είναι όνομα ουσιαστικό, όπως θα έλεγε και η Κική Δημουλά και έχει την ουσία της ζωής. Ένα, σ αγαπό, με όμικρον, από τη γραφή της γιαγιάς, της μάνας, των αναλφάβητων χρόνων, ακόμα και ανορθόγραφο, ως ενεργητικό ρήμα εμπεριέχει όλη την δυναμική ενέργεια, που γεμίζει με περιεχόμενο τη ζωή.
Και εκεί που απογειώνεται η νοηματική στιχουργία είναι με την δυναμική ρεαλιστική εικονοποιία, στις δύο τελευταίες στροφές : «αυτοσχέδια ομολογία/ δίπλα σε φωτογραφία/ με τα ξενιτεμένα της κομπιάσματα», που άμεσα, μας παραπέμπουν στη Δεσκάτη του μισεμού και στη μάνα που κομποδένει τον μεγάλο πόνο της και τον κρύβει για να μην λαβώσει τους ξενιτεμένους και για να μη ταπεινωθεί στα μάτια του κοινωνικού της περίγυρου. Άμεσα πολιτικό το μήνυμα, που στέλνεται σ αυτούς, οι οποίοι δεν δημιούργησαν προϋποθέσεις ανάπτυξης όπως η Γερμανία και όλη η Βορειοδυτική Ευρώπη, για την πατρίδα μας, αλλά ιδιοποιήθηκαν τα εκατομμύρια δολάρια του Σχεδίου Μάρσαλ, και στείλαν τα παιδιά των φτωχών Ελλήνων στο μισεμό, στη μετανάστευση!
Ο Τζίμη Χύτας, με την εικαστική του παράσταση, «Της αγάπης το ανορθόγραφο», πολύ εύγλωττα, με τις γραμμώσεις, που ακανόνιστα αλληλοτέμνονται χωρίς να παραπέμπουν σε προθετικά σχήματα, με τις τελείες εγκατασπαρμένες χωρίς αλληλουχία και την βαθιά χάραξη κάποιων ιδεογραμμάτων που επιζητούν την πιο προσεκτική μας ερμηνεία. Με το κόκκινο της αγάπης και το μπλε της απεραντοσύνης, μας δείχνει πόσο δύσκολη είναι η απεικόνιση της αγάπης που δεν μπαίνει σε τυπικά κλισέ και δεν εκφράζεται με λόγια!… Μια αγάπη καθολική και ανομολόγητη. Μια αγάπη ασύνορη, έξω από το περίγραμμα της οριογραμμής…
Η φιλάρεσκη περιέργεια, κυρίαρχη στην αναζήτηση των λέξεων και των νοημάτων, έλαμνε το μικρό μου ξυλάρμενο, για να προσαράξει στην πρώτη στιχουργική συγγραφή, που ήταν βαθιά τα νερά και δυσκολοπροσέγγιστος ο κάβος. Σ αυτή την πρώτη προσέγγιση της πρώτης στιχοπλοκής της Ποιητικής Συλλογής, δεν συναντήσαμε σίγουρα τους Λαιστρυγόνες αλλά συναντήσαμε ναυαγισμένους που τους ξεψάχνισε η αγριότητα!… Η «αγριότητα» είναι και ο τίτλος του πρώτου ποιήματος.
Οι πρωτοπρόσωπες αναφορές: «μας κίνησαν», «συμπληρώνουμε», «επιστρέφουμε», «ονειρευτήκαμε», «έχουμε», που κυριαρχούν στο κείμενο, δημιουργούν ένα πληθυντικό υποκείμενο που βρίσκεται σε κίνηση από το παρελθοντικό διηνεκές, και εμείς αδιαμαρτύρητα (χωρίς λόγια) βιώνουμε, αναπόδραστα την αναπαράσταση, τη συνεχή επανάληψη της ίδιας εικόνας… Γινόμαστε κομμάτι αυτού του σκληρού κατεστημένου χωρίς αντίρρηση (βουβοί). Στις επόμενες στιχοπλοκές κυριαρχεί η τριτοπρόσωπη ενεργητική προστακτική έγκλιση, που φαίνεται από τις εκφράσεις: «πάρτε», «συμπληρώστε». Μια προστακτική φωνή που είναι η φωνή του κατεστημένου, η φωνή της κοινωνικής συμβατικότητας, η φωνή της συνήθειας. Το κατεστημένο τιμωρεί αν δεν προσαρμοστείς στις επιταγές του. Σε προτεραιότητα μπαίνουν οι επιταγές του κατεστημένου και όχι οι προσωπικές επιθυμίες. Έτσι διαμορφώνεται ο παροντικός χρόνος. Αυτοί που έχουν την διεύθυνση του κατεστημένου, βιάζονται να αντικαταστήσουν το υλικό ή να το προσαρμόσουν στη νέα Τεχνολογία. Και εμείς χωρίς αντιστάσεις, χωρίς την οχύρωση των ιδεών, χωρίς μια εθιμική πανοπλία, επιστρέφουμε ως υποτακτικοί σε γνώριμα μονοπάτια, αφού μας υπέταξε η αγριότητα. Η υπεράσπιση της ατομικότητας μας, μας βγάζει έξω από το συρμό και είναι μια γενναία στάση απέναντι στον αμείλικτο χρόνο της υποταγής. Αλλά όλη αυτή η στάση της αντίστασης έχει ξεφτίσει και ότι ονειρευτήκαμε τα έχουμε εγκαταλείψει και μπαίνουμε για άλλη μια φορά σε συνθήκες νέας προσαρμογής. Ήτοι, οι ιδέες της αντίστασης που ανατροφοδοτούν το όνειρο έχουν ξεφτίσει και εμείς προσαρμοζόμαστε στις νέες συνθήκες μιας καθηλωτικής νηνεμίας. Λέξεις καλοβαλμένες, φορτωμένες με νόημα. Λέξεις αποκαλυπτικές που δείχνουν την ευθύνη απέναντι στον εαυτό μας και στην κοινωνία του «εμείς». Μικρά κείμενα με βαρύ συναισθηματικό φορτίο.
Το ξυλάρμενό μου πέρασε και από τις 58 νησίδες της Συλλογής. Κάθε νησίδα και μέθεξη, κάθε νησίδα και πλούτος από λέξεις, νοήματα, μεταφορές. Έζησα στιγμές, όπου τα συναισθήματα μου ξέφευγαν από τον έλεγχό μου και μπολιάζονταν με τον κόσμο της ποιητικής κατάθεσης. Μια ποιητική κατάθεση που δείχνει τον εσωτερικό κόσμο της ποιήτριας και ζωντανεύει εικόνες, δρώμενα, φέρνει μνήμες, γλυκιά νοσταλγία, πόνο και αναστοχασμό!.. κάθε ποίημά της είναι ένα θραύσμα του εσωτερικού της κόσμου που αντιστέκεται στη λήθη αλλά και στις προκλήσεις και τις αντιφάσεις της καθημερινότητας. Η έμφαση στα προσωπικά της βιώματα δίνει στην Ποιητική Συλλογή μια αμεσότητα και μια συναισθηματική δύναμη. Η Μαρία ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο της προσκαλώντας τον αναγνώστη να κοιτάξει μέσα της. Ένας ψυχικός κόσμος ανοιχτό βιβλίο. Και «Της αγάπης το ανορθόγραφο» δεν είναι το απόσταγμα ενός μόνο ποιήματος, αλλά είναι ο ενδόμυχος κόσμος της αγάπης με την οποία, αν θα αναγνώσετε τα ποιήματα, θα αισθανθείτε πως είναι φορτισμένη η πένα της ποιήτριας.
Και το ξυλάρμενο μπήκε στο λιμάνι με το λυκόφως της πλοκής, τις ώρες μετά το ηλιοβασίλεμα, τις ώρες που μεγαλώνουν οι σκιές και μικραίνει η ορατότητα … Τις ώρες των μωβ αποχρώσεων, που σταματάει σιγά –σιγά ο εκτυπωτής τροχός της αποτύπωσης των στιγμών και ως εκ τούτου ο χρόνος μικραίνει και περνάμε στις υπερβατικές καταστάσεις των ονείρων. Είναι η ώρα όπου θρονιάζεται το τούλι της νύχτας σιγανοπερπατώντας. Είναι η ώρα που φανερώνεται μια πληρότητα δημιουργική που έρχεται μετά από μια κοπιώδη προσπάθεια που φτάνει κι αυτή στο πλήρωμα της χρόνου. Αυτή η στιγμή ευτύχησε να αποτελέσει φωτογραφία μοναδική στη μνήμη της προσωπικής δημιουργίας. Φωτογραφία μοναδική, η δύση της προσπάθειας και η ανακουφιστική πληρότητα της δημιουργίας που κοιμούνται αγκαλιασμένες κάτω από το σεντόνι επιτυχίας.
Σίμος Ζαγκανίκας









