Ποιος είναι αυτός που γέμισε κοράκια τον ουρανό
που τρώνε τα σύννεφα;
Ποιος βάφει με μαύρο χρώμα το ουράνιο τόξο
και δεν κοπάζει ποτέ η καταιγίδα;
Ποιος είναι αυτός που το βαλς στο μπαλκόνι της σελήνης
το μετέτρεψε σε αμανέδες στην ταράτσα της γης;
Ποιος κρατάει τα κλειδιά απ’ τις άγκυρες
και δεν μπορεί να αποπλεύσει η αγάπη;
Ποιος είναι αυτός που γέμισε τοξίνες τον αέρα
που οξειδώνει το νου;
Ποιος άδειασε τις βουνοκορφές από την ανθρώπινη ανάσα
και γιόμισε βρώμικα χνώτα τα καταγώγια;
Ποιος είναι αυτός που άδειασε τη στέρνα με το γάργαρο νερό
και τη γιόμισε μαύρο αίμα;
Ποιος φόρεσε μάσκα στη βία – την ασχήμια και τις βάφτισε αγάπη
που συνουσιάζεται ασύστολα στις παιδικές χαρές;
Είναι αυτός που όταν το δίκιο αυτοκτόνησε από ντροπή
όρισε δίκιο τον δικαστή
είναι αυτός που έθαψε τους σοφούς και πήρε τη θέση τους
Είναι αυτός
μα είναι κι ο άλλος απέναντι του
εκείνος που μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες ψάχνει
την διέξοδο για το νόημα της ζωής
ακροβατεί και συγκρούεται μεταξύ πραγματικού και φανταστικού
που άνοιξε φεγγίτη στο νου να δραπετεύσουν οι φυλακισμένες σκέψεις
που πάντρεψε την πραγματικότητα με το όνειρο
κι αντί για ρύζι έριχνε σπίθες φωτός μες στο σκοτάδι
και στάλες βροχές στην ξηρασία