Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου προέρχονται από Ποντιακούς στίχους τραγουδιών
ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Ο ήλεν πάει ση μάναν ατ.
Ο ήλεν πάει ση μάναν ατ, μαυρομελανιασμενος
Φέρει και τραπεζώνει άτον γάλαν και παξιμάδιν
Ο πρόσωπος ατ’κι γελά απολογίαν κ’εδώκεν
-Ντο έπαθες ναι γίοκα μου, κι’εμαυρομελανιάσες
Να μη με τ’άστρα μάλωνες,να μη με το φεγγάρι
να μη με τον Αβιδανόν κανέναν λόγο είχες ;
– Μηδέ με τ’άστρα μάλωνα μηδε΄με το φεγγάρι,
μηδέ με τον Αβιδανόν κανέναν λόγον έχω.
Αηλί ντ’ είδαν τ’ ομμάτια μου σο σημερνόν τη μέραν !!!.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Ο ήλιος πάει στην μάνα του
Ο ήλιος πάει στην μάνα του μαυρομελανιασμένος,
του τραπεζώνει η μάνα του με γάλα και παξιμάδι
το πρόσωπό του δεν γελάει και απάντηση δεν έδωσε.
Τι έπαθες γιέ μου και είσαι μαυρομελανιασμένος,
μήπως με τα άστρα μάλωσες, μήπως με το φεγγάρι
μήπως με τον Αυγερινό είχες καμία κουβέντα ;
Ούτε με τ άστρα μάλωνα ούτε με το φεγγάρι
ούτε με τον Αυγερινό είχα καμία κουβέντα.
Αλλοίμονο τι είδαν τα μάτια μου στην σημερινή ημέρα.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Μαυρομελανιασμένος , Μηδέ , Κανέναν λόγον έχω. , Ο πρόσωπος ατ’ ,Απολογίαν κ’εδώκεν , Σημερνόν
********************************************************************
1.Μαυρομελανιασμένος
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Αμαυρός +μελανίαζω
Ετυμολογία : μαύρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μαῦρος / μαυρός < με αναδρομικό σχηματισμό από την αρχαία ελληνική μαυρόω < ἀμαυρόω < αρχαία ελληνική ἀμαυρός
μελανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μελανιάζω< μελανιάζω < μελαν(ός) + -ιάζω
μελανός < αρχαία ελληνική μέλας
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Μαυρομελανιασμένος , Κατάμαυρος
Σύνθετη ή συγγενής λέξη :Μελάνι μελάνη μελανόμορφος μελανόφθαλμος μελανοχίτωνας μελανόχρωμος
*****************************************************
2. Μηδέ
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Μή + δέ
Ετυμολογία μηδέ < αρχαία ελληνική μηδέ < μή + δέ
Σύνδεσμος μηδέ (συμπλεκτικός)
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Ούτε
Σύνθετη ή συγγενής λέξη :
*****************************************************
3. Κανέναν λόγον έχω.
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Κἄν+εἷς+λέγω+έχω
Ετυμολογία κανένας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κανένας/κανείς < αρχαία ελληνική κἄν + εἷς
λόγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λόγος < λέγω
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Ούτε είχα καμία κουβέντα.
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : λογαριάζω, λογαριασμός λογάριθμος , λογάς και λογού .
********************************************
4. Ο πρόσωπος ατ’
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Πρός + ὤψ
Ετυμολογία : πρόσωπο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρόσωπον < πρός + ὤψ
ὤψ < (αυτό όπου βρίσκονται τα μάτια), πιθανόν (στον πληθυντικό) τα μάτια
Στην νεοελληνική αποδίδεται: το Πρόσωπο, η όψη
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : ὁράω-ῶ ,ὂψομαι ὂψις
*****************************************************
5. Απολογίαν κ’εδώκεν
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :.Απολογία+κ’+δίδωμι
Ετυμολογία απολογία < αρχαία ελληνική ἀπολογία
δίδω < ελληνιστική κοινή δίδω < αρχαία ελληνική δίδωμι
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Απάντηση δεν έδωσε Απολογια= απάντηση, απόκριση
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : απολογούμαι απολογητής απολογητικός
*****************************************************
6. Σημερνόν
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Κι-άμερον – σήμερον
Ετυμολογία σημερινός < (ελληνιστική κοινή) σήμερα < αρχαία ελληνική σήμερον
σχετικό του ἡμέρα, αττικός τύπος τήμερον, δωρικός τύπος σάμερον < πρόθημα κι- + ἡμέρα > κι-άμερον > σήμερον
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Σημερινό
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : σημερινός, σημερνός