Ποντιακή διάλεκτος: Κάθε λέξη και μια ξέχωρη ιστορία:
γουτουρεύω: τουρκιστί kuduz= λύσσα
από την πιο πάνω τουρκική λέξη προήλθε ο ποντιακός όρος κουτουρεύω και με μετατροπή του ψιλού ουρανικού -κ σε μέσο ουρανικό -γ γουτουρεύω. Στην ποντιακή διάλεκτο είναι συνηθισμένη γ μεταλλαγή του γ και του κ, βλέπε γαρή – καρή. Διατηρεί την πρώτη του σημασία, λυσσώ, το σκυλίν εν γουτουρεμένον= το σκυλί είναι λυσσασμένο, ταυτόχρονα, όμως, απέκτησε και διευρυμένη σημασία: γουτουρεύω= είμαι ανήσυχος δε γαληνεύω: εγουτούρεψεν, θα τρώει έναν μερέος, λύσσιαξε θα φάει όλη τη μεριά της χώρας. Δεν ησυχάζει, δεν κάθεται στα αυγά του. Ένα δάνειο από την τουρκική, που καλλιεργήθηκε και απέκτησε ειδικότερη σημασία στην ποντιακή.
Ο ποντιακός όρος γουρταρεύκουμαι:
Η βαθύτερη ρίζα της λέξης βρίσκεται στο λατινικό augurium=καλός οιωνός. Ο όρος υπάρχει και στο τουρκικό λεξιλόγιο: ugur= τύχη. Από τη λέξη αυτή προέρχεται και ο νεοελληνικός όρος γούρι= ό,τι φέρνει καλή τύχη. Μορφή της λέξης συναντούμε και στον μεσαίωνα: αγούριον=τύχη αγαθή. Από την ίδια ρίζα προέρχεται και η λέξη γρουσουζιά (τουρκικά ugursuz= τύχη κακή, κακός οιωνός).
Από τη λέξη γούρι, τώρα οι Πόντιοι δημιούργησαν το ρήμα γουρταρεύκουμαι= απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι από καθετί κακά, από ό,τι φέρνει κακή τύχη. Η ευρύτερη σημασία του όρου, συνεπώς, αποπνέει νόημα κοινωνικό. Ταυτίζεται με τη λύτρωση, τη θεία Σωτηρία, έννοια βαθιά κοινωνική, αφού η Σωτηρία του ανθρώπου είναι πρωτίστως ομαδική και δευτερευόντως ατομική.
Γουρταρεύκουμαι, λοιπόν, θα πει απαλλάσσομαι από κάθε οδύνη, θλίψη, φόβο, αμαρτία, γενικώς από καθετί κακό. Ευχή μου, τέλος, είναι να γουρταρεύκουμες από τις φωτιές, τον κορωνοϊό, τους πολέμους, την πείνα, τις γρουσουζιές γενικότερα..