Γεννημένος σ΄ένα μικρό, ορεινό κι απόμακρο χωριό της Μακεδονίας, δίχως ηλεκτρισμό και συγκοινωνία, ζούσε σε συνθήκες που δεν ευνοούσαν τα παιδιά να ονειρεύονται και να καλλιεργούν μεγάλες προσδοκίες.
Τις περισσότερες νύχτες του καλοκαιριού διανυκτέρευε στην ύπαιθρο και πάντα προσπαθούσε να εντοπίσει έγκαιρα ποιο από τα αστέρια ετοιμάζεται να ξεκολλήσει από το θόλο του ουρανού, για να προλάβει να κάνει μια ευχή πριν ολοκληρώσει την τροχιά πτώσης του και σβήσει πέφτοντας στο κενό. Άλλοτε τα κατάφερνε, άλλοτε όχι, αλλά πάντα σε κάθε πεφταστέρι την ίδια ευχή επαναλάμβανε, που δεν ήταν άλλη από το να μεγαλώσει γρήγορα και να ταξιδέψει με αεροπλάνο!
Στο Σχολείο ξεχώριζε από τα υπόλοιπα παιδιά και μέσα στην τάξη πολλές φορές δυσκόλευε και ξάφνιαζε το δάσκαλο με τις απρόβλεπτες και «περίεργες» για την ηλικία του ερωτήσεις. Όσο μικρός ήταν, τόσο μεγάλες ανησυχίες είχε!
Ζώντας κυριολεκτικά μέσα στη φύση, από τότε που άρχισε να μπουσουλά, είχε αποκτήσει μια υπέρμετρη ευαισθησία για όλα τα πλάσματά της, κι όσο δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτά που παρατηρούσε γύρω του, ο λογισμός του έτρεχε ασταμάτητα, αναζητώντας επίμονα απαντήσεις. Ειδικά, τις καθαρές και ξαστερωμένες βραδιές, όταν ο ουρανός κατακλυζόταν από χιλιάδες αστέρια, διαφορετικού μεγέθους και λάμψης, στύλωνε το σπινθηροβόλο απορημένο βλέμμα του ψηλά και εκστασιασμένος από τα θαυμαστά που έβλεπε συνομιλούσε με τον πολυαγαπημένο του σκύλο, τον Λεβέντη, που ποτέ δεν τον αποχωριζόταν.
Ο Λεβέντης άκουγε με προσοχή όσα του έλεγε και κουνώντας την ουρά κάθε τόσο έδειχνε να συγκατανεύει και να συμφωνεί μαζί του, αλλά μέχρι εκεί. Δεν μπορούσε, να τον βοηθήσει στο να ξεδιαλύνει αυτά που βασάνιζαν το μυαλό του, γι αυτό και κάπου – κάπου άνοιγε διάλογο με τον εαυτό του. Μονολογούσε με τις ώρες για χίλια δυο πράγματα και ξεθύμαινε!
Δεν είχε σε ποιόν να απευθυνθεί για να ζητήσει απαντήσεις στα ερωτήματά του, δεν ήξερε που να αναζητήσει λύσεις για τα προβλήματα που τον απασχολούσαν και σε ποιόν να εμπιστευθεί τα εσώψυχά του. Έτσι μια ιδιόμορφη απογοήτευση σε συνδυασμό με μια επίσης ιδιάζουσα δυσφορία αγανάκτησης συνυπήρχαν μέσα του καθώς ένιωθε πολύ μικρός κι αδύναμος για να κουβαλά μέσα του όλα αυτά που ταλάνιζαν το μυαλό του. Η μόνη του απαντοχή και ελπίδα ήταν η σιγουριά που είχε, πως κάποτε μεγαλώνοντας και σπουδάζοντας θα βρει το δρόμο του και προπαντός τις απαντήσεις σε μια σειρά από ζητήματα. Να, λοιπόν, γιατί βιαζόταν να μεγαλώσει και επαναλάμβανε την ίδια πάντα ευχή στα πεφταστέρια.
Προς το παρόν, όμως, βασανιζόταν από τις πολλές απορίες που είχε και οι οποίες μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και περισσότερες. Δεν μπορούσε να καταλάβει, πως ο Θεός ενώ δημιούργησε αυτόν τον όμορφο κόσμο, αυτήν την ωραία πλάση από αγάπη, παράλληλα επέτρεψε να υπάρχει το μίσος και η κακία, η βία και η αδικία, ο πόνος και η θλίψη. Αναρωτιόταν, γιατί δεν επεμβαίνει ο Θεός όταν βλέπει τα πιο αδύναμα και ανυπεράσπιστα ζωάκια να κατασπαράσσονται από τα πιο δυνατά; Και μπορεί τα ζώα να μην έχουν μυαλό (λογική) και γλώσσα (ομιλία), όμως, συναισθήματα δεν μπορεί να μην έχουν, γιατί κι αυτά πονούν και υποφέρουν… Και καλά τα ζώα δεν έχουν λογική, αλλά κι ο άνθρωπος που την έχει, τα ίδια δεν κάνει; Όλοι στο χωριό, το Πάσχα, για να γιορτάσουν την Ανάσταση του Χριστού, σφάζουν τα αθώα και χαριτωμένα αρνάκια!
Πως το επιτρέπει αυτό ο Χριστός;
Αυτή η απορία γινόταν πιο επώδυνη, κάθε φορά που το βλέμμα του έπεφτε στο εικονοστάσι του σπιτιού, όπου η μάνα του, μεταξύ των άλλων, είχε τοποθετήσει και μια εικόνα με το Χριστό να κρατάει στους ώμους του ένα όμορφο μικρό αρνάκι.
Ηλίας Κ Μάρκου
iliaskmarkou@yahoo.gr
1 comment
Συγχαρητήρια κύριε Μάρκου για το ιδιαίτερο άρθρο σας που αποπνέει τόση ευαισθησία! Νομίζω πως το κίνητρο για να μπορούμε να πορευόμαστε σ΄αυτούς τους δύσκολους καιρούς είναι η ανθρωπιά, η ευαισυησία και η ειλικρίνια μεταξύ των ανθρώπων…Οι δυσκολίες της ζωής ίσως κάνουν τον άνθρωπο καλύτερο και είναι ικανές να τον οδηγούν σε τέτοιου είδους σκέψεις και προβληματισμούς…