Προβληματισμοί κι ανησυχίες για μια ουτοπία. Του Τσολάκη Πασχάλη
Οι ακτίνες του ήλιου πέρασαν
μέσα στο δωμάτιο κι άγγιξαν τα μάτια μου
ξημέρωσε -χαμογέλασα- σαν τριαντάφυλλο
που μόλις ανθίζει
εκείνη ακόμα κοιμάται
τόσο ήσυχα και ήρεμα-σαν ένα μικρό παιδί
που δεν αδίκησε και δεν αδικήθηκε ακόμα
βγήκα στο μπαλκόνι κι άκουσα
να με καλημερίζουν τα πουλιά
με μια καλημέρα που κοντεύει να την ξεχάσω
άπλωσα τις χούφτες μου στον ήλιο
και έπλυνα το πρόσωπο μου να φωτίσει
πιο πέρα ακούγεται το κελάρυσμα της πηγής
που δεν σταματάει ποτέ να ποτίζει τη γη
και τους κουρασμένους οδοιπόρους
τα χρώματα της φύσης παραδεισένια
το δάσος σκορπούσε απλόχερα το άρωμα του
εδώ όλη η φύση υπηρετεί τον άνθρωπο
αυτή η έκσταση της ψυχής ξαφνικά σταμάτησε
θυμήθηκα πως έπρεπε να φύγουμε σε λίγο
να αφήσουμε αυτό τον παράδεισο
όχι εξόριστοι σαν τον Αδάμ
αλλά τάχα με τη θέληση μας