“Στα 74.
Πενήντα χρόνια στο γιαπί
ο δόλιος Τιμολέων…
Τσιράκι από τα δώδεκα
σε μπάρμπα απ’ την Κοζάνη,
που αχάραγα τον έβαζε
σε σκαλωσιές κακότεχνες
σε γερανούς απρόσεκτους
και σε μαδέρια σάπια.
Τσάκισε το κορμάκι του
ο τενεκές στην πλάτη,
και τα δύο χέρια στράβωσαν
απ’ τη βαριά δουλειά.
Ο θείος, χρήμα με ουρά,
με κολλητούς λαμόγια,
λάδωνε ό,τι εμπόδιζε,
και είχε άκρες ισχυρές
σε ανώγια και κατώγια.
Τον Τίμο,
ανασφάλιστο ως το ’83,
του ‘φαγε όλα τα ένσημα,
τα νιάτα, την υγεία…
Με δεκατρείς τραυματισμούς
και τρία χειρουργεία,
κάποτε τον ασφάλισε
κι όλο του θύμιζε έντονα,
πώς ό,τι έχει, το χρωστά
σε “κείνον που ανέχτηκε
να έχει δικαιώματα
και η φτωχολογιά”…
Στα εξηνταδυό σαν έφτασε,
μάζεψε όλα τα ένσημα,
και από πάνω πλήρωσε
και του στρατού τα χρόνια.
Πάει να πάρει σύνταξη,
να γιάνει τις πληγές του,
και να ξεκουραστεί.
Του λένε:
– Ο νόμος άλλαξε . Θα πας στα 67″…
– Μα εγώ δουλεύω από παιδί! Πόσο θ’ αντέξω ακόμη
σκαρφαλωμένος στο γιαπί;
Με ίλιγγο, με πίεση και στο γοφό καρφί;
– Και τι μας νοιάζει κύριε;
Να πάτε να ρωτήσετε τον κύριο βουλευτή!
Ίσως , αν τον στηρίξετε…
κάτι για σας να βρει…
Ο Τιμολέων δεν ήξερε
τι πάει να πει ρουσφέτι,
κι ουδέποτε απέκτησε κάτι χωρίς δουλειά.
Μα τώρα, σέρνει το κορμί
το χιλιοκουρασμένο,
στην πόρτα που τον έστειλαν.
Του νέου βουλευτή…
Χτυπά και μπαίνει μέσα.
Και τότε τί να δει;
Σ’ ένα γραφείο τεράστιο,
ο θειός του ο εργολάβος,
απολαμβάνει τον καφέ
και τάχα μελετά.
– Εσύ με ξέρεις μπάρμπα. Δούλεψα σα σκυλί!
Πες να μου δώσουν σύνταξη!
Πενήντα χρόνια πια…
– Μα νέος είσαι ακόμη! Κοίτα! Κι εγώ, εδώ… δουλεύω!
Να, μόλις χτες ψηφίσαμε,
πως μάλλον είναι λίγα αυτά τα 67. Άσε που, δεν ταιριάζει σε μια δημοκρατία,
να μας θυμίζει τέτοια χρόνια ενώ ζούμε ανθηρά!
Έτσι αποφασίσαμε, να βάλουμε αλλά 7! Στα 74. Έχεις χρόνο ακόμη.
Είναι καλή ηλικία,
αν φτάσεις στα εβδομήντα,
ν’ αρχίσεις να ετοιμάζεσαι
για σύνταξη μετά….
Εξάλλου, δεν μας ψήφισες;
Άσε να αποφασίζουμε
εμείς για όλα αυτά…..
See