320
Ρωμαϊκή (Πολιτική) Δίκη του Ιησού.
Η απονομή της δικαιοσύνης αποτελούσε ακρογωνιαίο λίθο της ρωμαϊκής πολιτείας. Οργανωνόταν σε ένα σύνθετο σύστημα, που περιλάμβανε δικαστικές αρμοδιότητες των αρχόντων, των λαϊκών συνελεύσεων και άλλων δημόσιων οργάνων, καθώς και ποικίλα δικαστήρια. Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης δεν ήταν στατικό, αλλά γνώρισε πολλές αλλαγές στο βάθος των αιώνων, κατά τη διάρκεια των διαφορετικών πολιτευμάτων της Ρώμης.
Οι πραίτορες (praetores) ήταν οι αρμόδιοι Ρωμαίοι αξιωματούχοι για την απονομή της δικαιοσύνης. Το αξίωμά τους θεωρείται από τα ανώτερα της ρωμαϊκής πολιτείας, με αυξημένη εξουσία (potestas και imperium). Την περίοδο της Respublica εκλέγονταν από τη λαϊκή συνέλευση και την περίοδο της Ηγεμονίας διορίζονταν από τη Σύγκλητο. Αναπλήρωναν τους υπάτους σε περίπτωση απουσίας τους από τη Ρώμη, έχοντας εξουσία να συγκαλούν τη Σύγκλητο. Δεν έπρεπε να ασχολούνται με τα επουσιώδη, που οριζόταν στην αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου de minimis non curat praetor, κάτι που έχει μείνει μέχρι σήμερα, για να δείχνει, ότι ο νομοθέτης και ο δικαστής δεν πρέπει να ασχολούνται με επουσιώδη ζητήματα.
Ο πραίτορας με την ανάληψη των καθηκόντων του εξέδιδε το πραιτορικό έδικτο. Το ius edicendi, δηλαδή το «δικαίωμα», να εκδίδουν έδικτα για θέματα της αρμοδιότητάς τους, ανήκε κατ’ αρ-χήν στους ανώτερους άρχοντες της Ρώμης. Το έδικτο ήταν μία δημόσια έγγραφη οδηγία που εξέδιδαν οι άρχοντες, δεσμευτική για τους αποδέκτες της και γινόταν πηγή δικαίου. Το πραιτορικό έδικτο, ειδικότερα, ήταν το πολιτικό «πρόγραμμα» κάθε πραίτορα, τις δεσμεύσεις του για την απονομή της δικαιοσύνης στην ετήσια θητεία του. Περιλάμβανε κατάλογο των δικαιωμάτων, τα οποία ο πραίτορας δεσμευόταν να προστατεύσει. Το δικαίωμα των πραιτόρων υπήρξε καθοριστικό για την εξέλιξη του Ρωμαϊκού Δικαίου. Αν και ο πραίτορας δεν είχε απόλυτη νομοθετική εξουσία, είχε την ευχέρεια, με το πραιτορικό έδικτο, να καθορίζει το εύρος της δικαστικής προστασίας που θα απολάμβαναν οι πολίτες.
Αυτή η δυνατότητα που είχαν οι πραίτορες ήταν εξαιρετικά σημαντική, για τους Ρωμαίους, που διακρίνονταν για το πρακτικό τους πνεύμα. Ένα «δικαίωμα» αποκτούσε υπόσταση μόνον στο αν μπορούσε να τύχει έννομης προστασίας.
Το δίκαιο, που διαμορφώθηκε χάρη στις παρεμβάσεις των πραιτόρων στο έδικτο, ονομάστηκε ius honorarium ή praetorium. Με παρόμοιες παρεμβάσεις, μπήκαν στην απονομή της δικαιοσύνης θεμελιώδεις νομικές έννοιες, όπως της καλής πίστης (bona fides), του δόλου (dolus malus) και της ισότητας (aequitas).
Οι επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν διοικητικές περιφέρειες αντίστοιχες ή μεγαλύτερες σε έκταση από ένα σύγχρονο κράτος. Η διοίκηση των επαρχιών ανατίθετο σε πρόσωπα, που είχαν υπηρετήσει στα ανώτατα αξιώματα της Ρώμης, μετά το πέρας της θητείας τους: σε υπάτους και πραίτορες, που καλούνται ανθύπατοι (διοικώντας αντί-υπάτου). Οι ανθύπατοι διέθεταν ευρύτατες εξουσίες πολιτικής, στρατιωτικής, διοικητικής και δικαστικής φύσεως, αντίστοιχες αρχηγού κράτους. Η κατά τόπους έδρα του διοικητή ονομαζόταν πραιτόριο, για το οποίο κάνουν λόγο και τα Ευαγγέλια κατά την προσαγωγή του Ιησού ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου.
Οι ρωμαϊκές επαρχίες ήταν διαιρεμένες σε επιμέρους διοικητικές περιφέρειες, τα conventa, στις πόλεις-έδρες των οποίων γινόταν η απονομή της δικαιοσύνης από τον διοικητή, σε ορισμένες ημέρες του χρόνου, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο δικαστικό ημερολόγιο. Η απονομή της δικαιοσύνης συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα σημαντικότερα καθήκοντα του διοικητή, σε σημείο που κατέληξε να αναφέρεται ως iudex, δηλαδή δικαστής ή κριτής. Όταν ο αριθμός των υποθέσεων μίας επαρχίας ήταν μεγάλος, ο διοικητής διόριζε και τρίτους δικαστές, από Ρωμαίους πολίτες που κατοικούσαν στην επαρχία αλλά και γηγενείς, από καταλόγους που τηρούνταν στις πόλεις.
Το πρωί της Παρασκευής, λοιπόν, μετά την ομόφωνη απόφαση του ανώτατου δικαστικού Συμβούλιου, ο Καϊάφας και σύσσωμο το Μεγάλο Συνέδριο εμφανίζονται στο πραιτόριο. Θέτουν υπόψη των πολιτικών αρχών και ιδιαίτερα στον Ρωμαίο Επίτροπο Πόντιο Πιλάτο τις κατηγορίες των ιουδαϊκών θρησκευτικών αρχών εναντίον του Ιησού, δίνοντας έμφαση στις πολιτικές προεκτάσεις των κατηγοριών χωρίς να αναφερθούν καθόλου στη θρησκευτική δίκη που είχε προηγηθεί.
Η μεταμέλεια του Ιούδα, με την παρέμβασή του ότι παρέδωσε «αίμα αθώου» και την επιστροφή «των τριάκοντα αργυρίων» δεν έφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα για τον Ιησού. Η καταδικαστική απόφαση είχε πια ανακοινωθεί και ο Ιούδας καταλαβαίνοντας ότι είναι πολύ αργά να σταματήσει τα γεγονότα οδηγείται στην αυτοκτονία.
Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ένα ακόμη αμφιλεγόμενο πρόσωπο, εφάμιλλο του Ιούδα του Ισκαριώτη στην ιστορία του Χριστιανισμού.
Ήταν ο 5ος κατά σειρά επίτροπος που είδαν οι Ιουδαίοι να φτάνει στην χώρα τους, όταν θεσπίστηκε ο θεσμός αυτός το 6 μ.Χ., και διοικούσε από το 26 μ.Χ. μέχρι το 36 μ.Χ. όταν αυτοκράτορας στην Ρώμη ήταν ο Τιβέριος. Λέγεται ότι ανήκε στην τάξη των ιππέων, γιατί σ’ αυτή ανήκαν όσοι επιλέγονταν για να διοικήσουν την Ιουδαία και όχι αυτής των γερουσιαστών, και κατάγονταν από το σαμνιτικό γένος των Ποντίων, εξ ου και το πρώτο συνθετικό του ονόματός του. Αν και ανήκε στην τάξη των ιππέων διέθετε το δικαίωμα jus gladii να καταδικάζει δηλαδή κάποιον σε θάνατο και αυτό δείχνει πως η Ρώμη του αναγνώριζε πραγματική αυτονομία, αφού η Ιουδαία ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Συρίας. Όσον αφορά το δεύτερο συνθετικό Πιλάτος, μερικοί λέγουν πως είναι μια σύντμηση του Pilaetus δηλαδή του «κοκκινοσκούφη» που σήμαινε «απελεύθερος». Άλλοι λένε πως σήμαινε τον γιο του αξιωματικού που είχε τιμηθεί με τον τιμητικό πίλον (καπέλο). Και άλλοι λένε πως ήταν γιος του Μάρκου Ποντίου, στρατηγού στην Ι-σπανία, στον πόλεμο του Αγρίππα εναντίον των κατοίκων της Κανταβρίας και πως η γυναίκα του Κλαύδια Πρόκλα (Κλαύδια Πρόκουλα), ήταν κόρη της περίφημης Κλαυδίας της θυγατέρας του Αυγούστου.
Η μόνη αρχαιολογική απόδειξη που επιβεβαιώνει την ύπαρξη του Πιλάτου είναι η λατινική επιγραφή που βρέθηκε σε έναν ασβεστόλιθο και αφορούσε τα λόγια του Πιλάτου προς τον Τιβέριο. Το τεχνούργημα, γνωστό και ως Πέτρα του Πιλάτου, ανακαλύφθηκε το 1961 από τη αρχαιολογική ομάδα με επικεφαλής τον Αντόνιο Φρόβα. Βρέθηκε στο εσωτερικό μιας σκάλας, σε μια ημικυκλική δομή, πίσω από το κτίριο ενός ρωμαϊκού θεάτρου στην Καισάρεια. Το κτίριο, πιθανότατα ναός που κατασκευάστηκε ενδεχομένως προς τιμήν του αυτοκράτορα Τιβέριου, χρονολογείται από το 26-36 μ.Χ. Η αφιέρωση δηλώνει ότι ο Πιλάτος ήταν έπαρχος της Ιουδαίας.
Διορίστηκε επίτροπος της Ιουδαίας έπειτα από μεσολάβηση του Λουκίου Αίλιου Σηιανού, ανώτατου αξιωματούχου ευνοούμε-νου του Τιβέριου και ο οποίος εχθρεύονταν τους Ιουδαίους. Και ενώ ο Πιλάτος αναφέρεται από τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο («Ιουδαϊκός Πόλεμος») και από τον Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο ως επίτροπος (procurator), σε μια επιγραφή που βρέθηκε το 1961 στην Καισάρεια αναφέρεται ως έπαρχος (praefectus).
Επειδή βρισκόταν υπό την προστασία του Σηιανού, ο Πιλάτος ακολούθησε πολιτική η οποία προκάλεσε την εχθρότητα των Ιουδαίων γιατί πρόσβαλλε επανειλημμένα το θρησκευτικό τους αίσθημα. Μεταξύ άλλων, έδωσε εντολή να αναρτηθούν λατρευτικές εικόνες του αυτοκράτορα στην Ιερουσαλήμ και έκοψε νομίσματα τα οποία έφεραν παραστάσεις με ειδωλολατρικά θρησκευτικά σύμβολα.
Κατά τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας:
«Συμφωνεί δε μ’ αυτόν και ο Ιώσηπος, δείχνοντας ομοίως πως οι συμφορές όλου του έθνους άρχισαν από τους χρόνους του Πιλάτου και των εγκλημάτων κατά του Σωτήρος. Άκου λοιπόν τι αναφέρει επί λέξει στο δεύτερο βιβλίο του Ιουδαϊκού πολέμου. “Ο δε Πιλάτος αποσταλείς ως επίτροπος στην Ιουδαία από τον Τιβέριο, μεταφέρει νύχτα καλυμμένες τις εικόνες του Καίσαρα στην Ιερουσαλήμ –πρόκειται για τα αποκαλούμενα εμβλήματα–. Αυτό την ημέρα προκάλεσε μεγάλη ταραχή στους Ιουδαίους, οι οποίοι αμέσως με τη θέα τους έμειναν κατάπληκτοι από την καταπάτηση των νόμων τους, οι οποίοι δεν επιτρέπουν να εισάγεται στην πόλη καμιά εικόνα.”» (Εκκλησιαστική Ιστορία Β 6: 3-4).
Η είδηση για τη σύλληψη του Ιησού διαδόθηκε αστραπιαία από στόμα σε στόμα το ίδιο βράδυ σ’ όλη την πόλη. Πρωί-πρωί βγήκαν όλοι στους δρόμους για να μάθουν όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσαν για την τύχη του παράξενου Ναζωραίου Ραββί, που τόσο τους είχε εντυπωσιάσει. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Στο πραιτόριο θα άρχιζε μια νέα ανακριτική και δικαστική φάση για τον Ιησού και ο λαός συγκεντρωνόταν για να παρακολουθήσει τα συμβαίνοντα.
Τι ώρα οδηγήθηκε ο Ιησούς στις πολιτικές αρχές δεν είναι σαφές. Ο ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει ότι έγινε αμέσως μετά την πρωινή συνεδρίαση του Μεγάλου Συνεδρίου, ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης ότι ήταν πρωί και διηγείται τα περαιτέρω.
«Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωΐ· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ᾿ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα. ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πιλᾶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε· τίνα κατηγο-ρίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός, οὐκ ἄν σοι πα-ρεδώκαμεν αὐτόν. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑ-μεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν. εἶπον οὖν αὐ-τῷ οἱ Ἰουδαῖοι· ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα· ἵνα ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ πληρωθῇ ὃν εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.» (Κατά Ιωάννην 18,28-32).
[Πάνε τον Ιησού από του Καϊάφα στο πραιτόριο. Ήταν πρωί και αυτοί δεν μπήκαν στο πραιτόριο για να μη μολυθούν γιατί είχαν να φάνε για το Πάσχα. Βγήκε, λοιπόν ο Πιλάτος, και τους ρώτησε· «Με ποία κατηγορία μου φέρνετε αυτόν τον άνθρωπο;». Αυτοί απάντησαν «Εάν αυτός δεν ήταν κακοποιός, δεν θα σου τον είχαμε παραδώσει». Τους λέει τότε ο Πιλάτος· «Πάρτε τον εσεις και σύμφωνα με τον νόμον σας δικάστε τον». Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι· «Εμείς τον κρίναμε άξιο θανάτου, αλλά δεν έχουμε το δικαίωμα να θανατώσωμεν κανένα». Έτσι επαληθεύτηκε ο λόγος του που ο Ιησού είχεν πει εκ των προτέρων με ποίον είδος θανάτου έμελλε να πεθάνει]
Η τόσο πρωινή προσαγωγή δημιούργησε στον Πιλάτο την εντύπωση ότι θα επρόκειτο για κάποιον επικίνδυνο εγκληματία. Ο Ιησούς κατηγορούνταν ως στασιαστής, για αντιστασιακή δράση κατά των αρχών και για προβολή του εαυτού του ως μεσσιανικού βασιλιά.
«ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φό-ρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι.» (Κατά Λουκάν 23,2).
[Άρχισαν δε να τον κατηγορούν και να λένε· «Αυτόν τον βρήκαμε να προτρέπει τον κόσμο σε επανάσταση και να εμποδίζει την πληρωμήν των φόρων στον Καίσαρα και να λέει ότι αυτός είναι ο Χριστός, ο βασιλιάς»]
Ήθελαν μ’ αυτή την πολιτικοποίηση της υπόθεσης να προ-καλέσουν την οργή του Πιλάτου και να προκαλέσουν την άμεση καταδίκη σε θάνατο του Ιησού.
Στον Πιλάτο είχαν φτάσει πολλοί με την κατηγορία του στασιαστή και είχαν καταδικαστεί σε διάφορες ποινές για αντίσταση κατά της ρωμαϊκής εξουσίας. Πολλοί απ’ αυτούς προβάλλονταν ως μεσσιανικοί βασιλείς για να δημιουργήσουν μια θρησκευτική κάλυψη στη δικαστική τους υπόθεση. Γι’ αυτό ο Πιλάτος απευθύνθηκε στον Χριστό.
«Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησε τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀφ᾿ ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι σοι εἶπον περὶ ἐμοῦ; ἀπεκρίθη ὁ Πι-λᾶτος· μήτι ἐγὼ Ἰουδαῖός εἰμι; τὸ ἔθνος τὸ σὸν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας; ἀπεκρίθη Ἰη-σοῦς· ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· σὺ λέ-γεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀλη-θείᾳ. πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς. λέγει αὐ-τῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν ἀλήθεια; καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς· ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ·» (Κατά Ιωάννην 18,33-38).
[Μπήκε ο Πιλάτος στο πραιτώριο και πήρε ιδιαιτέρως τον Ιησού και τον ρώτησε· «Συ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Του λέει ο Ιησούς· «Από δική σου διαπίστωση το λές ή άλλοι σου μίλησαν για μενα, κατηγορώντας με;» Απάντησε ο Πιλάτος «Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; Το έθνος σου και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν εις μένα. Τι έκανες;» Του λέει ο Ιησούς· «Η βασιλεία μου δεν είναι από τον κόσμον αυτόν. Εάν ήταν από αυτόν τον κόσμον η βασιλεία μου, οι στρατιώτες μου θα αγωνίζονταν να μη παραδοθώ στους Ιουδαίους. Αλλά η δική μου βασιλική εξου-σία δεν προέρχεται από τούτον εδώ τον κόσμον». Του λέει τότε ο Πιλάτος «Λοιπόν είσαι βασιλιάς;» Απάντησε ο Ιησούς· «Όπως και συ το λες, είμαι βασιλιάς. Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυ-τό έχω έρθει στον κόσμο να κηρύξω την αλήθεια. Και κάθε ένας που έχει εσωτερική ανάγκη να ακούσει από μένα την αλήθεια, τη δέχεται για τη σωτηρία του». Του λέει τότε ο Πιλάτος «Τι είναι αλήθεια;» Και αφού είπε αυτό, εβγήκε πάλι από το πραιτόριον και λέει στους Εβραίους «Εγώ δεν ευρίσκω καμμίαν ενόχην εις αυτόν»]
Απ’ αυτή την ανάκριση, ο Πιλάτος μάλλον θα έκανε την σκέψη ότι επρόκειτο για κάποιο παραδοξολόγο και θρησκομανή λαϊκό δημαγωγό.
Υπήρχε και η αναφορά του χιλίαρχου που έλεγε ότι ο Ιησούς δεν προέβαλε καμιά αντίσταση κατά τη σύλληψή του. Αυτό ήταν ακόμη ένα επιβεβαιωτικό στοιχείο, για τον Πιλάτο, για το τι είδος «βασιλιάς» ήταν ο κατηγορούμενος. Καταλυτική ήταν και φράση του Χριστού ότι είχε έρθει σ’ αυτό τον κόσμο για να κηρύξει την αλήθεια. Έτσι ο Πιλάτος απέρριψε το κατηγορητήριο και δήλωσε ότι δεν βρήκε ενοχή στον Ιησού.
Οι Ιουδαίοι, όμως, επέμεναν στην αρχική τους πρόταση. Πρόσθεσαν, μάλιστα, ότι ο Ιησούς είχε δημιουργήσει πολλά κοινωνικά προβλήματα στη Γαλιλαία και τώρα ήρθε να επεκτείνει την κοινωνική αναταραχή σε όλη την Ιουδαία.
«οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι ἀνασείει τὸν λαὸν δι-δάσκων καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε.» (Κατά Λουκάν 23,5).
[Αλλά αυτοί με περισσότερο πείσμα επέμεναν, λέγοντας ότι ξεσηκώνει τον λαό με τα επαναστατικά του κηρύγματα και αρχίζοντας από την Γαλιλαίαν τα έφερε έως εδώ.]
Ο Πιλάτος, όταν άκουσε ότι ο Ιησούς ήταν Γαλιλαίος, άρπαξε την ευκαιρία να παραπέμψει την υπόθεση στον Ηρώδη Αντύπα, που ήταν τετράρχης της Γαλιλαίας και υπεύθυνος για τις βόρειες περιοχές, και να απαλλαγεί από την πίεση των Ιουδαίων για την έκδοση απόφασης.
Ο Ηρώδης Αντύπας (Ἡρῴδης Ἀντίπατρος) ήταν τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας (4 π.Χ.-39 μ.Χ). Ήταν γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαλθακής, αδελφός του Ηρώδη Αρχέλαου και ετεροθαλής αδελφός του Ηρώδη Φίλιππου Α΄.
Σύμφωνα με τον διακανονισμό που έγινε στη Ρώμη από τον Οκταβιανό Αύγουστο (4 π.Χ.) μεταξύ των επίδοξων κληρονόμων του Ηρώδη (Αρχέλαου, Αντύπα και Φιλίππου Β΄), ο Ηρώδης Αντύ-πας έγινε τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας. Ο Ηρώδης Α-ντύπας ήταν ένας ιδιόμορφος ηγεμόνας. Ως χαρακτήρας ήταν πο-νηρός και φιλόδοξος, δεν ήταν όμως βίαιος και αιμοσταγής.
Μόνιμη επιδίωξη του Ηρώδη Αντύπα ήταν να αποκτήσει τον βασιλικό τίτλο, γι’ αυτό παρά τον έκδηλο φιλελληνισμό του σε-βόταν τις ιουδαϊκές παραδόσεις, απέφευγε να κόψει νομίσματα με την εικόνα του και ακολουθούσε πιστά τις μεγάλες γιορτές των Ιουδαίων.
Η οικογενειακή ζωή του Ηρώδη Αντύπα ήταν ομαλή μέχρι την εποχή που γνώρισε την Ηρωδιάδα (27 ή 28 μ.Χ.). Η Ηρωδιάς ήταν κόρη του δολοφονημένου γιου του Ηρώδη Αριστόβουλου και της Βερενίκης, κόρης της αδελφής του Ηρώδη, Σαλώμης. Οι γονείς της ήταν δηλαδή πρώτα ξαδέλφια και η ίδια ήταν ετεροθαλής ανιψιά του Αντύπα.
Την εποχή που γνώρισε τον Αντύπα ήταν παντρεμένη με ετεροθαλή αδελφό του, δηλαδή ετεροθαλή θείο της, τον Ηρώδη Φίλιππο Α΄ ή Ηρώδη Β΄, γιο της Μαριάμ της κόρης του αρχιερέως, ο οποίος ήταν ιδιώτης. Η Ηρωδιάδα χώρισε από τον σύζυγό της και ο Ηρώδης Αντύπας από τη δική του σύζυγο Φασηιλίδα, κόρη του Αρέτα Δ΄ βασιλέα των Ναβαταίων, προκειμένου να παντρευτούν. Το γεγονός προκάλεσε μεγάλη κρίση μεταξύ του Ηρώδη Αντύπα και του Αρέτα.
Ο γάμος του Ηρώδη Αντύπα με την Ηρωδιάδα προκάλεσε την αντίδραση του πλήθους. Πιο έντονη αντίδραση εκδηλώθηκε από τον Ιωάννη Βαπτιστή.
Ο Ηρώδης ξεχώριζε τον Ιωάννη από τον Ιησού γιατί ο Ιωάννης δεν έκανε θαύματα.
«Ἤκουσε δὲ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὰ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτοῦ πάντα, καὶ διηπόρει διὰ τὸ λέγεσθαι ὑπό τινων ὅτι Ἰωάννης ἐγήγερται ἐκ τῶν νεκρῶν, ὑπό τινων δὲ ὅτι Ἠλί-ας ἐφάνη, ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη. καὶ εἶπεν ὁ Ἡρῴδης· Ἰωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα· τίς δέ ἐ-στιν οὗτος περὶ οὗ ἐγὼ ἀκούω τοιαῦτα; καὶ ἐζήτει ἰδεῖν αὐ-τόν.» (Κατά Λουκάν 9,7-9).
[Έμαθε τότε ο Ηρώδης ο τετράρχης, τα συμβαίνοντα (θαύματα από τον Ιησού) και απορούσε, επειδή κάποιοι έλεγαν, ότι ο Ιωάννης αναστήθηκε και κάνει αυτά τα θαύματα. Κάποιοι άλλοι έλεγαν, ότι ο Ηλίας φάνηκε πάλι στη γη, και άλλοι, ότι κά-ποιος μεγάλος προφήτης, από τους παλαιούς, αναστήθηκε. Και είπε ο Ηρώδης· «Τον Ιωάννην εγώ τον αποκεφάλισα και επομένως δεν ζη πια. Αλλά ποιός είναι αυτός, που ακούω ότι κάνει όλα αυτά τα παράδοξα;» Και ζητούσε να δει τον Ιησού.]
Η κρίση μεταξύ του Ηρώδη Αντύπα και του πρώην πεθερού του Αρέτα εξελίχθηκε τελικά σε πόλεμο, ο οποίος ξεκίνησε με την εισβολή των Ναβαταίων στην επικράτεια του Αντύπα. Ο έπαρχος της Συρίας Ουιτέλιος με εντολή του Τιβέριου ανέλαβε επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον των Ναβαταίων, οι οποίες τερματίστηκαν όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας πέθανε (37 μ.Χ.).
Η ήττα του Ηρώδη Αντύπα από τον Αρέτα θεωρήθηκε από το πλήθος ως δικαία τιμωρία του για την εκτέλεση του Βαπτιστή.
Ο Ηρώδης, εκείνες τις μέρες, βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ για τις γιορτές του Πάσχα. Ο Πιλάτος σκέφτηκε ότι ο Ηρώδης ευχαρίστως θα δεχόταν την επέκταση της εξουσίας του στην υπόθεση του Ιησού για δυο λόγους: πρώτον, γιατί ο Ιησούς ήταν Γαλιλαίος και δεύτερο, γιατί ήξερε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του σχετικά με τα θαύματα του Χριστού.
Ο Πόντιος Πιλάτος και ο Ηρώδης Αντύπας είχαν έρθει σε σύγκρουση όταν ο πρώτος είχε τοποθετήσει κάποιες αναθηματικές ασπίδες στο Ναό.
«Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι, καὶ ἐπιγνοὺς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις. ὁ δὲ Ἡ-ρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέ-λων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλ-πιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον. ἐπηρώτα δὲ αὐ-τὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ. εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτό-νως κα-τηγοροῦντες αὐτοῦ. ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περι-βαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πι-λάτῳ.» (Κατά Λουκάν 13,6-11).
[Ο δε Πιλάτος, όταν ήκουσε την λέξιν Γαλιλαία, ρώτησε, εάν ο άνθρωπος αυτός είναι από την Γαλιλαία. Και όταν εξακρίβωσε ότι ο Ιησούς είναι από την περιοχήν της δικαιοδοσίας του Ηρώδη, τον έστειλε στον Ηρώδη, που τις μέρες αυτές βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα. Ο δε Ηρώδης, όταν είδε τον Ιησού χάρηκε πολύ, γιατί από πολύν καιρόν ήθελε να τον δει, επειδή πολλά άκουγε γι’ αυτόν και έλπιζε να δει να γίνεται από τον Ιησούν κάποιο θαύμα. Τον ρώτησε ο Ηρώδης για πολλά. Ο Ιησούς όμως δεν του απάντησε. Εκεί δε κοντά στέκονταν οι γραμματείς και οι αρχιερείς και τον κατηγορούσαν με ζωηρό τόνο. Ο Ηρώδης όμως, μαζί με τους στρατιώτες του, αφού τον ξευτέλισε και τον ενέπαιξε, του φόρεσε μία λαμπρή στολή και τον ξανάστειλε στον Πιλάτο]
Ο Αντύπας είχε ακούσει για τον Ιησού. Το γεγονός ότι το κήρυγμα του Ιησού δεν στρεφόταν εναντίον του τον έκανε λιγότερο επικίνδυνο, πολιτικά, για αυτόν. Αυτός ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο λόγος για τον οποίο δεν έκανε καμιά ενέργεια εναντίον του.
Η γνώμη του Ιησού για τον Αντύπα δεν είναι καθόλου καλή. Τον είχε αποκαλέσει «αλεπού», αλλά συνέχιζε να κηρύττει. Κάποιοι Φαρισαίοι ήρθαν τότε να τον προειδοποιήσουν ότι ο τετράρχης απειλεί τη ζωή του, ελπίζοντας να τον κάνουν να φύγει από τη Γαλιλαία.
«Ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθόν τινες Φαρισαῖοι λέγοντες αὐτῷ· Ἔξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν, ὅτι Ἡρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ· ἰδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια καὶ ἰάσεις ἐπιτελῶ σήμερον καὶ αὔριον, καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι· πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι, ὅτι οὐκ ἐνδέχεται προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω Ἱερουσαλήμ.» (Κατά Λουκάν 13,31-33).
[Εκείνη τη μέρα τον πλησίασαν μερικοί Φαρισαίοι και για να τον προτρέψουν να φύγει από την Γαλιλαίαν, του είπαν· «Φύγε απ’ αυτή τη χώρα, γιατί ο Ηρώδης θέλει να σε σκοτώσει». Τους είπε τότε ο Ιησούς· «Πηγαίνετε και πείτε στον πονηρό και δόλιο άνθρωπο, ότι έχω προγραμματίσει να μείνω λίγο καιρό εδώ. Σήμερα και αύριο και λίγες ακόμη μέρες, θα διώχνω δαιμόνια και θα θεραπεύω και μετά θα τελειώσω. Σήμερα και αύριο θα μείνω εδώ και την επομένη θα αποχωρήσω. Δεν θα με σκοτώσει ο Ηρώδης, γιατί είναι απίθανο προφήτης να θανατωθεί έξω από την Ιερουσαλήμ.]
Ο Ιησούς στη συνάντησή τους αντιμετώπισε τον Ηρώδη με ψυχραιμία. Δεν έδωσε καμμιά απάντηση στις ερωτήσεις του και δεν ικανοποίησε την περιέργειά του για κάποιο θαύμα. Ο Ηρώδης επικαλέστηκε τη δύναμή του και επισήμανε στον Ιησού την εξουσία που είχε πάνω του και στη συνέχεια προσπάθησε να τον «λυγίσει» με εμπαιγμούς και πολλές άλλες ταπεινώσεις. Όλες αυτές οι «προσπάθειες» του Ηρώδη δεν έφεραν το αποτέλεσμα που επιδίωκε. Έτσι, αποφάσισε να ξαναστείλει τον Ιησού στον Πιλάτο για να δικαστεί από αρμόδιο επίτροπο της περιοχής που έγινε η σύλληψή του.
Όταν ο Πιλάτος είδε να επιστρέφει πάλι σ’ αυτόν ο Ιησούς, απευθύνθηκε επίσημα στους «αρχιερείς και άρχοντες και λαόν» των Ιουδαίων για να τους ανακοινώσει τα αποτελέσματα των δικών του ερευνών και της ανάκρισής του αλλά και της προσωπικής του γνώμης για την υπόθεση του Ιησού. Για να ενισχύσει δε την άποψή του αναφέρθηκε και στην εκτίμηση του Ηρώδη, που ήταν ταυτόσημη με την δική του.
«Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαὸν εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ᾿ αὐτοῦ. ἀλλ᾿ οὐδὲ Ἡρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ. παι-δεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.» (Κατά Λουκάν 23,13-16).
[Ο Πιλάτος δε, αφού κάλεσε μαζί τους αρχιερείς και τους άρχοντες και το λαό, και τους είπε «Μου φέρατε τον άνθρωπο αυτόν να τον δικάσω, διότι τάχα εξεγείρει τον λαόν εναντίον του Καίσαρος και των νόμων του κράτους. Εγώ τον ανάκρινα μπροστά σας και δεν βρήκα στον άνθρωπο αυτόν καμμιά παράβαση και ενοχή για όσα τον κατηγορείτε. Αλλά ούτε και ο Ηρώδης τον βρήκε ένοχο· σας έστειλα και σας μαζί με τον άνθρωπο αυτό στον Ηρώδη και τίποτε το άξιο θανάτου δεν βρέθηκε να έχει διαπραχθεί από αυτόν. Λοιπόν, αφού τον βασανίσω, θα τον απολύσω»]
Στο κατά Ματθαίον διαβάζουμε για τα συμβάντα εκείνης της μέρας:
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· σὺ λέγεις. καὶ ἐν τῷ κα-τηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυ-τέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο. τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐ-τῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν. Κατὰ δὲ ἑορτὴν εἰώθει ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον, ὃν ἤθελον. εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον λεγό-μενον Βαραββᾶν. συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πι-λᾶτος· τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν; Βαραββᾶν ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέ-δωκαν αὐτόν. Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος ἀπέ-στειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· μηδέν σοι καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν. Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπο-λέ-σωσιν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς· τίνα θέλε-τε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν. λέ-γει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν ποιήσω Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες· σταυρωθήτω. ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη· τί γάρ κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες· σταυρωθήτω. ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰη-σοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ.» (Κατά Ματθαίον 27,11-26).
[Ο Ιησούς στεκόταν όρθιος μπροστά στον ηγεμόνα που τον ρώτησε· «Συ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Ο δε Ιησούς του απήντησε· «Συ λέγεις ότι είμαι ο βασιλιάς». Και σε ό,τι τον κατηγορούσαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, αυτός δεν έδω-σε καμίαν απάντηση. Τότε του λέει ο Πιλάτος· «Δεν ακούς πόσα καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;» Δεν είπε oύτε μια λέξη και ο ηγεμόνας θαύμασε το μεγαλείο του. Κατά τις γιορτές του Πάσχα υπήρχε το έθιμο ο ηγεμόνας να απολύει ένα κατάδικο, όποιον ήθελε ο κόσμος. Είχαν τότε ένα διαβόητο κατάδικο που ονομζό-ταν Βαραββάς. Ενώ εκείνοι ήσαν συγκεντρωμένοι μπροστά στο πραιτόριο, τους ρώτησε ο Πιλάτος· «Ποίον θέλετε να απολύσω; Τον Βαραββά ή τον Ιησού, τον λεγόμενο Χριστό;» γνώριζε καλά, ότι από φθόνο τον παρέδωσαν. Κι ενώ ο Πιλάτος καθόταν στη δικαστική έδρα, του έστειλε μήνυμα η γυναίκα του και του είπε· «Μην αναμιχθείς στην υπόθεση αυτού του δικαίου, γιατί πολλά έπαθα σήμερα γι’ αυτόν στο όνειρό μου». Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τον κόσμο να ζητήσουν τον Βαραββάν και να θανατώσουν τον Ιησού. Ο ηγεμόνας τους ρώτησε· «Ποιόν θέλετε από τους δυό να απολύσω;» Εκείνοι φώναξαν· «Τον Βα-ραββάν».Τους λέει ο Πιλάτος· «Τι να κάμω τον Ιησού, τον λεγόμενο Χριστό;» Φωνάζουν όλοι, «Σταύρωσέ τον». Ο ηγεμόνας είπε· «Τι κακό έκανε;» Αυτοί φώναζαν πιο δυνατά· «Να σταυρωθεί». Όταν είδε ο Πιλάτος ότι δεν γίνεται τίποτα, αλλά περισσότερος θόρυβος, πήρε νερό έπλυνε τα χέρια του μπροστά στον όχλον λέγοντας· «Είμαι αθώος από το αίμα του δίκαιου αυτού· δικό σας το κρίμα». Και φώναξε όλος ο λαός· «Το αίμα του πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας». Τοτε ελευθέρωσε τον Βαραββά, τον δε Ιησού, αφού τον εμαστίγωσαν, τον παρέδωσε να σταυρωθεί.]
Η δεύτερη προσπάθειά του ήταν να εκμεταλλευθεί ένα έθιμο των Ιουδαίων. Υπήρχε το έθιμο, κατά τις γιορτές του Πάσχα, ο πολιτικός διοικητής να δίνει χάρη σ’ ένα κρατούμενο. Ο λαός είχε δικαίωμα να διαλέξει ή να προτείνει όποιον κρατούμενο ήθελε. Ο Πιλάτος πρότεινε να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο ονόματα, τον Ιη-σού Χριστό και τον Βαραββά. Ο Βαραββάς είχε διαπράξει διάφορα αδικήματα και κατηγορούταν ως ο πιθανός δράστης ενός φόνου που ήταν πολύ γνωστό σε όλους. Ο Πιλάτος, με την πρόταση αυτή, έλπιζε ότι ο λαός θα διάλεγε τον Ιησού, και έτσι να φύγει από πάνω του η υπόθεση αυτή.
Ο Βαραββάς αναφέρεται στις περιγραφές των Παθών του Χριστού ως ο κρατούμενος που ελευθερώθηκε από τον Πόντιο Πιλάτο.
Το όνομα Βαραββάς προέρχεται από την αραμαϊκή φράση «Bar-abbâ» που σημαίνει «γιος του πατέρα του», δηλαδή μία ταυτο-λογία που δεν υποδηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε.
Ο Ματθαίος αναφέρεται στον Βαραββά μόνο ως διαβόητο φυλακισμένο. Ο Μάρκος και ο Λουκάς αναφέρουν ότι ο Βαραββάς είχε συμμετάσχει και σε μία εξέγερση. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει ότι ο Βαραββάς ήταν ληστής.
Κατά τον Robert Eisenman
«αυτή είναι η λέξη που ο (ιστορικός) Ιώσηπος χρησιμοποιεί πάντα για να αναφερθεί στους επαναστάτες κατά της ρωμαϊκής κατοχής».
Σύμφωνα με τον ιστορικό Max Dimont η ιστορία του Βαραββά όπως εμφανίζεται στα Ευαγγέλια δεν είναι λογική από τη ρωμαϊκή πλευρά, καθώς παρουσιάζει τον εκπρόσωπο της ρωμαϊκής εξουσίας, τον Πόντιο Πιλάτο, που διέθετε μία ισχυρή στρατιωτική δύναμη, να δειλιάζει μπροστά σε ένα μικρό πλήθος άοπλων υπηκόων και να απελευθερώνει ένα καταδικασμένο για εξέγερση εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οποιοσδήποτε Ρωμαίος κυβερνήτης είχε τολμήσει κάτι τέτοιο θα είχε γρήγορα αντιμετωπίσει ο ίδιος την εκτέλεση.
Ο Benjamin Urrutia, ένας από τους συγγραφείς του έργου «Τα λόγια του Γιέσουα» (The Logia of Yeshua: The Sayings of Jesus, 1996), συμφωνεί με μία ήδη γνωστή θεωρία στις βιβλικές σπουδές, κατά την οποία ο «Yeshua Bar Abba» ή «Ιησούς Βαραββάς» δεν είναι άλλος από τον «Ιησού τον Ναζωραίο», και ότι η επιλογή μεταξύ δύο κρατουμένων είναι μύθος. Ωστόσο ο Urrutia αντιτίθεται στην άποψη ότι ο Ιησούς Χριστός μπορούσε να είχε ηγηθεί μιας βίαιης εξεγέρσης κατά των Ρωμαίων ή να είχε σχεδιάσει κάτι τέτοιο, αφού είχε επανειλημμένα αποκηρύξει τη χρήση βίας.
Η ιστορία του Βαραββά έχει ειδικότερη σημασία επειδή χρησιμοποιήθηκε κατά τους χριστιανικούς αιώνες για να κατηγορηθούν οι Εβραίοι για τη σταύρωση του Ιησού Χριστού και να δικαιολογηθεί έτσι ο αντισημιτισμός.
Η δημόσια αναγνώριση της αθωότητάς του, που έκανε πριν από λίγο, ήταν μια ακόμη δυσκολία για τον Επίτροπο να προχωρήσει σε καταδικαστική απόφαση. Γι’ αυτό συνέχισε τις προσπάθειές του να προκαλέσει αυτή τη φορά τη συμπάθεια του όχλου. Έδωσε, λοιπόν, εντολή να τον μαστιγώσουν, να του βάλουν στο κεφάλι ακάνθινο στεφάνι και, γενικά, να τον διαπομπεύσουν μπροστά στα μάτια όλων, σαν ένα τραγικό βασιλιά των Ιουδαίων. Δεν μπόρεσε, όμως, να πετύχει το αποτέλεσμα που ήθελε.
Η σταύρωση ήταν ποινή κυρίως για δούλους και επαναστάτες.
Ο Καϊάφας μεθόδευσε τα πράγματα και εκμεταλλεύτηκε τους φόβους και την αδυναμία του Πιλάτου. Τον εκβίασε βάζοντάς τον μπροστά στο δίλημμα Ιησούς ή Καίσαρας. Ο Πιλάτος πάντα φοβόταν αυτή την αντιπαράθεση, ιδιαίτερα τώρα που επιθυμούσε την εύνοια του αυτοκράτορα. Ο Καϊάφας ήταν πονηρός και επικίνδυνος άνθρωπος και θα μπορούσε να του δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα. Οι ευαγγελιστές σχολιάζουν την περίεργη στάση του Επίτροπου: από τη μια χαρακτηρίζει αθώο τον Ιησού και δεν θέλει ανάμειξη σε μια καταδικαστική απόφαση, από την άλλη τον παραδίδει να σταυρωθεί. Πολλοί ερμηνευτές προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις.
Και άλλοι ιστορικοί, όπως ο Φίλωνας και Ιώσηπος, δεν αναφέρονται με κολακευτικά λόγια στον Πιλάτο. Φαίνεται να είχε πέσει στη δυσμένεια της αυτοκρατορικής αυλής, λόγω διαφόρων οικονομικών και διοικητικών ατασθαλιών ή ακόμη να περίμενε κάποια οικονομικά ανταλλάγματα από τους οικείους και τους φίλους του Ιησού.
Ας εξετάσουμε τυχόν παρατυπίες στη ρωμαϊκή (πολιτική) δίκη:
Στο ρωμαϊκό δίκαιο, η δικαστική εξουσία ήταν αυστηρά συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή. Επειδή οι εβραίοι δεν έμπαιναν σε χώρο ειδωλολάτρη, έστω κι’ αν αυτός ήταν ο ηγεμόνας, ο ρωμαίος ηγεμόνας παρεκκλίνοντας, από το αυστηρό δικονομικό τυπικό, που προέβλεπε τη διεξαγωγή της δίκης μέσα στο πραιτόριο, διέταξε και τοποθέτησαν τη δικαστική του έδρα (sella cu-rulis), στο λιθόστρωτο, μπροστά από το πραιτόριο για να δικάσει εκεί τον παράνομα δεμένο και κρατούμενο Ιησού.
Το ό,τι ο κατηγορούμενος ήταν δεμένος, κατά τη διάρκεια της δίκης, πριν την καταδίκη του, είναι η πρώτη δικονομική παράβαση.
Στην αρχή της δίκης ο Πιλάτος ρώτησε ποια ήταν η κατηγορία;
Η κατηγορία, για βλασφημία θα ήταν αδιάφορη για τον Πιλάτο και δεν θα επέφερε θανατική καταδίκη. Γι’ αυτό, ο αρχιερέας Καϊάφας, διετύπωσε, εις επήκοο των περιέργων και των παρατρεχάμενων, μία νέα, ψευδή, κατηγορία ότι ο Ιησούς βρέθηκε να υποκινεί το έθνος να μην πληρώνει φόρους στον Καίσαρα και να επαναστατήσει εναντίον του Καίσαρα. Μ’ αυτή την κατηγορία ο Χριστός εμφανιζόταν, όχι βλάσφημος, όπως τον καταδίκασε το Μεγάλο Συνέδριο, αλλά πολιτικός εγκληματίας και επαναστάτης κατά της Ρώμης και του αυτοκράτορα. Έτσι καθιερωνόταν η δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Πιλάτου.
Κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, για να είναι έγκυρη η εισαγωγή σε δίκη, έπρεπε να γίνει γραπτή αίτηση. Η αίτηση έπρεπε να περιλαμβάνει, το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορουμένου, και σαφές κατηγορητήριο. Απαιτείτο επίσης πρωτόκολλο κατηγορίας, δηλ. προσδιορισμός της μέρας της δίκης, και τέλος, να κληθούν και να ακουστούν στη δίκη, οι μάρτυρες.
Στην περίπτωση που η δίκη γινόταν για επικύρωση θανατικής καταδίκης από το Μεγάλο Συνέδριο, η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης του Αρχιερέα, μαζί με την απόφαση του εβραϊκού δικαστηρίου. Δεν θα μπορούσε, όμως, να υπάρξει τέτοια αίτηση αφού για άλλο αδίκημα καταδικάστηκε ο Ιησούς από το Συνέδριο και για άλλο αδίκημα κατηγορούταν στον Ρωμαίο Επίτροπο.
Ο Πιλάτος χωρίς προηγούμενη έγγραφη αίτηση με συγκεκριμένη κατηγορία, αυτοσχεδίαζε, παραβιάζοντας κάθε δικονομική διάταξη. Κατέβηκε από την έδρα του, μπήκε στο πραιτόριο και εκεί, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των Ιουδαίων, συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, ενεργώντας μια ιδιότυπη ανάκριση. Έτσι όμως εγκατέλειψε την έδρα του δικαστηρίου, που κατά το ρωμαϊκό δίκαιο, εσήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία και αρμοδιότητα.
Από την απάντηση του Ιησού ότι η βασιλεία του δεν ήταν εγκόσμια, αλλά είχε έρθει στον κόσμο, για να φανερώσει την αλή-θεια, ο Πιλάτος κατάλαβε, ότι ο Χριστός, ήταν πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας που επιβουλευόταν τον Καίσαρα. Κατάλαβε τη σκευωρία των Ιουδαίων και διαπίστωσε, ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία. Στην απορία του «τι έστιν αλήθεια;» δεν υπήρξε απάντηση. Ερμηνευτές των Ευαγγελίων θεωρούν ότι η ερώτηση ήταν λάθος και γι’ αυτό η σιωπή του Ιησού. Αν είχε τεθεί ως «Τις εστίν αλήθεια;» υπήρχε η απάντηση:
«λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ.» (Κατά Ιωάννην 14,6).
[Του λέγει ο Ιησούς· «Εγώ είμαι ο δρόμος, που οδηγεί στον ουρανό, εγώ είμαι η καθαρή αλήθεια, εγώ είμαι η ζωή για όλους τους πιστούς. Κανείς δεν μπορεί να έρθει στον Πατέρα, παρά μόνον μέσα από μένα»]
Ο Πιλάτος, βγήκε από το πραιτόριο και αθώωσε τον Ιησού λέγοντας ότι δεν του βρήκε ενοχή. Ο Ιησούς έπρεπε να αφεθεί ε-λεύθερος. Αλλά στάλθηκε φρουρούμενος στον Ηρώδη Αντύπα, που ήταν στην Ιερουσαλήμ, γιατί ο Ιησούς ήταν από τη Γαλιλαία και επομένως στη δικαιοδοσία του.
Ο Ηρώδης Αντύπας δήλωσε αναρμόδιος, αφού η σύλληψη του Ιησού έγινε και οι κατηγορίες διατυπώθηκαν σε περιοχή δικαιοδοσίας του Πιλάτου. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί μια α-κόμη αθώωση του Χριστού.
Ο Πιλάτος, όταν ξανάφεραν σ’ αυτόν τον Ιησού, βγήκε στον εξώστη του πραιτόριου και είπε στον ιουδαϊκό όχλο ότι και αυτός και ο Ηρώδης τον βρήκαν αθώο.
Ο Πιλάτος παραβαίνοντας τη βασική νομική αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «non bis in idem» (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) ξαναμπήκε, στο Πραιτώριο, και ανέκρινε πάλι τον Ιησού, προσπαθώντας να βρει τρόπο να τον ελευθερώσει..
Οι πραίτορες (praetores) ήταν οι αρμόδιοι Ρωμαίοι αξιωματούχοι για την απονομή της δικαιοσύνης. Το αξίωμά τους θεωρείται από τα ανώτερα της ρωμαϊκής πολιτείας, με αυξημένη εξουσία (potestas και imperium). Την περίοδο της Respublica εκλέγονταν από τη λαϊκή συνέλευση και την περίοδο της Ηγεμονίας διορίζονταν από τη Σύγκλητο. Αναπλήρωναν τους υπάτους σε περίπτωση απουσίας τους από τη Ρώμη, έχοντας εξουσία να συγκαλούν τη Σύγκλητο. Δεν έπρεπε να ασχολούνται με τα επουσιώδη, που οριζόταν στην αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου de minimis non curat praetor, κάτι που έχει μείνει μέχρι σήμερα, για να δείχνει, ότι ο νομοθέτης και ο δικαστής δεν πρέπει να ασχολούνται με επουσιώδη ζητήματα.
Ο πραίτορας με την ανάληψη των καθηκόντων του εξέδιδε το πραιτορικό έδικτο. Το ius edicendi, δηλαδή το «δικαίωμα», να εκδίδουν έδικτα για θέματα της αρμοδιότητάς τους, ανήκε κατ’ αρ-χήν στους ανώτερους άρχοντες της Ρώμης. Το έδικτο ήταν μία δημόσια έγγραφη οδηγία που εξέδιδαν οι άρχοντες, δεσμευτική για τους αποδέκτες της και γινόταν πηγή δικαίου. Το πραιτορικό έδικτο, ειδικότερα, ήταν το πολιτικό «πρόγραμμα» κάθε πραίτορα, τις δεσμεύσεις του για την απονομή της δικαιοσύνης στην ετήσια θητεία του. Περιλάμβανε κατάλογο των δικαιωμάτων, τα οποία ο πραίτορας δεσμευόταν να προστατεύσει. Το δικαίωμα των πραιτόρων υπήρξε καθοριστικό για την εξέλιξη του Ρωμαϊκού Δικαίου. Αν και ο πραίτορας δεν είχε απόλυτη νομοθετική εξουσία, είχε την ευχέρεια, με το πραιτορικό έδικτο, να καθορίζει το εύρος της δικαστικής προστασίας που θα απολάμβαναν οι πολίτες.
Αυτή η δυνατότητα που είχαν οι πραίτορες ήταν εξαιρετικά σημαντική, για τους Ρωμαίους, που διακρίνονταν για το πρακτικό τους πνεύμα. Ένα «δικαίωμα» αποκτούσε υπόσταση μόνον στο αν μπορούσε να τύχει έννομης προστασίας.
Το δίκαιο, που διαμορφώθηκε χάρη στις παρεμβάσεις των πραιτόρων στο έδικτο, ονομάστηκε ius honorarium ή praetorium. Με παρόμοιες παρεμβάσεις, μπήκαν στην απονομή της δικαιοσύνης θεμελιώδεις νομικές έννοιες, όπως της καλής πίστης (bona fides), του δόλου (dolus malus) και της ισότητας (aequitas).
Οι επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν διοικητικές περιφέρειες αντίστοιχες ή μεγαλύτερες σε έκταση από ένα σύγχρονο κράτος. Η διοίκηση των επαρχιών ανατίθετο σε πρόσωπα, που είχαν υπηρετήσει στα ανώτατα αξιώματα της Ρώμης, μετά το πέρας της θητείας τους: σε υπάτους και πραίτορες, που καλούνται ανθύπατοι (διοικώντας αντί-υπάτου). Οι ανθύπατοι διέθεταν ευρύτατες εξουσίες πολιτικής, στρατιωτικής, διοικητικής και δικαστικής φύσεως, αντίστοιχες αρχηγού κράτους. Η κατά τόπους έδρα του διοικητή ονομαζόταν πραιτόριο, για το οποίο κάνουν λόγο και τα Ευαγγέλια κατά την προσαγωγή του Ιησού ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου.
Οι ρωμαϊκές επαρχίες ήταν διαιρεμένες σε επιμέρους διοικητικές περιφέρειες, τα conventa, στις πόλεις-έδρες των οποίων γινόταν η απονομή της δικαιοσύνης από τον διοικητή, σε ορισμένες ημέρες του χρόνου, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο δικαστικό ημερολόγιο. Η απονομή της δικαιοσύνης συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα σημαντικότερα καθήκοντα του διοικητή, σε σημείο που κατέληξε να αναφέρεται ως iudex, δηλαδή δικαστής ή κριτής. Όταν ο αριθμός των υποθέσεων μίας επαρχίας ήταν μεγάλος, ο διοικητής διόριζε και τρίτους δικαστές, από Ρωμαίους πολίτες που κατοικούσαν στην επαρχία αλλά και γηγενείς, από καταλόγους που τηρούνταν στις πόλεις.
Το πρωί της Παρασκευής, λοιπόν, μετά την ομόφωνη απόφαση του ανώτατου δικαστικού Συμβούλιου, ο Καϊάφας και σύσσωμο το Μεγάλο Συνέδριο εμφανίζονται στο πραιτόριο. Θέτουν υπόψη των πολιτικών αρχών και ιδιαίτερα στον Ρωμαίο Επίτροπο Πόντιο Πιλάτο τις κατηγορίες των ιουδαϊκών θρησκευτικών αρχών εναντίον του Ιησού, δίνοντας έμφαση στις πολιτικές προεκτάσεις των κατηγοριών χωρίς να αναφερθούν καθόλου στη θρησκευτική δίκη που είχε προηγηθεί.
Η μεταμέλεια του Ιούδα, με την παρέμβασή του ότι παρέδωσε «αίμα αθώου» και την επιστροφή «των τριάκοντα αργυρίων» δεν έφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα για τον Ιησού. Η καταδικαστική απόφαση είχε πια ανακοινωθεί και ο Ιούδας καταλαβαίνοντας ότι είναι πολύ αργά να σταματήσει τα γεγονότα οδηγείται στην αυτοκτονία.
Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ένα ακόμη αμφιλεγόμενο πρόσωπο, εφάμιλλο του Ιούδα του Ισκαριώτη στην ιστορία του Χριστιανισμού.
Ήταν ο 5ος κατά σειρά επίτροπος που είδαν οι Ιουδαίοι να φτάνει στην χώρα τους, όταν θεσπίστηκε ο θεσμός αυτός το 6 μ.Χ., και διοικούσε από το 26 μ.Χ. μέχρι το 36 μ.Χ. όταν αυτοκράτορας στην Ρώμη ήταν ο Τιβέριος. Λέγεται ότι ανήκε στην τάξη των ιππέων, γιατί σ’ αυτή ανήκαν όσοι επιλέγονταν για να διοικήσουν την Ιουδαία και όχι αυτής των γερουσιαστών, και κατάγονταν από το σαμνιτικό γένος των Ποντίων, εξ ου και το πρώτο συνθετικό του ονόματός του. Αν και ανήκε στην τάξη των ιππέων διέθετε το δικαίωμα jus gladii να καταδικάζει δηλαδή κάποιον σε θάνατο και αυτό δείχνει πως η Ρώμη του αναγνώριζε πραγματική αυτονομία, αφού η Ιουδαία ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Συρίας. Όσον αφορά το δεύτερο συνθετικό Πιλάτος, μερικοί λέγουν πως είναι μια σύντμηση του Pilaetus δηλαδή του «κοκκινοσκούφη» που σήμαινε «απελεύθερος». Άλλοι λένε πως σήμαινε τον γιο του αξιωματικού που είχε τιμηθεί με τον τιμητικό πίλον (καπέλο). Και άλλοι λένε πως ήταν γιος του Μάρκου Ποντίου, στρατηγού στην Ι-σπανία, στον πόλεμο του Αγρίππα εναντίον των κατοίκων της Κανταβρίας και πως η γυναίκα του Κλαύδια Πρόκλα (Κλαύδια Πρόκουλα), ήταν κόρη της περίφημης Κλαυδίας της θυγατέρας του Αυγούστου.
Η μόνη αρχαιολογική απόδειξη που επιβεβαιώνει την ύπαρξη του Πιλάτου είναι η λατινική επιγραφή που βρέθηκε σε έναν ασβεστόλιθο και αφορούσε τα λόγια του Πιλάτου προς τον Τιβέριο. Το τεχνούργημα, γνωστό και ως Πέτρα του Πιλάτου, ανακαλύφθηκε το 1961 από τη αρχαιολογική ομάδα με επικεφαλής τον Αντόνιο Φρόβα. Βρέθηκε στο εσωτερικό μιας σκάλας, σε μια ημικυκλική δομή, πίσω από το κτίριο ενός ρωμαϊκού θεάτρου στην Καισάρεια. Το κτίριο, πιθανότατα ναός που κατασκευάστηκε ενδεχομένως προς τιμήν του αυτοκράτορα Τιβέριου, χρονολογείται από το 26-36 μ.Χ. Η αφιέρωση δηλώνει ότι ο Πιλάτος ήταν έπαρχος της Ιουδαίας.
Διορίστηκε επίτροπος της Ιουδαίας έπειτα από μεσολάβηση του Λουκίου Αίλιου Σηιανού, ανώτατου αξιωματούχου ευνοούμε-νου του Τιβέριου και ο οποίος εχθρεύονταν τους Ιουδαίους. Και ενώ ο Πιλάτος αναφέρεται από τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο («Ιουδαϊκός Πόλεμος») και από τον Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο ως επίτροπος (procurator), σε μια επιγραφή που βρέθηκε το 1961 στην Καισάρεια αναφέρεται ως έπαρχος (praefectus).
Επειδή βρισκόταν υπό την προστασία του Σηιανού, ο Πιλάτος ακολούθησε πολιτική η οποία προκάλεσε την εχθρότητα των Ιουδαίων γιατί πρόσβαλλε επανειλημμένα το θρησκευτικό τους αίσθημα. Μεταξύ άλλων, έδωσε εντολή να αναρτηθούν λατρευτικές εικόνες του αυτοκράτορα στην Ιερουσαλήμ και έκοψε νομίσματα τα οποία έφεραν παραστάσεις με ειδωλολατρικά θρησκευτικά σύμβολα.
Κατά τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας:
«Συμφωνεί δε μ’ αυτόν και ο Ιώσηπος, δείχνοντας ομοίως πως οι συμφορές όλου του έθνους άρχισαν από τους χρόνους του Πιλάτου και των εγκλημάτων κατά του Σωτήρος. Άκου λοιπόν τι αναφέρει επί λέξει στο δεύτερο βιβλίο του Ιουδαϊκού πολέμου. “Ο δε Πιλάτος αποσταλείς ως επίτροπος στην Ιουδαία από τον Τιβέριο, μεταφέρει νύχτα καλυμμένες τις εικόνες του Καίσαρα στην Ιερουσαλήμ –πρόκειται για τα αποκαλούμενα εμβλήματα–. Αυτό την ημέρα προκάλεσε μεγάλη ταραχή στους Ιουδαίους, οι οποίοι αμέσως με τη θέα τους έμειναν κατάπληκτοι από την καταπάτηση των νόμων τους, οι οποίοι δεν επιτρέπουν να εισάγεται στην πόλη καμιά εικόνα.”» (Εκκλησιαστική Ιστορία Β 6: 3-4).
Η είδηση για τη σύλληψη του Ιησού διαδόθηκε αστραπιαία από στόμα σε στόμα το ίδιο βράδυ σ’ όλη την πόλη. Πρωί-πρωί βγήκαν όλοι στους δρόμους για να μάθουν όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσαν για την τύχη του παράξενου Ναζωραίου Ραββί, που τόσο τους είχε εντυπωσιάσει. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Στο πραιτόριο θα άρχιζε μια νέα ανακριτική και δικαστική φάση για τον Ιησού και ο λαός συγκεντρωνόταν για να παρακολουθήσει τα συμβαίνοντα.
Τι ώρα οδηγήθηκε ο Ιησούς στις πολιτικές αρχές δεν είναι σαφές. Ο ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει ότι έγινε αμέσως μετά την πρωινή συνεδρίαση του Μεγάλου Συνεδρίου, ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης ότι ήταν πρωί και διηγείται τα περαιτέρω.
«Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωΐ· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ᾿ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα. ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πιλᾶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε· τίνα κατηγο-ρίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός, οὐκ ἄν σοι πα-ρεδώκαμεν αὐτόν. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑ-μεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν. εἶπον οὖν αὐ-τῷ οἱ Ἰουδαῖοι· ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα· ἵνα ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ πληρωθῇ ὃν εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.» (Κατά Ιωάννην 18,28-32).
[Πάνε τον Ιησού από του Καϊάφα στο πραιτόριο. Ήταν πρωί και αυτοί δεν μπήκαν στο πραιτόριο για να μη μολυθούν γιατί είχαν να φάνε για το Πάσχα. Βγήκε, λοιπόν ο Πιλάτος, και τους ρώτησε· «Με ποία κατηγορία μου φέρνετε αυτόν τον άνθρωπο;». Αυτοί απάντησαν «Εάν αυτός δεν ήταν κακοποιός, δεν θα σου τον είχαμε παραδώσει». Τους λέει τότε ο Πιλάτος· «Πάρτε τον εσεις και σύμφωνα με τον νόμον σας δικάστε τον». Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι· «Εμείς τον κρίναμε άξιο θανάτου, αλλά δεν έχουμε το δικαίωμα να θανατώσωμεν κανένα». Έτσι επαληθεύτηκε ο λόγος του που ο Ιησού είχεν πει εκ των προτέρων με ποίον είδος θανάτου έμελλε να πεθάνει]
Η τόσο πρωινή προσαγωγή δημιούργησε στον Πιλάτο την εντύπωση ότι θα επρόκειτο για κάποιον επικίνδυνο εγκληματία. Ο Ιησούς κατηγορούνταν ως στασιαστής, για αντιστασιακή δράση κατά των αρχών και για προβολή του εαυτού του ως μεσσιανικού βασιλιά.
«ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φό-ρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι.» (Κατά Λουκάν 23,2).
[Άρχισαν δε να τον κατηγορούν και να λένε· «Αυτόν τον βρήκαμε να προτρέπει τον κόσμο σε επανάσταση και να εμποδίζει την πληρωμήν των φόρων στον Καίσαρα και να λέει ότι αυτός είναι ο Χριστός, ο βασιλιάς»]
Ήθελαν μ’ αυτή την πολιτικοποίηση της υπόθεσης να προ-καλέσουν την οργή του Πιλάτου και να προκαλέσουν την άμεση καταδίκη σε θάνατο του Ιησού.
Στον Πιλάτο είχαν φτάσει πολλοί με την κατηγορία του στασιαστή και είχαν καταδικαστεί σε διάφορες ποινές για αντίσταση κατά της ρωμαϊκής εξουσίας. Πολλοί απ’ αυτούς προβάλλονταν ως μεσσιανικοί βασιλείς για να δημιουργήσουν μια θρησκευτική κάλυψη στη δικαστική τους υπόθεση. Γι’ αυτό ο Πιλάτος απευθύνθηκε στον Χριστό.
«Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησε τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀφ᾿ ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι σοι εἶπον περὶ ἐμοῦ; ἀπεκρίθη ὁ Πι-λᾶτος· μήτι ἐγὼ Ἰουδαῖός εἰμι; τὸ ἔθνος τὸ σὸν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας; ἀπεκρίθη Ἰη-σοῦς· ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· σὺ λέ-γεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀλη-θείᾳ. πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς. λέγει αὐ-τῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν ἀλήθεια; καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς· ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ·» (Κατά Ιωάννην 18,33-38).
[Μπήκε ο Πιλάτος στο πραιτώριο και πήρε ιδιαιτέρως τον Ιησού και τον ρώτησε· «Συ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Του λέει ο Ιησούς· «Από δική σου διαπίστωση το λές ή άλλοι σου μίλησαν για μενα, κατηγορώντας με;» Απάντησε ο Πιλάτος «Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; Το έθνος σου και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν εις μένα. Τι έκανες;» Του λέει ο Ιησούς· «Η βασιλεία μου δεν είναι από τον κόσμον αυτόν. Εάν ήταν από αυτόν τον κόσμον η βασιλεία μου, οι στρατιώτες μου θα αγωνίζονταν να μη παραδοθώ στους Ιουδαίους. Αλλά η δική μου βασιλική εξου-σία δεν προέρχεται από τούτον εδώ τον κόσμον». Του λέει τότε ο Πιλάτος «Λοιπόν είσαι βασιλιάς;» Απάντησε ο Ιησούς· «Όπως και συ το λες, είμαι βασιλιάς. Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυ-τό έχω έρθει στον κόσμο να κηρύξω την αλήθεια. Και κάθε ένας που έχει εσωτερική ανάγκη να ακούσει από μένα την αλήθεια, τη δέχεται για τη σωτηρία του». Του λέει τότε ο Πιλάτος «Τι είναι αλήθεια;» Και αφού είπε αυτό, εβγήκε πάλι από το πραιτόριον και λέει στους Εβραίους «Εγώ δεν ευρίσκω καμμίαν ενόχην εις αυτόν»]
Απ’ αυτή την ανάκριση, ο Πιλάτος μάλλον θα έκανε την σκέψη ότι επρόκειτο για κάποιο παραδοξολόγο και θρησκομανή λαϊκό δημαγωγό.
Υπήρχε και η αναφορά του χιλίαρχου που έλεγε ότι ο Ιησούς δεν προέβαλε καμιά αντίσταση κατά τη σύλληψή του. Αυτό ήταν ακόμη ένα επιβεβαιωτικό στοιχείο, για τον Πιλάτο, για το τι είδος «βασιλιάς» ήταν ο κατηγορούμενος. Καταλυτική ήταν και φράση του Χριστού ότι είχε έρθει σ’ αυτό τον κόσμο για να κηρύξει την αλήθεια. Έτσι ο Πιλάτος απέρριψε το κατηγορητήριο και δήλωσε ότι δεν βρήκε ενοχή στον Ιησού.
Οι Ιουδαίοι, όμως, επέμεναν στην αρχική τους πρόταση. Πρόσθεσαν, μάλιστα, ότι ο Ιησούς είχε δημιουργήσει πολλά κοινωνικά προβλήματα στη Γαλιλαία και τώρα ήρθε να επεκτείνει την κοινωνική αναταραχή σε όλη την Ιουδαία.
«οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι ἀνασείει τὸν λαὸν δι-δάσκων καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε.» (Κατά Λουκάν 23,5).
[Αλλά αυτοί με περισσότερο πείσμα επέμεναν, λέγοντας ότι ξεσηκώνει τον λαό με τα επαναστατικά του κηρύγματα και αρχίζοντας από την Γαλιλαίαν τα έφερε έως εδώ.]
Ο Πιλάτος, όταν άκουσε ότι ο Ιησούς ήταν Γαλιλαίος, άρπαξε την ευκαιρία να παραπέμψει την υπόθεση στον Ηρώδη Αντύπα, που ήταν τετράρχης της Γαλιλαίας και υπεύθυνος για τις βόρειες περιοχές, και να απαλλαγεί από την πίεση των Ιουδαίων για την έκδοση απόφασης.
Ο Ηρώδης Αντύπας (Ἡρῴδης Ἀντίπατρος) ήταν τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας (4 π.Χ.-39 μ.Χ). Ήταν γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαλθακής, αδελφός του Ηρώδη Αρχέλαου και ετεροθαλής αδελφός του Ηρώδη Φίλιππου Α΄.
Σύμφωνα με τον διακανονισμό που έγινε στη Ρώμη από τον Οκταβιανό Αύγουστο (4 π.Χ.) μεταξύ των επίδοξων κληρονόμων του Ηρώδη (Αρχέλαου, Αντύπα και Φιλίππου Β΄), ο Ηρώδης Αντύ-πας έγινε τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας. Ο Ηρώδης Α-ντύπας ήταν ένας ιδιόμορφος ηγεμόνας. Ως χαρακτήρας ήταν πο-νηρός και φιλόδοξος, δεν ήταν όμως βίαιος και αιμοσταγής.
Μόνιμη επιδίωξη του Ηρώδη Αντύπα ήταν να αποκτήσει τον βασιλικό τίτλο, γι’ αυτό παρά τον έκδηλο φιλελληνισμό του σε-βόταν τις ιουδαϊκές παραδόσεις, απέφευγε να κόψει νομίσματα με την εικόνα του και ακολουθούσε πιστά τις μεγάλες γιορτές των Ιουδαίων.
Η οικογενειακή ζωή του Ηρώδη Αντύπα ήταν ομαλή μέχρι την εποχή που γνώρισε την Ηρωδιάδα (27 ή 28 μ.Χ.). Η Ηρωδιάς ήταν κόρη του δολοφονημένου γιου του Ηρώδη Αριστόβουλου και της Βερενίκης, κόρης της αδελφής του Ηρώδη, Σαλώμης. Οι γονείς της ήταν δηλαδή πρώτα ξαδέλφια και η ίδια ήταν ετεροθαλής ανιψιά του Αντύπα.
Την εποχή που γνώρισε τον Αντύπα ήταν παντρεμένη με ετεροθαλή αδελφό του, δηλαδή ετεροθαλή θείο της, τον Ηρώδη Φίλιππο Α΄ ή Ηρώδη Β΄, γιο της Μαριάμ της κόρης του αρχιερέως, ο οποίος ήταν ιδιώτης. Η Ηρωδιάδα χώρισε από τον σύζυγό της και ο Ηρώδης Αντύπας από τη δική του σύζυγο Φασηιλίδα, κόρη του Αρέτα Δ΄ βασιλέα των Ναβαταίων, προκειμένου να παντρευτούν. Το γεγονός προκάλεσε μεγάλη κρίση μεταξύ του Ηρώδη Αντύπα και του Αρέτα.
Ο γάμος του Ηρώδη Αντύπα με την Ηρωδιάδα προκάλεσε την αντίδραση του πλήθους. Πιο έντονη αντίδραση εκδηλώθηκε από τον Ιωάννη Βαπτιστή.
Ο Ηρώδης ξεχώριζε τον Ιωάννη από τον Ιησού γιατί ο Ιωάννης δεν έκανε θαύματα.
«Ἤκουσε δὲ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὰ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτοῦ πάντα, καὶ διηπόρει διὰ τὸ λέγεσθαι ὑπό τινων ὅτι Ἰωάννης ἐγήγερται ἐκ τῶν νεκρῶν, ὑπό τινων δὲ ὅτι Ἠλί-ας ἐφάνη, ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη. καὶ εἶπεν ὁ Ἡρῴδης· Ἰωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα· τίς δέ ἐ-στιν οὗτος περὶ οὗ ἐγὼ ἀκούω τοιαῦτα; καὶ ἐζήτει ἰδεῖν αὐ-τόν.» (Κατά Λουκάν 9,7-9).
[Έμαθε τότε ο Ηρώδης ο τετράρχης, τα συμβαίνοντα (θαύματα από τον Ιησού) και απορούσε, επειδή κάποιοι έλεγαν, ότι ο Ιωάννης αναστήθηκε και κάνει αυτά τα θαύματα. Κάποιοι άλλοι έλεγαν, ότι ο Ηλίας φάνηκε πάλι στη γη, και άλλοι, ότι κά-ποιος μεγάλος προφήτης, από τους παλαιούς, αναστήθηκε. Και είπε ο Ηρώδης· «Τον Ιωάννην εγώ τον αποκεφάλισα και επομένως δεν ζη πια. Αλλά ποιός είναι αυτός, που ακούω ότι κάνει όλα αυτά τα παράδοξα;» Και ζητούσε να δει τον Ιησού.]
Η κρίση μεταξύ του Ηρώδη Αντύπα και του πρώην πεθερού του Αρέτα εξελίχθηκε τελικά σε πόλεμο, ο οποίος ξεκίνησε με την εισβολή των Ναβαταίων στην επικράτεια του Αντύπα. Ο έπαρχος της Συρίας Ουιτέλιος με εντολή του Τιβέριου ανέλαβε επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον των Ναβαταίων, οι οποίες τερματίστηκαν όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας πέθανε (37 μ.Χ.).
Η ήττα του Ηρώδη Αντύπα από τον Αρέτα θεωρήθηκε από το πλήθος ως δικαία τιμωρία του για την εκτέλεση του Βαπτιστή.
Ο Ηρώδης, εκείνες τις μέρες, βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ για τις γιορτές του Πάσχα. Ο Πιλάτος σκέφτηκε ότι ο Ηρώδης ευχαρίστως θα δεχόταν την επέκταση της εξουσίας του στην υπόθεση του Ιησού για δυο λόγους: πρώτον, γιατί ο Ιησούς ήταν Γαλιλαίος και δεύτερο, γιατί ήξερε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του σχετικά με τα θαύματα του Χριστού.
Ο Πόντιος Πιλάτος και ο Ηρώδης Αντύπας είχαν έρθει σε σύγκρουση όταν ο πρώτος είχε τοποθετήσει κάποιες αναθηματικές ασπίδες στο Ναό.
«Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι, καὶ ἐπιγνοὺς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις. ὁ δὲ Ἡ-ρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέ-λων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλ-πιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον. ἐπηρώτα δὲ αὐ-τὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ. εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτό-νως κα-τηγοροῦντες αὐτοῦ. ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περι-βαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πι-λάτῳ.» (Κατά Λουκάν 13,6-11).
[Ο δε Πιλάτος, όταν ήκουσε την λέξιν Γαλιλαία, ρώτησε, εάν ο άνθρωπος αυτός είναι από την Γαλιλαία. Και όταν εξακρίβωσε ότι ο Ιησούς είναι από την περιοχήν της δικαιοδοσίας του Ηρώδη, τον έστειλε στον Ηρώδη, που τις μέρες αυτές βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα. Ο δε Ηρώδης, όταν είδε τον Ιησού χάρηκε πολύ, γιατί από πολύν καιρόν ήθελε να τον δει, επειδή πολλά άκουγε γι’ αυτόν και έλπιζε να δει να γίνεται από τον Ιησούν κάποιο θαύμα. Τον ρώτησε ο Ηρώδης για πολλά. Ο Ιησούς όμως δεν του απάντησε. Εκεί δε κοντά στέκονταν οι γραμματείς και οι αρχιερείς και τον κατηγορούσαν με ζωηρό τόνο. Ο Ηρώδης όμως, μαζί με τους στρατιώτες του, αφού τον ξευτέλισε και τον ενέπαιξε, του φόρεσε μία λαμπρή στολή και τον ξανάστειλε στον Πιλάτο]
Ο Αντύπας είχε ακούσει για τον Ιησού. Το γεγονός ότι το κήρυγμα του Ιησού δεν στρεφόταν εναντίον του τον έκανε λιγότερο επικίνδυνο, πολιτικά, για αυτόν. Αυτός ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο λόγος για τον οποίο δεν έκανε καμιά ενέργεια εναντίον του.
Η γνώμη του Ιησού για τον Αντύπα δεν είναι καθόλου καλή. Τον είχε αποκαλέσει «αλεπού», αλλά συνέχιζε να κηρύττει. Κάποιοι Φαρισαίοι ήρθαν τότε να τον προειδοποιήσουν ότι ο τετράρχης απειλεί τη ζωή του, ελπίζοντας να τον κάνουν να φύγει από τη Γαλιλαία.
«Ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθόν τινες Φαρισαῖοι λέγοντες αὐτῷ· Ἔξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν, ὅτι Ἡρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ· ἰδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια καὶ ἰάσεις ἐπιτελῶ σήμερον καὶ αὔριον, καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι· πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι, ὅτι οὐκ ἐνδέχεται προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω Ἱερουσαλήμ.» (Κατά Λουκάν 13,31-33).
[Εκείνη τη μέρα τον πλησίασαν μερικοί Φαρισαίοι και για να τον προτρέψουν να φύγει από την Γαλιλαίαν, του είπαν· «Φύγε απ’ αυτή τη χώρα, γιατί ο Ηρώδης θέλει να σε σκοτώσει». Τους είπε τότε ο Ιησούς· «Πηγαίνετε και πείτε στον πονηρό και δόλιο άνθρωπο, ότι έχω προγραμματίσει να μείνω λίγο καιρό εδώ. Σήμερα και αύριο και λίγες ακόμη μέρες, θα διώχνω δαιμόνια και θα θεραπεύω και μετά θα τελειώσω. Σήμερα και αύριο θα μείνω εδώ και την επομένη θα αποχωρήσω. Δεν θα με σκοτώσει ο Ηρώδης, γιατί είναι απίθανο προφήτης να θανατωθεί έξω από την Ιερουσαλήμ.]
Ο Ιησούς στη συνάντησή τους αντιμετώπισε τον Ηρώδη με ψυχραιμία. Δεν έδωσε καμμιά απάντηση στις ερωτήσεις του και δεν ικανοποίησε την περιέργειά του για κάποιο θαύμα. Ο Ηρώδης επικαλέστηκε τη δύναμή του και επισήμανε στον Ιησού την εξουσία που είχε πάνω του και στη συνέχεια προσπάθησε να τον «λυγίσει» με εμπαιγμούς και πολλές άλλες ταπεινώσεις. Όλες αυτές οι «προσπάθειες» του Ηρώδη δεν έφεραν το αποτέλεσμα που επιδίωκε. Έτσι, αποφάσισε να ξαναστείλει τον Ιησού στον Πιλάτο για να δικαστεί από αρμόδιο επίτροπο της περιοχής που έγινε η σύλληψή του.
Όταν ο Πιλάτος είδε να επιστρέφει πάλι σ’ αυτόν ο Ιησούς, απευθύνθηκε επίσημα στους «αρχιερείς και άρχοντες και λαόν» των Ιουδαίων για να τους ανακοινώσει τα αποτελέσματα των δικών του ερευνών και της ανάκρισής του αλλά και της προσωπικής του γνώμης για την υπόθεση του Ιησού. Για να ενισχύσει δε την άποψή του αναφέρθηκε και στην εκτίμηση του Ηρώδη, που ήταν ταυτόσημη με την δική του.
«Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαὸν εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ᾿ αὐτοῦ. ἀλλ᾿ οὐδὲ Ἡρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ. παι-δεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.» (Κατά Λουκάν 23,13-16).
[Ο Πιλάτος δε, αφού κάλεσε μαζί τους αρχιερείς και τους άρχοντες και το λαό, και τους είπε «Μου φέρατε τον άνθρωπο αυτόν να τον δικάσω, διότι τάχα εξεγείρει τον λαόν εναντίον του Καίσαρος και των νόμων του κράτους. Εγώ τον ανάκρινα μπροστά σας και δεν βρήκα στον άνθρωπο αυτόν καμμιά παράβαση και ενοχή για όσα τον κατηγορείτε. Αλλά ούτε και ο Ηρώδης τον βρήκε ένοχο· σας έστειλα και σας μαζί με τον άνθρωπο αυτό στον Ηρώδη και τίποτε το άξιο θανάτου δεν βρέθηκε να έχει διαπραχθεί από αυτόν. Λοιπόν, αφού τον βασανίσω, θα τον απολύσω»]
Στο κατά Ματθαίον διαβάζουμε για τα συμβάντα εκείνης της μέρας:
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· σὺ λέγεις. καὶ ἐν τῷ κα-τηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυ-τέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο. τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐ-τῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν. Κατὰ δὲ ἑορτὴν εἰώθει ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον, ὃν ἤθελον. εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον λεγό-μενον Βαραββᾶν. συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πι-λᾶτος· τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν; Βαραββᾶν ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέ-δωκαν αὐτόν. Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος ἀπέ-στειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· μηδέν σοι καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν. Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπο-λέ-σωσιν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς· τίνα θέλε-τε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν. λέ-γει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν ποιήσω Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες· σταυρωθήτω. ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη· τί γάρ κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες· σταυρωθήτω. ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰη-σοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ.» (Κατά Ματθαίον 27,11-26).
[Ο Ιησούς στεκόταν όρθιος μπροστά στον ηγεμόνα που τον ρώτησε· «Συ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Ο δε Ιησούς του απήντησε· «Συ λέγεις ότι είμαι ο βασιλιάς». Και σε ό,τι τον κατηγορούσαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, αυτός δεν έδω-σε καμίαν απάντηση. Τότε του λέει ο Πιλάτος· «Δεν ακούς πόσα καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;» Δεν είπε oύτε μια λέξη και ο ηγεμόνας θαύμασε το μεγαλείο του. Κατά τις γιορτές του Πάσχα υπήρχε το έθιμο ο ηγεμόνας να απολύει ένα κατάδικο, όποιον ήθελε ο κόσμος. Είχαν τότε ένα διαβόητο κατάδικο που ονομζό-ταν Βαραββάς. Ενώ εκείνοι ήσαν συγκεντρωμένοι μπροστά στο πραιτόριο, τους ρώτησε ο Πιλάτος· «Ποίον θέλετε να απολύσω; Τον Βαραββά ή τον Ιησού, τον λεγόμενο Χριστό;» γνώριζε καλά, ότι από φθόνο τον παρέδωσαν. Κι ενώ ο Πιλάτος καθόταν στη δικαστική έδρα, του έστειλε μήνυμα η γυναίκα του και του είπε· «Μην αναμιχθείς στην υπόθεση αυτού του δικαίου, γιατί πολλά έπαθα σήμερα γι’ αυτόν στο όνειρό μου». Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τον κόσμο να ζητήσουν τον Βαραββάν και να θανατώσουν τον Ιησού. Ο ηγεμόνας τους ρώτησε· «Ποιόν θέλετε από τους δυό να απολύσω;» Εκείνοι φώναξαν· «Τον Βα-ραββάν».Τους λέει ο Πιλάτος· «Τι να κάμω τον Ιησού, τον λεγόμενο Χριστό;» Φωνάζουν όλοι, «Σταύρωσέ τον». Ο ηγεμόνας είπε· «Τι κακό έκανε;» Αυτοί φώναζαν πιο δυνατά· «Να σταυρωθεί». Όταν είδε ο Πιλάτος ότι δεν γίνεται τίποτα, αλλά περισσότερος θόρυβος, πήρε νερό έπλυνε τα χέρια του μπροστά στον όχλον λέγοντας· «Είμαι αθώος από το αίμα του δίκαιου αυτού· δικό σας το κρίμα». Και φώναξε όλος ο λαός· «Το αίμα του πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας». Τοτε ελευθέρωσε τον Βαραββά, τον δε Ιησού, αφού τον εμαστίγωσαν, τον παρέδωσε να σταυρωθεί.]
Η δεύτερη προσπάθειά του ήταν να εκμεταλλευθεί ένα έθιμο των Ιουδαίων. Υπήρχε το έθιμο, κατά τις γιορτές του Πάσχα, ο πολιτικός διοικητής να δίνει χάρη σ’ ένα κρατούμενο. Ο λαός είχε δικαίωμα να διαλέξει ή να προτείνει όποιον κρατούμενο ήθελε. Ο Πιλάτος πρότεινε να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο ονόματα, τον Ιη-σού Χριστό και τον Βαραββά. Ο Βαραββάς είχε διαπράξει διάφορα αδικήματα και κατηγορούταν ως ο πιθανός δράστης ενός φόνου που ήταν πολύ γνωστό σε όλους. Ο Πιλάτος, με την πρόταση αυτή, έλπιζε ότι ο λαός θα διάλεγε τον Ιησού, και έτσι να φύγει από πάνω του η υπόθεση αυτή.
Ο Βαραββάς αναφέρεται στις περιγραφές των Παθών του Χριστού ως ο κρατούμενος που ελευθερώθηκε από τον Πόντιο Πιλάτο.
Το όνομα Βαραββάς προέρχεται από την αραμαϊκή φράση «Bar-abbâ» που σημαίνει «γιος του πατέρα του», δηλαδή μία ταυτο-λογία που δεν υποδηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε.
Ο Ματθαίος αναφέρεται στον Βαραββά μόνο ως διαβόητο φυλακισμένο. Ο Μάρκος και ο Λουκάς αναφέρουν ότι ο Βαραββάς είχε συμμετάσχει και σε μία εξέγερση. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει ότι ο Βαραββάς ήταν ληστής.
Κατά τον Robert Eisenman
«αυτή είναι η λέξη που ο (ιστορικός) Ιώσηπος χρησιμοποιεί πάντα για να αναφερθεί στους επαναστάτες κατά της ρωμαϊκής κατοχής».
Σύμφωνα με τον ιστορικό Max Dimont η ιστορία του Βαραββά όπως εμφανίζεται στα Ευαγγέλια δεν είναι λογική από τη ρωμαϊκή πλευρά, καθώς παρουσιάζει τον εκπρόσωπο της ρωμαϊκής εξουσίας, τον Πόντιο Πιλάτο, που διέθετε μία ισχυρή στρατιωτική δύναμη, να δειλιάζει μπροστά σε ένα μικρό πλήθος άοπλων υπηκόων και να απελευθερώνει ένα καταδικασμένο για εξέγερση εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οποιοσδήποτε Ρωμαίος κυβερνήτης είχε τολμήσει κάτι τέτοιο θα είχε γρήγορα αντιμετωπίσει ο ίδιος την εκτέλεση.
Ο Benjamin Urrutia, ένας από τους συγγραφείς του έργου «Τα λόγια του Γιέσουα» (The Logia of Yeshua: The Sayings of Jesus, 1996), συμφωνεί με μία ήδη γνωστή θεωρία στις βιβλικές σπουδές, κατά την οποία ο «Yeshua Bar Abba» ή «Ιησούς Βαραββάς» δεν είναι άλλος από τον «Ιησού τον Ναζωραίο», και ότι η επιλογή μεταξύ δύο κρατουμένων είναι μύθος. Ωστόσο ο Urrutia αντιτίθεται στην άποψη ότι ο Ιησούς Χριστός μπορούσε να είχε ηγηθεί μιας βίαιης εξεγέρσης κατά των Ρωμαίων ή να είχε σχεδιάσει κάτι τέτοιο, αφού είχε επανειλημμένα αποκηρύξει τη χρήση βίας.
Η ιστορία του Βαραββά έχει ειδικότερη σημασία επειδή χρησιμοποιήθηκε κατά τους χριστιανικούς αιώνες για να κατηγορηθούν οι Εβραίοι για τη σταύρωση του Ιησού Χριστού και να δικαιολογηθεί έτσι ο αντισημιτισμός.
Η δημόσια αναγνώριση της αθωότητάς του, που έκανε πριν από λίγο, ήταν μια ακόμη δυσκολία για τον Επίτροπο να προχωρήσει σε καταδικαστική απόφαση. Γι’ αυτό συνέχισε τις προσπάθειές του να προκαλέσει αυτή τη φορά τη συμπάθεια του όχλου. Έδωσε, λοιπόν, εντολή να τον μαστιγώσουν, να του βάλουν στο κεφάλι ακάνθινο στεφάνι και, γενικά, να τον διαπομπεύσουν μπροστά στα μάτια όλων, σαν ένα τραγικό βασιλιά των Ιουδαίων. Δεν μπόρεσε, όμως, να πετύχει το αποτέλεσμα που ήθελε.
Η σταύρωση ήταν ποινή κυρίως για δούλους και επαναστάτες.
Ο Καϊάφας μεθόδευσε τα πράγματα και εκμεταλλεύτηκε τους φόβους και την αδυναμία του Πιλάτου. Τον εκβίασε βάζοντάς τον μπροστά στο δίλημμα Ιησούς ή Καίσαρας. Ο Πιλάτος πάντα φοβόταν αυτή την αντιπαράθεση, ιδιαίτερα τώρα που επιθυμούσε την εύνοια του αυτοκράτορα. Ο Καϊάφας ήταν πονηρός και επικίνδυνος άνθρωπος και θα μπορούσε να του δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα. Οι ευαγγελιστές σχολιάζουν την περίεργη στάση του Επίτροπου: από τη μια χαρακτηρίζει αθώο τον Ιησού και δεν θέλει ανάμειξη σε μια καταδικαστική απόφαση, από την άλλη τον παραδίδει να σταυρωθεί. Πολλοί ερμηνευτές προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις.
Και άλλοι ιστορικοί, όπως ο Φίλωνας και Ιώσηπος, δεν αναφέρονται με κολακευτικά λόγια στον Πιλάτο. Φαίνεται να είχε πέσει στη δυσμένεια της αυτοκρατορικής αυλής, λόγω διαφόρων οικονομικών και διοικητικών ατασθαλιών ή ακόμη να περίμενε κάποια οικονομικά ανταλλάγματα από τους οικείους και τους φίλους του Ιησού.
Ας εξετάσουμε τυχόν παρατυπίες στη ρωμαϊκή (πολιτική) δίκη:
Στο ρωμαϊκό δίκαιο, η δικαστική εξουσία ήταν αυστηρά συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή. Επειδή οι εβραίοι δεν έμπαιναν σε χώρο ειδωλολάτρη, έστω κι’ αν αυτός ήταν ο ηγεμόνας, ο ρωμαίος ηγεμόνας παρεκκλίνοντας, από το αυστηρό δικονομικό τυπικό, που προέβλεπε τη διεξαγωγή της δίκης μέσα στο πραιτόριο, διέταξε και τοποθέτησαν τη δικαστική του έδρα (sella cu-rulis), στο λιθόστρωτο, μπροστά από το πραιτόριο για να δικάσει εκεί τον παράνομα δεμένο και κρατούμενο Ιησού.
Το ό,τι ο κατηγορούμενος ήταν δεμένος, κατά τη διάρκεια της δίκης, πριν την καταδίκη του, είναι η πρώτη δικονομική παράβαση.
Στην αρχή της δίκης ο Πιλάτος ρώτησε ποια ήταν η κατηγορία;
Η κατηγορία, για βλασφημία θα ήταν αδιάφορη για τον Πιλάτο και δεν θα επέφερε θανατική καταδίκη. Γι’ αυτό, ο αρχιερέας Καϊάφας, διετύπωσε, εις επήκοο των περιέργων και των παρατρεχάμενων, μία νέα, ψευδή, κατηγορία ότι ο Ιησούς βρέθηκε να υποκινεί το έθνος να μην πληρώνει φόρους στον Καίσαρα και να επαναστατήσει εναντίον του Καίσαρα. Μ’ αυτή την κατηγορία ο Χριστός εμφανιζόταν, όχι βλάσφημος, όπως τον καταδίκασε το Μεγάλο Συνέδριο, αλλά πολιτικός εγκληματίας και επαναστάτης κατά της Ρώμης και του αυτοκράτορα. Έτσι καθιερωνόταν η δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Πιλάτου.
Κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, για να είναι έγκυρη η εισαγωγή σε δίκη, έπρεπε να γίνει γραπτή αίτηση. Η αίτηση έπρεπε να περιλαμβάνει, το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορουμένου, και σαφές κατηγορητήριο. Απαιτείτο επίσης πρωτόκολλο κατηγορίας, δηλ. προσδιορισμός της μέρας της δίκης, και τέλος, να κληθούν και να ακουστούν στη δίκη, οι μάρτυρες.
Στην περίπτωση που η δίκη γινόταν για επικύρωση θανατικής καταδίκης από το Μεγάλο Συνέδριο, η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης του Αρχιερέα, μαζί με την απόφαση του εβραϊκού δικαστηρίου. Δεν θα μπορούσε, όμως, να υπάρξει τέτοια αίτηση αφού για άλλο αδίκημα καταδικάστηκε ο Ιησούς από το Συνέδριο και για άλλο αδίκημα κατηγορούταν στον Ρωμαίο Επίτροπο.
Ο Πιλάτος χωρίς προηγούμενη έγγραφη αίτηση με συγκεκριμένη κατηγορία, αυτοσχεδίαζε, παραβιάζοντας κάθε δικονομική διάταξη. Κατέβηκε από την έδρα του, μπήκε στο πραιτόριο και εκεί, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των Ιουδαίων, συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, ενεργώντας μια ιδιότυπη ανάκριση. Έτσι όμως εγκατέλειψε την έδρα του δικαστηρίου, που κατά το ρωμαϊκό δίκαιο, εσήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία και αρμοδιότητα.
Από την απάντηση του Ιησού ότι η βασιλεία του δεν ήταν εγκόσμια, αλλά είχε έρθει στον κόσμο, για να φανερώσει την αλή-θεια, ο Πιλάτος κατάλαβε, ότι ο Χριστός, ήταν πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας που επιβουλευόταν τον Καίσαρα. Κατάλαβε τη σκευωρία των Ιουδαίων και διαπίστωσε, ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία. Στην απορία του «τι έστιν αλήθεια;» δεν υπήρξε απάντηση. Ερμηνευτές των Ευαγγελίων θεωρούν ότι η ερώτηση ήταν λάθος και γι’ αυτό η σιωπή του Ιησού. Αν είχε τεθεί ως «Τις εστίν αλήθεια;» υπήρχε η απάντηση:
«λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ.» (Κατά Ιωάννην 14,6).
[Του λέγει ο Ιησούς· «Εγώ είμαι ο δρόμος, που οδηγεί στον ουρανό, εγώ είμαι η καθαρή αλήθεια, εγώ είμαι η ζωή για όλους τους πιστούς. Κανείς δεν μπορεί να έρθει στον Πατέρα, παρά μόνον μέσα από μένα»]
Ο Πιλάτος, βγήκε από το πραιτόριο και αθώωσε τον Ιησού λέγοντας ότι δεν του βρήκε ενοχή. Ο Ιησούς έπρεπε να αφεθεί ε-λεύθερος. Αλλά στάλθηκε φρουρούμενος στον Ηρώδη Αντύπα, που ήταν στην Ιερουσαλήμ, γιατί ο Ιησούς ήταν από τη Γαλιλαία και επομένως στη δικαιοδοσία του.
Ο Ηρώδης Αντύπας δήλωσε αναρμόδιος, αφού η σύλληψη του Ιησού έγινε και οι κατηγορίες διατυπώθηκαν σε περιοχή δικαιοδοσίας του Πιλάτου. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί μια α-κόμη αθώωση του Χριστού.
Ο Πιλάτος, όταν ξανάφεραν σ’ αυτόν τον Ιησού, βγήκε στον εξώστη του πραιτόριου και είπε στον ιουδαϊκό όχλο ότι και αυτός και ο Ηρώδης τον βρήκαν αθώο.
Ο Πιλάτος παραβαίνοντας τη βασική νομική αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «non bis in idem» (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) ξαναμπήκε, στο Πραιτώριο, και ανέκρινε πάλι τον Ιησού, προσπαθώντας να βρει τρόπο να τον ελευθερώσει..
Περιοδικό Δίαυλος
Σπύρος Δερμιτζάκης