Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι;
Ιγώ από γειά καλά είμι. Ιχτές το δειλ΄νό, όπως κάθουμαν στ΄ν κόχη, νταϊάκουσα λίγο κι μ΄ έκλεψεν. Αποκοιμήθκα για κάμποσ΄ ώρα κι είδα κι γίνορο.
Είηδα ότι σέφκιν η μπάμπου στον οντά κι ήταν όλο χαρά. Μ΄ είπιν ότι τ΄ν είπιν η Νάσαινα ότι έφκιν η κινεζοσυρμή κι είχαν βγεί όλ΄ οι χωριανοί στ΄ν πλατέα κι χαίρουνταν κι γλεντούσαν. Είχαν φκιάσ΄ μια στίβα κι έρουνταν όλ΄ κι πολιομούσαν μέσα τα κρυψόμουτρα (τς μάσκες όπως τς λέν΄) κι τα χαρτιά μετακίνησης κι τα τσουζαν φωτιά. Όλ΄χαιρετιούμασταν, έδναμι τα χέρια, αγκαλιάζουμάσταν, φλιούμασταν, όπως πρου μη να ρθει αυτή η χολέρα. Είχαν έρθ΄ κι το Τσιμούλ΄ κι ο Άγγελος κι είχαν τσακώσ΄ όλ΄ το χορό κι χόρευαν κι γλεντούσαν.
Αμπροστά χόρευε ο Καρδασής κι από πίσ΄ ήταν ο Ντάβανος. Χόρεψάμι,,ήπιαμι, γλέντσαμι κι ύστιρα πήγαμι κι άνξαμι το Καφενείο τ΄ Σουτήρ΄. Μήνες ήταν κλειστό κι είχι σφηνώσ΄ η οξώπορτα. Μαζώχκαμι όλ΄ οι χωριανοί κι χαίρουμάσταν.
Γύρσαμι στο σπίτ΄ μι τ΄ μπάμπου, ύστιρα από τα μεσάνυχτα κι είχα φκιάσ΄ κιφάλ΄. Πλάηασάμι κι σκώθκα τ΄ν άλλ΄ τ΄ μέρα χαραή χαραή . Μι λέει η μπάμπου: «Τώρα τι θα φκιάκουμι Κώτσιου»; Τ΄ λέω: «Ταχιά Σαββάτο, θα πάμε στο Τσουτύλ. Θα πάμε αντάμα. Αρραθύμσα όλνους τς φίλ΄ μ΄, απού έχω τόσον καιρό να τς ιδώ. Θα πιούμι αντάμα φρέντο στο Διαμάντ΄, ρακή στο Χρηστάκη κι το μεσμέρ΄ θα φάμε στον Πράππα. Έκλεισα κι δωμάτιο όλ΄ ινκλούσιβ στο χάν΄ τ΄ Παπούλια, να κάτσουμι ικεί το βράδ΄. Θα μας βάλουν κι μπιλιτζίκ΄ στο χέρ΄ κι μι τ΄ αυτό θα τρώμι κι θα πίνουμι ότ΄ τραβάει η ψ΄χή μας».
Πήγαμι κι ήταν το Τσουτύλ΄ γιουμάτο κόσμον. Όλ΄ μας χιρητούσαν, κόμα κι αυτοί απού δε μας ήξιραν. Χιρητιούμασταν ανθρωπνά, όχι όπως τώρα απού κρύβουμι τα χέρια, για να μη πάρουμι απού χέρ΄ ου ένας τον άλλον. Όλ΄ χαίρουνταν κι γλιντούσαν. Έκατσάμι κι το βράδ΄. Εφαγάμι στ΄ν αίθουσα εστιάσεως στο χάν΄! Άλλος κόσμος. Είχι κι ορχήστρα. Τέτοια πράματα δεν είχι ξαναειδή η μπάμπου μ΄. Πουλύ το χάρ΄κι.
Τ΄ν άλλ΄ τ΄ μέρα σκώθκαμι χαραή κι πήγαμι στ΄ν εκκλησιά. Η Αη Μαρίνα ήταν βούλωμα. Λειτούρσιν ο Χρυσόστομος κι έψελνε ο Νίκος ο Παγούντς, Τ΄ μπάμπου πολύ τ΄ν άρεσε. Από τ΄ ικεί πήραμι ταξί, το Μήτσιο τον Παπαγιαννόπουλο κι κίντσαμι για τον Αη Θανάσ΄ στο Καϊμακτσαλά. Τάχα είχαμι κλείσ΄ σουτίτα για μια βδομάδα.
Τ΄ν ώρα που εφτανάμι στον Αη Θανάσ΄, κάτ΄ ροπότσι η μπάμπου κι ξύπνησα. Άργιασα λίγο να καταλάβω ότι αυτό απού ήγλιπα ήταν γίνουρου κι μι κακοφάνκι σα σκέφτουμαν ότι θα πρέπ΄ να γυρίσουμι πίσ΄ στς μάσκες κι τα ες εμ έσια. Είπα στ΄ μπάμπου τι ήγλιπα, αλλά καλύτιρα να μη τ΄ν ήλιγα, γιατί μ΄είπιν: «Δε γένητι αυτά να τας ζούμι μόνι στα όνειρα». Τ΄ν υποσχέθκα ότι σόντας η Κινεζοσυρμή, θα πάηναμι στο Τσουτύλ΄ κι θα να μνεσκάμι κι το βράδ΄ στο χάν΄. Μ΄είπιν ότι το γίνουρου δεν έσωσι στο Τσουτύλ΄ κι ήθιλι να πάμι κι στον Αη Θανάσ΄, στ΄ σουϊτα. Τι να σκάσου ου μπίραβους; Θα πάμι τ΄ν είπα. Πότι σέφκι στο μπούκιγκ, πότι τα ψαξιν, μ΄ έβγαλι κι συμπέρασμα. Βρήκι ένα πεντάστερο ξενοδοχείο, που το λέν΄ Καϊμάκ ιν σπα κι ρεσόρτ κι μ΄είπιν: «Ιδώϊα θα μι πας, γιατί είχι πάει ο Νάσιος μι τ΄ Νάσαινα κι κόμα το μολογάει η Νάσαινα». Ξίκι να γεν, είπα από μέσα μ΄. Ας φύει αυτή η χολέρα κι χαλάλ΄ κι τς μπάμπους τα γούστα! Σάματ΄ δε θα περάς΄ μόνι αυτήν καλά! Θα περάσω κι ιγώ!!!
Μπαρμπα Κώτσιος Τσιαμήτ’ς
Ντράμστα