Ωρέ πάλι αστόησιτι ρε τι γένιτι του Σαββάτου;; Ξιαστουχιάρδις ε ξιαστουχιάρδις…Τα Σαββάτα είπαμι…σχουλνούμι κι απ’ τς έννοιις κι απ’ τς δλειές κι απ’ όλα. Ξέρς τι θα πεί σχουλνώ;;
1. Απιρνώ του χρόνου μ’ χουρίς να δλεύου, είμι σι αργία, κιντώνουμι κι ξιαπουστένου
2. καθυστερώ, χρουνουτριβώ..ζβαρνίζουμι σαν ψιά ξιντράχλιαβους
3. παύου, σταματώ κι δε φκιάνου καντίπουτα ..μόνι γλιντώ
Ντουϊντίζουμέστι, φκιασιδώνουμέστι..βγάνουμι τα δόντια πόξου κι βζζννν καϊπιώνουμέστι…
Ζβάρνα στ’ς νταβέρνις , στα καπηλειά, στα καφινεία, στα γλιντουκουπεία …χουρίς έννοιις κι σκουτούρις….κι τς παράδις ρε…μι τς πασταλιάζτι..να τς στουμπάτι γιατι δε θα τς πάρτι αντάμα , δεν έχν’ τα βιράνκα τα σάβανα τζιόπια ( θα πείτι τς έχουμε; Τς πατούμι;; αφού δεν απουμέν’ καντίπουτα μας τα πάιρν’ απ’ τι δώ κι απ’ τι κείια…τς βραγγαλνούμι αράδα…).Τέλους πάντουν…
Θμάστι ρε τς Ντριανουβνοί τς αντάσδις απ’ του προυηγούμινου του Σαββάτου; Τουν Τόλιου κι του Μήτσιου; π’ βάρισιν του μάτ’ ου Τόλιους απ’ του στιλνάρ’ απ τ’ γκουργκόλα π’ τσάκζιν; Έεεεε ..ώς τν Τιτάρτ’ διάφκιν.
Τν Πέφτ, ήρθιν του λιουφουρείου απ’ τ ‘ Σαλουνίκ’ κι απ’ τν Κόζιαν’. Στ’ Σαλουνίκ’ ίχιν ου Τόλιους, έναν αδιρφό τουν Τσέλιου. Μι του μισμιριάτκου του λιουφουρείου ήρθιν ου Τσέλιους για να ιδεί τουν Τόλιου κι τ’ Μάνατ’. Ου Τσέλιους αντάμα μι τ’ άλλα τα καλούδια πούφιριν απ’ τν πόλ’ ..ήφιριν κ’ ένα δώρου στουν αδιρφότ’…ένα ρουλόϊ για του χέρ..αλλά αλλιώτκου ρουλόϊ..τέτοιου που πλούσαν οι καφιτούλιδις οι φίλ’ μας. Του ρουλόϊ αυτό ήταν τσιούτσιανου, όχ’ σαν του καμπαναριό, μκρό κι το δένις στου χέρ’ σ’ μι λουρί. Στου ρουλόϊ αυτό δεν κλώθουνταν τριούρ’ , βιλόνις για να δείχν, τν ώρα..αλλά αριθμοί που έδειχναν κι τν ώρα κι τα λιφτά, αλλά κι τα διφτιρόλιφτα.
Του Σαββάτου, καλή ώρα, βάν ου Τόλιους του Ρουλόϊ στου λιάβου του τσιούγκουτ’ , κι κατιβαίν ‘ πτ στράτα πτου καμπαναριό στν πλατέα. Στου καφινείου τ’ Λιόλια κάθουνταν ου αντάϊς τ’ ου Μήτσιους, κι δουκίμαζιν τα γράδα που μια τιουλτιούκου νιόφιρτ’ πουχιν φέρ’ ου Λιόλιας ου καφιτζής απ’ τ’ Χρούψτια.
Του Μήτσιου τουν έκαμίν ιντίπους’ που ου φίλους τ’ ου Τόλιους δεν τράβξι ίσια κατ’ αυτόν αλλά ίχιν μαζουμένου του μανίκ’ τ’ πτου λιάβου του χερ’ τ’, ως σχιδόν τ’ αμπασκάλ’ τ’ κι του ‘χιν συνέχεια κατά σιαπέρα , σα να τόδειχνιν σ’ όλνους.
Ου Μήτσιους σούρζιν..κνούσι τα χέριατ’ ..φώναζιν , τσούρζιν αγγάρζιν, αλλά ου Τόλιους τίπουτα. Κάπουτι κι άλλου, πήριν χαμπάρ, κι γιάτους..έφτασιν στου τραπέζ’ τ’ Μήτσιου
Μήτσιους: Άϊντι ρε..που ίσι, τοσ’ ώρα σουρίζου ,χουϊάζου κνώ τα χέρια κι σύ καντίπουτα…δε μι γκαμπλίωντς;
Τόλιους : Όχ’ ρε αντάσ’.. σί γλιπα , αλλά είχα ψιά δλειά κι γι’ τ΄αυτό άργησα
Μήτσιους: Καλά ρε …Λιόλιααα..φέρ ένα φυλτζιάν’ για τουν Τόλιου…κι ψίχα μιζέ..
Σι λίγου..φτάν ου Λιόλιας κι φέρν τα ύπιργα
Μήτσιους : Κι δε μι λές ρε Τόλιου..τι τιζαρώντς του λιάβου του χέρς, έτσ’ σιαπέρα;; Τι μαύρου ίνι αυτόϊα του κουλουριαζμένου στου χέρσ;
Τόλιους : Ρουλόϊ ρε ίνι..μι τούφιριν ου αδιρφόζμ ου Τσέλιους απ’ τ’ Σαλουνίκ’. Τήρα τι έμπριπου ίνι;; Πρέπ’ να γλέπουμι τν ώρα αράδα ρε..δε θαρείς; Κι δείχν τα πάντα..
Μήτσιους: Τήρα Τόλιου ..ιγώ γλέπου τν ώρα στου καμπαναριό κι αυτό μι φτάν. Είχαμι κι στου σπίτ’ ένα ρουλόϊ, π’ μι τόφιριν ου αξάδιρφους ου Ντιόντιους πτ’ Γιρμανία. Τούχαμι κριμαζμένου στου ντβάρ.αλλά δεν έζισιν για πουλύ ..του τσάκσα μι του σκιπάρ’ προυχτές. Μόλις τιντώνουμάσταν, κι ζάρουνάμι να τουν τσακίσουμι ψίχα..έβγινιν ένας κούκους κι κάθι ντίν κι νταν π’ βαρούσιν ήλιγιγιν κι αυτός κούκου-κούκου. Παρατόρζαμι όλ’ , σκιάζουμάσταν κι αναβαλνιούμασταν ..άσι αράδα τίκι-τάκα-τίκι – τάκα..σ’ έπιρνιν του κιφάλ’ πήρα του σκιπάρ’ κι του σιγούριψα..δεν απόμνιν καντίπουτα ..λιάντσα κι τα γαργαλίδιατ’ που μέσα κι τουν κούκου..τουν λιάρσα, τουν σιγούριψα
Τόλιους: Κι τώρα ρε τι φκιάντι; Πως πουρέβτι μι τν ώρα;
Μήτσιους: Τήρα…ιπανήλθαμι στς ιργουστασιακές ρυθμίσεις…ιπιστράτιυσα ξανά τουν πέτνου κι ίμιστι μια χαρά..ούτι αμπουδάει..ούτι ινουχλάει λαλάει κι ειδουποιάει όταν πρέπ’ δηλ τς χαραές..όλα καλά…ούτι κούκους ούτι πλιακατάρ..τακα-τούκα, τακα-τούκα
Τόλιους:Τήρα ..κανουνικά πρέπ να ξέρς συνέχεια τι ώρα ίνι για να..
Μήτσιους: Δε θέλου να ξέρου ντίπ. Όταν πνώ ξέρου ότι ίνι γιόμα..όταν ράβουντι τα μάτια κι ίνι σκουτίδα ίμιστι έτμ’ για τέντα..όταν λαλάει ου πέτνους χαραές , όταν ικιών’ κάμπουσου αυτόϊα του τσινάρ’ ίνι απόγιμα ..κιόλα λοιπόν ετσάϊα ίνι ιντάξ. Βέβια προυχτές έπαθα άνα γιρό χατά. Κουβαλούσα κλαδί απ’ του ρμάν’ κι ιπιδίς ου Γιατρός ου γιατρουσόφς, πτ νι Σιάτστα, μ’ έδουκι κατ’ στρόγγυλα χάπια, τρανά σαν αυτά που παιρν οι προυβατίνις μι του χπάρ..(ιπιδή έιχα τσίλια κι άχαρα), κι μίπειν να τα παιρντς κάθι ουχτό ώρις, ‘επριπι να γνουρίζου παγκάτ τι ώρα ίνι. Όπους κατέβινα πουπάν απ’ τα καγγέλια..ιδώϊα στς ράχις τηρούσα να ιδώ τν ώρα στου καμπαναριό ..αλλά που να γκαμπλιώσου..δε ζάρζα καντίπουτα γιατί ήταν μακρά κι ίμι κι ψιά κουντόφιξους. Μόλις κλώθου, ιδώια σμα, στς ράχις, για ου Νάσιους ου Βραγγάλτς. Ίταν τιντουμένους δίπλα στ’ στράτα, σν άκρα απ’ τ΄αλών’ τ’ κι δίπλατ’ βουσκούσιν του γουμάρτ’. Ωρέ λέου..δεν τουν ρουτώ τι ώρα ίνι μπας κι πρέπ’ να ξέρου να πάρου του χάπ’ αυτός κιόλαντς ίχιν ένα ρουλόϊ μι αλτσίδα στου τζιουπούλ απ του γιαλέκου. Κι τουν λέου «..γειά σου ρε Νάσιου..ξέρς να μι πείς ρε τι ώρα ίνι για να πάρου ένα χάπ;»
Κι τι γένιτι λές..ου Νάσιους , δεν έβαλιν του χερτ’ στου τζιουπούλ’ ( φαίνιτι τουχιν αστουχής του ρουλόϊ σπίτ), για να μι πεί τν ώρα αλλά!!! Τσακών πρώτα τα λιμπά π’του γουμάρ κι μι λέει:
Νάσιους: Ναι ρε Μήτσιου έντικα παρά είκους ίνι
Απόμκα…ωρέ πως κατάλαβιν τι ώρα ίνι αφού πρώτα τσάκουσιν τα λιμπά πτου γουμάρτ;Μυστήρια πράματα…Τ’ απόγιμα π’ κίντσα να φέρου μια στράτα ακόμα…τα ίδια..Τί ώρα ίνι ρε Νάσιου; Ξέρς;. Τα ίδια ..τσακών τα λιμπά πτου γουμάρ’ τ κι μι λέει « Τέσσιρις κι τέταρτου ίνι»
Μι γκουμπζιάλτσιν παραφύσις «Ωρέ αν τσακώντς τα λιμπα πτου γουμάρ κι ξέρς τι ώρα ίνι; Πάει σώθκις..»
Πααίνου πλές , ξιφουρτώνου κι του θκόμ του γουμάρ…κι ύστιρα του τσακώνου τα λιμπά να καταλάβου τι ώρα ίνι. Τίπουτα σκουτίδα..δεν κατάλαβα ντιπ καντίπουτα. Φούσκουσα «ή πρέπ του θκόμ του γουμάρ νάνι ανέσουστου κι ζαραλίσιου ή πρέπ να παζαρέψου ν’ αγουράσου του γουμάρ τ Νάσιου..θα σουθώ»
Μια κι δυό, γιάμι στς ράχις
Μήτσιους: Γειά ξανά ρε Νάσιου..Δε μι λές ρε Νάσιου του πλάς του γουμάρ’ς;
Νάσιους: Όχ’ ρε Μήτσιου…δεν του πλώ..γιατί; ..πως σίρθιν;
Μήτσιους: Να ρε…δε σι κρύβουμι ..ιπιδή έχου τσίλια άχαρα κι αντράλα…πήγα προυχτές στου γιατρό του γιατρουσόφ κι μ’ έδουκιν να παίρνου κατ’ χάπια να τα παίρνου κάθι ουχτό ώρις. Έπριπι λοιπόν να ξέρου τν ώρα. Κι ιπιδής ξέρου δεν τς πατάς, ίπα ν’ αγουράσου του γουμάρ’σ να ξέρου τν ώρα, ιπιδή σ’ ίδα ..τσακώντς τα λιμπάτ’ κι μι λές τν ώρα
Νάσιους: Τίιιι!!! (Χιρνάει να γκαργκαλιέτι κουτσιούνταν κι ξικίσκιν στα γέλια..) Ποια λιμπά τσακώνου πτου γουμάρ κι γνουρίζου τν ώρα ρε αχμάκ’; Ισί ίσι για δέσμου. Να ρε χλιάρα…κάθι φουρά π’ απιρνούσις κι μι ρουτούσις τν ώρα..τηρούσα κατά του καμπαναριό για να στ’ν’ πώ αλλά μ’ αμπουδούσαν τα λιμπά πτου γουμάρ κι δεν ήγλιπα του ρουλόϊ. Κέτς, τσάκουνα κι παραμιρνούσα ψια τα λιμπά πτου γουμάρ, κι ήγλιπα του καμπαναριό κι σ’ ήλιγα τν ώρα. Σλιάμτα ε σλιάμτα ΧΑ-ΧΑ-ΧΑ
Μήτσιους: (συνιχίζ τ διήγησ’) Κατάλαβις τι έπαθα ρε;; αντρουπιάσκα ντίπ..θάρσα τσακώντς τα λιμπά πτου γουμάρ κι μαθαίντς τν ώρα.. Αντρουπιάσκα ρε σι λέου..βάλι μια τιουλτιούκου ρε ν’ αστουχήσου
Τόλιους: Δεν πειράζ ‘ ρε..γένουντι αυτά (κι τιζάρουνι του χέρτ’ για να φαίνιτι του ρουλόϊ’τ’). Πρέπ’ να πάρς κι σι ρε ένα ρουλόϊ σαν του θκόμ για να..
Μήτσιους: Ώρε Τόλιου!! Ξιαστουχήθκα..μπας ρε κι ίνι ή ώρα να πάρου του χάπ; Τι ώρα ίνι ρε Τόλιου;
Τόλιους: (τηράει ου Τόλιους του ρουλόϊτ κι λέει) Δέκα κι εικουσιένα λιφτά κι..τριανταένα διυτιρόλιπτα
Μήτσιους: Ώρε Τόλιου…τουν πύραυλου θ’ απουλήκς;; Λιόλιααα..φερ’ μια τιουλτιούκου γιατί θα μι ζουρλάν όλ’ σήμιρα
ΣΕ ΛΙΓΟ… «ΝΕ ΘΑ Τ΄ΜΥΡΙΙΣ ΚΙ ΝΕ ΘΑ ΤΝ ΙΔΕΙΣ ΜΕΡΟΣ 6»
ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ
ΚΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ