675
Σημαντική εισήγηση μέσα από τις αφηγήσεις του Παπα-Γιώργη Παπαξάνθη και των παλαιότερων για τον Άγιο του λαού, Άγιο Νικάνορα
Όσιος Νικάνωρ : ένας Άγιος του Λαού.
— Παιδικές μνήμες, ιστορήσεις του παππού μου παπα-Γιώργη Παπαξάνθη και αφηγήσεις των γεροντότερων αλλά και του πατέρα μου με κατακλύζουν πάντα -και κάθε φορά και κάτι άλλο, πρόσθετο συγκινητικό- όταν βρισκόμαστε, όπως και τώρα, γύρω από την 7η Αυγούστου, μέρα γιορτής (ημέρα κοιμήσεως) του Οσίου Νικάνορος του Θεσσαλονικέως, ιδρυτή, κτήτορα, πρώτου και καθοδηγητή καθηγούμενου της Ι. Μονής της Ζάβορδας, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Ένα τέτοιο ρίγος με διαπέρασε και με κρατά σε εγρήγορση από τη μέρα που συζήτησα με τον αγαπητό μου Μίλτο Παπανικολάου τη συμμετοχή μου με το θέμα αυτό στο Συνέδριο τούτο.
Είναι ακόμα ζωντανή η θύμηση μου από τη βοήθεια που όφειλα, γόνος κι εγώ, όπως δεκάδες, κτηνοτροφικής, ορεσίβιας οικογένειας της Πίνδου, από το γειτονικό (απέναντι) Πανόραμα στον Άγιο και στο Μοναστήρι, και που πραγματοποίησα με σοβαρή οικονομική ενίσχυση για τις εργασίες αποκατάστασης, επανοικοδόμησης και συντήρησης , επί εποχής του μακαριστού μητροπολίτη Γρεβενών Σεργίου Σιγάλα, στα χρόνια της κυβερνητικής μου θητείας (2000 -4).
Μακάρι οι σκέψεις και οι απόψεις που θα μοιραστώ μαζί σας, σήμερα, να σας φανούν χρήσιμες, γιατί αληθινές είναι.
Ο Όσιος Νικάνωρ είναι πράγματι ένας Άγιος, μια πνευματική μορφή, μια παρηγορητική φυσιογνωμία βαθιά δεμένη με την ιστορία, τους κατοίκους, τη ζωή και τις κακουχίες της περιοχής Γρεβενών και της Δυτικής Μακεδονίας. Και το Μοναστήρι του, της Ζάβορδας, μια εστία καλοστεριωμένη, φιλόξενη, δική μας, ένας φάρος ελπίδας, πίστης και τιμής.
Ο Νικάνωρ: ένας Άγιος με μοναδική, διαρκή και αδιάλειπτη λαϊκότητα και βαθύτατο σέβας.
Μια ανάλογη τέτοια πνευματική, εκκλησιαστική φυσιογνωμία -με άλλη όμως αποστολή και διαφορετικό προφίλ- είναι ο πολύ πιο σύγχρονός του, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (ο επονομασθείς από τον Λαό πατρο-Κοσμάς).
Ο Όσιος Νικάνωρ και το Μοναστήρι του αποτέλεσαν σταθερές αναφορές και ένα είδος ψυχικού στηρίγματος όλου του κτηνοτροφικού κόσμου των Γρεβενών, όλου του κόσμου της υπαίθρου και της Δυτικής Μακεδονίας. Ιδιαίτερα εκείνων των νομαδικών ορεσίβιων οικογενειών που ζούσαν σε βασανιστικές συνθήκες μετακινούμενοι για να ξεχειμωνιάσουν στα χειμαδιά (της Μακεδονίας ή της Θεσσαλίας), και, πίσω, στους ορεινούς τόπους τους για να ξεκαλοκαιριάσουν.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, – και ο καθένας μας έχει ακούσει πολλές -, για την ευεργετική παρέμβαση του Αγίου σε περιπτώσεις σοβαρών ασθενειών ανθρώπων και ειδικότερα νέων ανθρώπων. Πολύ, όμως, περισσότερο -σχεδόν σε κάθε κτηνοτροφικό χωριό – υπάρχει μια αφήγηση για θεραπευτική παρέμβαση Του σε σοβαρές νόσους σε κοπάδια ζώων και σε επιζωοτίες. Ενώ, πάμπολλες είναι οι ιστορήσεις για την προστασία και βοήθεια ανθρώπων βιοπαλαιστών της υπαίθρου στο Μοναστήρι, σε κάποιες στιγμές δυσκολίας ή κρίσης στη διάρκεια του βίου τους. Ή από σκληρές καιρικές συνθήκες στον ”κατεβασμένο κάτω από το Μοναστήρι Αλιάκμονα”, ή σε περιπτώσεις διατροφικής κρίσης, όπως την περίοδο της Κατοχής, ή στις περιπτώσεις των εθνικών κινημάτων για την Επανάσταση του ’21 ή την Απελευθέρωση της Μακεδονίας, ή, ακόμα, στην αναζήτηση στήριξης για ξεκληρισμένες κι ορφανεμένες οικογένειες.
Όσιος Νικάνωρ: από τη Θεσσαλονίκη στο Καλλίστρατον όρος. -H Ζάβορδα: Μοναστήρι μοναδικής αξίας και σημασίας!
Ο κατά κόσμον Νικόλαος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1491, από γονείς πλούσιους και ευγενείς (Ιωάννης & Μαρία). Υπάρχει ακόμα στη Θεσσαλονίκη η μνήμη ότι ξεκίνησε τη σχέση του με την Ορθόδοξη Εκκλησία από τον Άγιο Μηνά, στην πιο ζωντανή και πολύβουη περιοχή για την τότε εποχή της πόλης της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη είχε αλωθεί από τους Οθωμανούς το 1430, παρά την ανάθεση της υπεράσπισης της στην τελική φάση της πολιορκίας της από τον Μουράτ Β΄ στους Βενετούς και από το 1470 και μετά δεχόταν κύματα νέων μετοίκων από Ισπανία και Γερμανία (Εβραίοι), από Κ. Ιταλία και Σικελία, από Βαλκάνια (Σερβία, Βουλγαρία κλπ).
Σε ηλικία 20 ετών ο κατά κόσμον Νικόλαος χάνει τον πατέρα του. Παρά τις διαθέσεις της μητέρας να ακολουθήσει κοσμική σταδιοδρομία αξιοποιώντας και την πολύ καλή οικονομική θέση της οικογενείας του, μετά το θάνατό της, σε ηλικία 26 ετών, ο Νικόλαος στρέφεται αποφασιστικά προς τον Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη. Εκάρη μοναχός, επιλέγοντας ως νέο του όνομα, το ένδοξο Μακεδονικό όνομα Νικάνωρ ( = νικητής των ανδρών). Όνομα του ενός από τους τρείς γιούς του Μακεδόνα στρατηγού του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου του Γ΄ του Μέγα, του Παρμενίωνα, ο οποίος μαζί με τον Αντίπατρο αποτελούσαν δύο από τους σημαντικότερους και αξιολογότερους στρατηγούς. Ο Νικάνωρ του Παρμενίωνα συνεκστράτευσε μαζί με τον Αλέξανδρο, ως αρχιϋπασπιστής του ανάμεσα στους Εταίρους, επικεφαλής των Πεζαίτερων στις μάχες στο Γρανικό, στην Ισσό, στα Γαυγάμηλα, πεθαίνοντας το 330 π.Χ., από βαρύ τραυματισμό και λόγω αυτού σχετικής ασθένειας στην Άρεια. Επίσης, το νέο του όνομα, Νικάνωρ, για τον κατά κόσμον Νικόλαο, εκτός απ΄ αυτή την ένδοξη αναφορά, αποτελούσε και το όνομα του αρχιδιακόνου (από τους επτά) του πρωτομάρτυρα Στέφανου.
Ο Νικάνωρ από τα πρώτα του χρόνια εντός της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε ξεχωριστή προσωπικότητα, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης του είχε αναθέσει τα καθήκοντα του γραμματέα (του τυπικάριου) της Μητρόπολης, σκοπεύοντας να είναι ο διάδοχός του, ως επικεφαλής της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Όμως, ο Νικάνωρ, το 1517, αφού διέθεσε την οικογενειακή του περιουσία στους πτωχούς και απόρους της γενέτειρας του, υπακούοντας στο όραμα του: ”Νικάνορ, έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και πορεύου εις το του Καλλιστράτου όρος και αγωνίζου εκεί…” , εξήλθε της Θεσσαλονίκης, πορευόμενος προς τη σκλαβωμένη Δυτική Μακεδονία.
Βρισκόμαστε στις αρχές του 16ου αιώνα.
O 16oς αιώνας βρίσκει τον Ελληνισμό να αναλαμβάνει από τις τρομερές συνέπειες της οθωμανικής κατάκτησης. Η αναγέννηση που παρατηρείται στον εκκλησιαστικό χώρο εστιάζεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στα μεγάλα μοναστικά κέντρα, όπως το Άγιον Όρος και τα Μετέωρα. Με την οικονομική βοήθεια που έρχεται κυρίως από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και τα οικονομικά της Εκκλησίας που σε περιπτώσεις ανακάμπτουν ανεγείρονται μοναστηριακοί ναοί, αρσανάδες, πύργοι και σπουδαίου καλλιτέχνες δημιουργούν έργα μνημειακής ζωγραφικής. Μακριά από τα αστικά κέντρα και τις πεδινές περιοχές, όπου κυριαρχούν οι περιοριστικοί και συχνά σκληροί, ως προς την εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων, οθωμανικοί νόμοι, ιδρύονται, ανακαινίζονται ή ανακατασκευάζονται μοναστικά καθιδρύματα ως εστίες πνευματικής συσπείρωσης και αντίστασης ενάντια στον κατακτητή αλλά, επίσης και ως σημαντικές αγροτικές οικονομικές μονάδες που διαφεύγουν από τους δυσβάσταχτους φόρους του Τουρκικού κράτους.
Η ιερή πολιτεία του Αγίου Όρους με την εκούσια αποδοχή της οθωμανικής κυριαρχίας είχε εξασφαλίσει την απαλλαγή της από την παρουσία στρατιωτικών σωμάτων και ειδικό καθεστώς αποφυγής των δυσβάσταχτων οθωμανικών φόρων και στάθηκε πρότυπο για όλα τα μοναστήρια που ιδρύθηκαν στον Ελλαδικό Χώρο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Απόστολος Βακαλόπουλος μιλώντας για την λειτουργία του Αγίου Όρους την περίοδο αυτή επισημαίνει τη σημασία του στην ανάπτυξη του Ελλαδικού χώρου.
Παράλληλα, την περίοδο αυτή -αρχές του 16ου αιώνα- το Ελληνικό στοιχείο για πρώτη φορά επικρατεί μέσα από την πάλη του έναντι των άλλων εθνοτήτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Θεμελιώνει στοιχεία συνείδησης ξεχωριστής οντότητας, τάση που εκτός από την πάλη του Ελληνικού στοιχείου υποβοηθείται και από το γεγονός της απομάκρυνσης της παρουσίας των Δυτικών διευκολύνοντας την ανάδειξη της ταυτότητας των Ορθόδοξων Ελλήνων.
Διαμορφώνεται ένα ‘’Κίνημα’’. Κίνημα που ενισχύεται και καθοδηγείται από τη δράση ισχυρών προσωπικοτήτων, πνευματικών ανδρών οι οποίοι διαβλέπουν την ανάγκη αναστήλωσης και ανασύνταξης των δυνάμεων του Έθνους. Κινούνται συνήθως προς τις ορεινές περιοχές, ενώνοντας γύρω τους κρίσιμες δυνάμεις, συσπειρώνοντας την πνευματική και αναγεννώντας την οικονομική ζωή των περιοχών.
Ο Νίκος Σβορώνος με ενάργεια έχει περιγράψει το ευρύτερο πλαίσιο και την ισχυρή τάση που διαμόρφωσε την εθνική ελληνική συνείδηση. Στο καθοριστικό έργο του: Το Ελληνικό Έθνος, γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, ο Νίκος Σβορώνος γράφει: «Η νέα πορεία του Ελληνισμού αρχίζει να διαγράφεται καθαρά από το τέλος του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα, για να διαρκέσει, περνώντας από διάφορα στάδια, ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Είναι η περίοδος που ένας παλαιός λαός, με την προοδευτική του διαμόρφωση σε ένα συντελεσμένο έθνος, ανανεώνεται και αποτελεί μια καινούργια ιστορική οντότητα, τον Νέο Ελληνισμό, δηλαδή το Ελληνικό έθνος».Και συνεχίζει: «…Από το τελευταίο τέταρτο του 11ου αιώνα ως το 1204, ο Βυζαντινός αρχίζει να συνδέεται με το ιστορικό του παρελθόν και να ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τις λαϊκές ρίζες του πολιτισμού του. Αρχαία Ελληνική κληρονομιά και χριστιανική πίστη αρχίζουν να συμβιβάζονται στη συνείδησή του και να γίνονται τα συστατικά της στοιχεία. Η ίδια η επίσημη εκκλησία, παρ’ όλη την αντίδρασή της στους νέους αυτούς προσανατολισμούς, με τις διαμάχες της με την Παποσύνη και τον οριστικό της χωρισμό από την δυτική εκκλησία, αρχίζει να χάνει τον οικουμενικό της χαρακτήρα και να μεταβάλλεται σε ανατολική ορθόδοξη εκκλησία, που έχει για κύριο στήριγμα τον Ελληνισμό. Η νέα αυτή ιδεολογία εκφράζει το πρώτο στήριγμα ενός εθνικού αισθήματος στον Ελληνισμό, που έχει μείνει πλέον το μόνο στήριγμα του Βυζαντίου.
Οι ιδεολογικές αυτές κατευθύνσεις θα ξεκαθαρίσουν περισσότερο στους αιώνες που ακολουθούν, με την ανάπτυξη ενός ισχυρού πατριωτικού αισθήματος μέσα στους πολύπλευρους αγώνες του Ελληνισμού. Το παλαιό αυτοκρατορικό-πατριωτικό αίσθημα που γνώρισε το Βυζάντιο σε παλαιότερους αιώνες κατά τους αγώνες του εναντίον των Αβάρων, των Σλάβων ή των Αράβων, παίρνει πράγματι τώρα για πρώτη φορά εθνικό-ελληνικό περιεχόμενο με την αντίθεση ολόκληρου του Ελληνισμού εναντίον της φραγκικής κατάκτησης, αντίσταση που ο εθνικός της χαρακτήρας τονίζεται περισσότερο από το γεγονός ότι ο Ελληνισμός δεν παλεύει μόνο εναντίον ξένων προς την Αυτοκρατορία στοιχείων (των Φράγκων ή των Τούρκων κατακτητών), αλλά και εναντίον λαών όπως οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι που είχαν θεωρηθεί επί αιώνες αναπόσπαστα τμήματα της Αυτοκρατορίας…»
Την περίοδο για την οποία μιλούμε, δηλαδή αρχές του 16ου αιώνα, βρισκόμαστε σε συνθήκες τουρκικής κατάκτησης και σ΄αυτό το πλαίσιο βασανιστικής διαμόρφωσης της οντότητας και συνείδησης των σκλάβων Ελλήνων Ορθόδοξων Χριστιανών.
Πρωτοπόροι και πρωτεργάτες, που οι ορθόδοξοι χριστιανοί τους τιμούν ως αγίους και εν ζωή και μετά το θάνατό τους, και οι οποίοι προσφυώς ονομάστηκαν Άγιοι της ελληνικής υπαίθρου, Άγιοι του Λαού ήταν: ο Όσιος Διονύσιος (+1541), ο πλέον δραστήριος όλων, συνδεδεμένος με την ανακαίνιση των μονών του Τιμίου Προδρόμου Βεροίας, του Φιλοθέου στο Άγιον Όρος, την ίδρυση της Μονής της Αγίας Τριάδας στον Όλυμπο και της Σουρβιάς στο Πήλιο, ο Άγιος Θεωνάς (+1541) στη Θεσσαλονίκη, οι Άγιοι αυτάδελφοι Θεοφάνης (+1544) και Νεκτάριος (+1540) στα Μετέωρα, ο ΄Αγιος Βησσαρίων (+1540) στα Τρίκαλα, ο Άγιος Συμεών ο Ανυπόδητος (+1594) στο Πήλιο, ο Άγιος Δαμιανός (+1568) στον Κίσσαβο, ο Άγιος Γεράσιμος ο νέος (+1579) στην Κεφαλλονιά, ο Άγιος Δαβίδ (+1601) στην Εύβοια, ο Άγιος Γεράσιμος ο νέος (+1579) στην Κεφαλλονιά. Στη χορεία αυτών των προσωπικοτήτων εμφαντική και ξεχωριστή είναι η μορφή και η πορεία του Όσιου Νικάνορα! Ας σημειώσουμε, εδώ, δύο σημαντικά γεγονότα: Το πρώτο, που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι πνευματικοί ηγέτες του ‘’Γένους’’ των Ελλήνων διαμορφώνουν ταυτότητα και απέναντι σε άλλους λαούς (π.χ. Βούλγαρους και Σέρβους) της άλλοτε ενιαίας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, είναι ο σκληρός με κίνδυνο της ζωής του αγώνας του Όσιου Διονυσίου να μετατρέψει σε Ελληνική τη μονή Φιλοθέου στο Άγιο Όρος, που έως τότε βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Βουλγάρων. Το δεύτερο γεγονός των δεσμών και της συνείδησης κοινής πορείας των πρωταγωνιστών αυτού του ‘’κινήματος’’ είναι η παρακαταθήκη του ίδιου του Όσιου Νικάνορα στη δεύτερη Διαθήκη του, όπου ρητά καταγράφονται από τον ΄Αγιοκαι ο δεσμός που είχε με τη μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, καθώς και με τη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου στη Βέροια και με τον όσιο Διονύσιο τον οποίο αποκαλεί «αδελφό και συνασκητή». Στις οδηγίες που ο Νικάνωρ στη Διαθήκη του δίνει για την εύρεση κατάλληλου ηγουμένου γράφει: «Σκεψάτωσαν οι γέροντες του μοναστηρίου, και της συνάξεως, και ερωτάτωσαν μετά ακριβείας και τους ιδιώτας. Και εάν ευρεθή πρόσωπον εις την μονήν, του σωτήρος χριστού του μετεώρου προσκαλεσάτοσαν αυτόν, και ποιείσωσιν ηγούμενον, και εάν δεν ευρεθεί εκεί ας εξεζητήσωσην, εκ την μονήν του Bαρλαάμ. Και εάν και απεκεί γένη στέρισις να παγένεται εις το μοναστήρι, του τιμίου προδρόμου, του εν τη σκήτη της Βεροίας, εις το κτήριον του εμού αδελφού και συνασκητού, κυρ Διονυσίου. μετά πολλών δακρίων και οιμωγών και στεναγμών να προσκαλέσετε τίμιον πρόσωπον δια ηγούμενον»!
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Γρεβενών Σέργιος κατέγραψε και εξέδωσε πλήρη κατάλογο όλων των κειμηλίων της μονής καθώς και κώδικες αλληλογραφίας και το αρχείο της μονής, έργο για το οποίο τιμήθηκε με το βραβεἰο της Ακαδημίας Αθηνών, δείγμα της σπουδαιότητας του μοναστηριού, του μοναδικού μνημειακού του υλικού και της ιστορίας του.
Το παλαιότερο, όμως, επίσημο έγγραφο που βρέθηκε στη βιβλιοθήκη της μονής είναι μια Συνοδική Πράξη του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ιωάσαφ του έτους 1527. Το έγγραφο αυτό είναι σημαντικό και επιβεβαιώνει την εξέλιξη της μοναστικής πορείας του Αγίου, από το ασκηταριό, στην πρώτη μεγέθυνση της κοινοβιακής του προσπάθειας του, στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων επιβίωσης του μοναστικού κοινοβίου και, τελικά, στο μεγάλο άλμα με την ίδρυση και ανέγερση της Μονής στο πλάτωμα του πρόβουνου της Βουνάσας, στο Καλλίστρατο όρος. Η Συνοδική αυτή Πράξη του 1527 είναι η πρώτη που χρονολογικά επιβεβαιώνει και επαινεί «τον άξιον δεικνύοντα εις παν έργον αγαθόν τον τιμιώτατον εν ιερομονάχοις κύρ Νινάνορα, τον καθηγούμενο της ιεράς και σεβασμίας μονής του ενδόξου μεγαλομάρτυρος και θαυματουργού Γεωργίου του τροπαιοφόρου, του επίκλην Ζάμπουρτζα, αλλά και πολλών άλλων τιμίων ανθρώπων…».
Η ίδια εν Θεσσαλονίκη Σύνοδος, αποφαίνεται να συνεχίσει να είναι ηγούμενος του Αγίου Γεωργίου ο Νικάνωρ, να μην ενοχλείται από κανέναν, ούτε να πειράζει κανείς την περιουσία του μοναστηριού, που αποτελούνταν από χωράφια, αμπέλια και περιβόλια, προσφορές ευσεβών χριστιανών. Όποιος παραβαίνει τις απαγορευτικές αυτές διατάξεις να αφορίζεται. Οι δε μοναχοί οφείλουν να ζουν κοινοβιακά, άλλως είναι αφορισμένοι και ασυγχώρητοι. Το 1527, λοιπόν, ο Όσιος Νικάνωρ βρίσκεται στο Ασκηταριό που εδώ εννοείται και ονομάζεται Μονήν του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.
Το άλμα, που προανέφερα, μαρτυρείται από τον ίδιο τον Άγιο, ο οποίος στην εκτενή δεύτερη Διαθήκη του αναφέρει: «…και από του Καλλιστράτου, ερχόμενος απάνου, εις την κορυφήν του βουνού του βουνού, εύρον πεπαλαιομένον και χαλασμένον θεμέλιον, και τόπος δύσβατος και λόγγος πολύς, και δι΄αποκάλυψιν Θεού ερχομένου μου απάνου εις το όρος, και δουλεύοντας τον τόπον ευρών την εικόνα του Σωτήρος Χριστού της Μεταμορφώσεως, και κεί με πολλούς κόπους και μόχθους, ανήγειρα τον ναόν του Σωτήρος Χριστού της Μεταμορφώσεως, μετά των κελλίων, και τράπεζαν και αρχονταρίκιν και μαγκιπείον, και αμπελικαίς και τα μετόχια…». Η εύρεση της εικόνας της Μεταμορφώσεως και του παλαιού και χαλασμένου θεμελίου, που ο ίσιος ο Άγιος αναφέρει μαρτυρούν την ύπαρξη κατεστραμμένης μονής, της οποίας η ίδρυση πρέπει να ανάγεται στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, και το πιθανότερο στον 14οαιώνα, τον αιώνα του ησυχασμού. Τότε κτίστηκε σημαντικός αριθμός μοναστηριών αφιερωμένων στη θεία Μεταμόρφωση. Ενδεικτικά σημειώνουμε, στον άξονα Αγίου Όρους – Θεσσαλίας, τις μεγάλες μονές Κουτλουμουσίου και Παντοκράτορος στο Άγιον Όρος, Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη, Ολυμπιώτισσας στην Ελασσόνα, Μεγάλου Μετεώρου και Ρουσάνου στα Μετέωρα, Δουσίκου στα Τρίκαλα.
Είναι, λοιπόν, αρκετά καθαρό. Ο Άγιος Νικάνωρ εξέρχεται της Θεσσαλονίκης, πορευόμενος, διέρχεται από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου της Βέροιας, συνεχίζει διδάσκων και στερεώνων την Πίστιν των χριστιανών, ανεβαίνει ακολουθώντας αντίστροφα τον ρου του Αλιάκμονα, Σέρβια, Κοζάνη, Κάλιανη (Αιανή), Βέντζια, φθάνει στην επαρχία των Γρεβενών, στο όρος του Καλλιστράτου, το ονομαζόμενο τότε -και ορισμένες φορές μέχρι σήμερα- Κονιβός (από το σλάβικο -κονιβ που σημαίνει «ίππος/άλογο»). Και εκεί, στο μέσα μέρος της μεγάλης καμπής του Αλιάκμονα, στο κοίλωμα δυσανάβατου και απροσπέλαστου βράχου βρίσκει το μονύδριο του Αγίου Γεωργίου και όπως ο ίδιος γράφει: «Ενεχειρίσθην την εν τω Καλλιστράτω όρει οίκησιν και την ανάκτησιν της σεβάσμας μονής της εις όνομα τιμώμενον Αγιος Γεώργιος…» Είναι το 1517!…
Μετά από 10 χρόνια, το 1527, ο τιμιότατος ιερομόναχος Νικάνωρ μνημονεύεται και επαινείται με Συνοδική Πράξη της εν Θεσσαλονίκη Συνόδουως καθηγούμενος της ιεράς μονής του Αγίου Γεωργίου του επίκλην Ζάμπουρτζα.
Και το 1539-1540, υπακούοντας στη θεία εντολή: « Νικάνωρ, ανάβηθι ταχέως εις την κορυφήν του όρους και εκεί θέλεις εύρει την εικόνα μου εν τη γη κεκρυμένην και κτίσον εκεί εκκλησίαν εις το εμόν όνομα, και κελλία ότι λαόν θέλεις μου ποιμάνει περιούσιον» -ανεβαίνει στο υψίπεδο και ξεκινάει τις εργασίες της μεγάλης νέας μονής, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Είναι λογικό ότι κατά την εποχή αυτή η εγκατάσταση των πολυάριθμων μοναχών έγινε και στο χώρο όπου είναι κτισμένος ο κοιμητηριακός ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και όπου υπάρχουν οι κατάλληλες προϋπόθεσες κατοίκησης. Έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε και την απόκτηση από νωρίς κτημάτων και μετοχίων στο όνομα της μονής του Αγίου Γεωργίου τα οποία εν συνέχεια ενσωματώνονται στην επεκτεινόμενη οικονομική δραστηριότητα και περιουσία της Ζάβορδας.
Αρχικά ο ευρύς γνώστης και ερευνητής Μύρων Μιχαηλίδης, εν συνεχεία με πληρέστερη τεκμηρίωση ο αείμνηστος Γεώργιος Γούναρης καθηγητής του Α.Π.Θ., καθώς και η Αγγελική Στρατή έφορος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καστοριάς μέσα από συγκριτικές προσεγγίσεις και συστηματικές τεχνοτροπικές αναλύσεις έχουν καταλήξει ότι το καθολικό της Ζάβορδας έχει αγιογραφεί από τον Φράγκο Κατελάνο κατά την περίοδο 1542 -1548.
[Και, επί τη ευκαιρία, θα παρακαλούσα την Περιφερειακή Ενότητα Γρεβενών (και τους άλλους Φορείς, Δήμο κλπ) που χρησιμοποιούν στα ενημερωτικά τους έντυπα το όνομα του αγιογράφου, να το διορθώσουν και να το αποδώσουν σωστά: είναι Φράγκος Κατελάνος και όχι Φράγκος Καστελάνος.]
Το σημαντικό, που θα ήθελα, σήμερα εδώ να αναφέρω είναι το γεγονός ότι όταν ο Φράγκος Κατελάνος αγιογραφεί το καθολικό ο Όσιος Νικάνωρ είναι εν ζωή, και προφανώς είναι εκεί, παρών! Δηλαδή, ο Κατελάνος εργάζεται και αγιογραφεί με την εποπτεία και την φροντίδα του ίδιου του Αγίου, -κι αυτό έχει πολλαπλή και μεγάλη σημασία!
Ας δώσουμε ορισμένες διευκρινίσεις. Σύμφωνα με όλες τις χρονολογικές εκτιμήσεις που βασίζονται πρωτίστως στις δύο Διαθήκες του Αγίου, και συνδυαστικά στις παράλληλες πορείες του Διονυσίου του εν Ολύμπω με τον οποίο ο Άγιος διατηρεί στενή πνευματική φιλία καθώς και την ταυτόχρονη-παράλληλη ολοκλήρωση του καθολικού της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων (το 1544), προκύπτει ότι οι εργασίες για τη δημιουργία της Μονής της Ζάβορδας αρχίζουν περί το 1540 και η δεκαετία 1540-1550 είναι μια πυκνή εργώδης δεκαετία στο υψίπεδο αυτό το Καλλίστρατου όπου ανυψώνεται και σταδιακά εκτείνεται η Ι. Μ. της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Την ίδια περίοδο, μπορούμε να αντιληφθούμε μετά την ανέγερση του καθολικού, και από το 1542 έως το 1548 σύμφωνα με τις αρχαιολογικές προσεγγίσεις ο Φράγκος Κατελάνος αγιογραφεί το καθολικό, ενώ συνεχίζονται οι άλλες εργασίες ανοικοδόμησης στον χώρο του Μοναστηριού. Όταν ο Όσιος Νικάνωρ εκοιμήθη στις 7 Αυγούστου 1549, είχε μάλλον αναχωρήσει από τη Ζάβορδα και ο Φράγκος Κατελάνος…
Τούτα, μας οδηγούν και σε μια ακόμα σημαντικότερη διαπίστωση: ότι η τοιχογραφία στο Καθολικό της Μονής που απεικονίζει τον ίδιο τον Άγιο Νικάνορα να κρατά, ως κτήτωρ, στο αριστερό του χέρι την Μονή που δημιουργεί και να την προσφέρει στον Κύριο, ο όποιος τον ευλογεί,- η τοιχογραφία αυτή είναι το Φράγκου Κατελάνου και η εικόνα του Αγίου είναι η πραγματική μορφή του Αγίου όπως την είδε και την απέδωσε ο σπουδαίος Φράγκος Κατελάνος! Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός της απόδοσης-απεικόνισης του προσώπου του Αγίου με τα πορφυρά, καστανόξανθα γένια του…
Η Ζάβορδα ήταν και αναγεννώμενη τείνει να ξαναγίνει το ηγεμονικό Μοναστικό Κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας και ο Όσιος Νικάνωρ ήταν και είναι ο κατεξοχήν Άγιος της Δυτικής Μακεδονίας και του Λαού της με μεγάλη, βαθιά, διαχρονική πίστη και ευλάβεια.
Κρίνω αναγκαίο, σε συνάφεια με αυτά, να πω δυο λόγια και για τη Σχολή ζωγραφικής της Βορειοδυτικής Ελλάδας που μεγάλα και σημανικά δείγματά της έχουμε, εδώ, στη Δυτική Μακεδονία. Ο Φράγκος Κατελάνος και ο συνονόματός του Φράγκος με τον αυτάδελφό του ιερέα Γεώργιο Κονταρή είναι οι εκπρόσωποι του ζωγραφικού κινήματος που δημιουργήθηκε τον 16ο αιώνα στην ηπειρωτική Ελλάδα ως αντίπαλο δέος προς την κυρίαρχη τότε σύγχρονη Κρητική Σχολή ζωγραφικής επικεφαλής της οποίας ήταν ο αδιαφιλονίκητος Θεοφάνης ο Κρης.
Το κίνημα με κυρίαρχη τη μορφή του Φράγκου Κατελάνου ονομάστηκε αρχικά Σχολή των Θηβών, από την πόλη καταγωγής των τριών ζωγράφων, με καθοδηγητή και δάσκαλο τον Φράγκο Κατελάνο. Ο Φράγκος Κατελάνος ξεχωρίζει με την ιδιότυπη ζωγραφική γλώσσα του, τον έντονο ρεαλισμό, τα ζωηρά, στιλπνά και πυκνόρευστα χρώματα, ιδιαίτερα το κόκκινο και την έντονη εναλλαγή φωτός-σκιάς, την κίνηση και την πυκνότητα των προσώπων, με ορισμένες επιρροές από το Θεοφάνη τον Κρη και τους Ιταλούς, αλλά και με προσωπική ερμηνεία στη διατύπωση των αγιογραφικών θεμάτων.
Οι ονομασίες αυτής της σχολής ήταν: Τοπική Ηπειρωτική Σχολή, ή Μακεδονική Σχολή, και τέλος Σχολή της Βορειοδυτικής Ελλάδας η οποία και σωστά επικράτησε, εφόσον πολλά -τα περισσότερα- αξιόλογα έργα της εντοπίζονται στην περιοχή αυτή.
Ο Φράγκος Κατελάνος ενώ εμφανίζεται η υπογραφή του σε ένα και μόνο τοιχογραφικό διάκοσμο, σ΄αυτόν του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου της Αγιορείτικης Μονής της Λαύρας (1560), η τεχνοτροπία του και τα στοιχεία της Σχολής αυτής οδήγησαν τους αρχαιολόγους και τους αναλυτές να του αποδώσουν πολύ σημαντικά και σπουδαία τοιχογραφικά σύνολα, όπως τα καθολικά των μονών Μυρτιάς (κυρίως ναός) στην Αιτωλία (1539), των Φιλανθρωπηνών στο Νησί των Ιωαννίνων (1542), του Βαρλαάμ των Μετεώρων (1548), του Οσίου Νικάνορα της Ζάβορδας Γρεβενών (1542-1548), καθώς και στο ναό της Παναγίας Ρασιώτισσας στην Καστοριά (1553).
Δεν θα επεκταθώ στα περί αγιογράφησης, θα σημειώσω μόνο ότι το μνημείο δέχθηκε πολλές -και ορισμένες φορές όχι επιτυχημένες επεμβάσεις. Η ζωγραφική του τρούλου είναι μεταγενέστερη του 1869 από το ζωγράφο Μανουήλ, ενώ έχουν για την ζωγραφική του νάρθηκα, το 1835, αναφέρονται ο Γεώργιος Ζωγράφος εκ Σελίτζης (δηλαδή από την Εράτυρα) και ο υιός αυτού Μανουήλ.
Το Μοναστήρι, μεγαλοπρεπές, οχυρωμένο, αγιογραφημένο από σπουδαίους της εποχής και κατοπινούς αγιογράφους της περιοχής της Δ. Μακεδονίας και της Ηπείρου, με σπουδαία οργάνωση και υποδομές υποστήριξης των ανθρωπίνων και μοναστικών δραστηριοτήτων κτίσθηκε υπό την καθοδήγηση του Οσίου Νικάνορα και με την άοκνη συμμετοχή του ιδίου.
Το Μοναστήρι της Ζάβορδας, ή απλώς ”Ζάβορδα” αναφέρεται στον Κώδικα του Μοναστηριού ως ”Ζάπουρδα”, ο σημαντικός αγωνιστής του ΄21 Νικόλαος Κασομούλης, συνεργάτης του Ν. Στουρνάρη και του Γ. Καραϊσκάκη τέκνο της Δυτικής Μακεδονίας (από τη Σιάτιστα), το γράφει στα Ενθυμήματα του ”Ζάπορτα”. Υπάρχει, όμως, και παράδοση που αναφέρει ότι το όνομα δεν το έλαβε από τον παλιότερο, εκεί, κοντά ομώνυμο οικισμό, αλλά από το γεγονός ότι ο Όσιος γιάτρεψε το μονάκριβο κορίτσι του μπέη της περιοχής και εκείνος για να τον ευχαριστήσει ανέβηκε μαζί του στη Βουνάσα (το απέναντι προς το Καλλίστρατο όρος, που χωρίζονται από τον Αλιάκμονα) και δείχνοντας του την απέραντη έκταση που ως μπέης κατείχε, του είπε στα τουρκικά: ”Ζάπτ μπουρντά”, δηλαδή, πάρε απ΄ αυτά εδώ ό,τι θέλεις. Η παράδοση αυτή επιδιώκει να εξηγήσει και τις μεγάλες εκτάσεις, κυρίως βοσκοτόπια, που κατείχε το Μοναστήρι. Στις εκτάσεις αυτές υπήρχαν και εκτρέφονταν χιλιάδες μοναστηριακά μεγαλόσωμα γίδια ιδιαίτερης ράτσας (”ρώσια”, κοκκινότριχα), καθώς και τα μοναδικά μεγαλόσωμα μουλάρια με τα κυπροκούδουνα τους γνωστά σε όλη τη Δυτική Μακεδονία από τις περιοδείες ακολουθίας του Μοναστηριού με μπροστάρη μέρος των φυλασσόμενων οστών του Αγίου.
Το πιθανότερο ωστόσο για την ονομασία ‘’Ζάμπορδα’’ είναι ότι προέρχεται από της σλαβική φράση -za b’rdo – που σημαίνει «πίσω από το φρύδι του βουνού». Ακριβώς, δηλαδή αυτό που συμβαίνει με το ασκηταριό -απ΄ όπου ξεκίνησε όλη η μεγάλη αυτή θεόσταλτη προσπάθεια. Αν δει κανείς το βουνό από το βορρά το ασκηταριό βρίσκεται ακριβώς πίσω από το φρύδι του βουνού – za b’rdo (στα σλάβικα).
Το Μοναστήρι είναι Σταυροπηγιακό, δηλαδή ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Μονή αρχικά υπαγόταν στην αρχιεπισκοπή Αχριδών. Σιγίλλιο του αρχιεπισκόπου Αχριδών Μελετίου, του έτους 1677, που βρέθηκε στα χειρόγραφα της μονής επιβεβαιώνει ότι το μοναστήρι υπαγόταν στη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αχριδών και ζητούσε από τον επίσκοπο Γρεβενών να απέχει από τη διοίκηση και τη διαχείριση των οικονομικών του. Μετά την κατάλυσή της Αρχιεπισκοπής Αχριδών το 1767 η Μονή πέρασε στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Γρεβενών, με Μητροπολίτη τον Γρηγόριο (1749-1769). Όμως, λόγω της κακής ενοριακής της κατάστασης και μετά από αίτηση των μοναχών ανανεώθηκε η Σταυροπηγιακή αξία της μονής. Η διαδικασία έγινε από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο Β΄ (1774-1780) και στη συνέχεια από τον Πατριάρχη Κωνστάντιο Α΄(1830-1834). Σήμερα η μονή ανήκει στη Μητρόπολη Γρεβενών. Από το 1984 ως το 2002 δεν λειτουργούσε. Μετά από ενέργειες του μακαριστού Μητροπολίτη Γρεβενών Σεργίου η μονή άρχισε να λειτουργεί έχοντας ένα νεαρό μοναχό, τον Τιμόθεο. Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο νέος Μητροπολίτης Δαβίδ φρόντισε για την επάνδρωση της μονής με αδελφότητα επτά μοναχών, δίνοντας ζωή και συνέχεια στην ιστορία του μοναστηριού.
Σύμφωνα με την πρόβλεψη του Αγίου στη Διαθήκη του η Ζάβορδα είναι Μοναστήρι ανδρών, με πρόνοια για τις γυναίκες, που έρχονται για προσκυνηματικούς σκοπούς, εγκαταστάσεων στους πρόποδες του βουνού πριν από το Μοναστήρι, το λεγόμενο ”γυναικείο” και την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Μετόχι της Ζάβορδας από το 1826 υπάρχει και στην επαρχία της Κόνιτσας, στο χωριό Κορτίνιτσα, το οποίο μετονομάσθηκε σε Νικάνωρ, λόγω της προστασίας που είχε στον εσωτερικό βράχο όπου βρίσκεται η ομώνυμη εκκλησία, καλόγερος της Ζάβορδας από κλέφτες που τον κυνηγούσαν για να ληστέψουν τον έρανο του υπέρ του μοναστηριού και να τον εκτελέσουν.
Επίσης, πρέπει να αναφέρουμε την ίδρυση στη Μονή της Σιμονώπετρας στο Άγιο Όρος και τη λειτουργία υπό την ευθύνη και το δημιουργικό πνεύμα του ιερομονάχου Ιουστίνου, καταγόμενου από την Τρικοκιά Γρεβενών, της πολύ σπουδαίας βιβλιοθήκης με τον χαρακτηριστικό, τιμητικό τίτλο: Zaborda Library!
Ο Όσιος Νικάνωρ και το Μοναστήρι:
Στηρίγματα του Έθνους, της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.
Μέχρι την κοίμησή του, στα 58 του χρόνια (στις 7 Αυγούστου 1549), ο Νικάνωρ αποτέλεσε στήριγμα του Ελληνικού Έθνους και των Χριστιανών στην ευρύτερη περιοχή. Ενώ η φήμη και η ακτινοβολία του Μοναστηριού, με κυρίαρχη τη θέση του στη Δυτική Μακεδονία, είχε φτάσει και μέχρι τη Βόρειο Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Ζάκυνθο, τη Μεσσηνία, την Ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη, τη Φιλιππούπολη, το Μοναστήρι (Bitola), τη Σερβία και τη Ρουμανία. Στην οποία Ρουμανία, μάλιστα, το Μοναστήρι είχε τεράστια περιουσία η οποία τελικά δημεύθηκε από το ρουμανικό κράτος.
Η συγκράτηση και ενότητα του τοπικού πληθυσμού στην Ορθόδοξη Πίστη του Γένους, στην Πίστη του Χριστού των σκλάβων, – μέσω των διδαχών του Οσίου Νικάνορα, μέσω του ζωντανού παραδείγματός Του, μέσω της πολύμορφης δράσης Του, μέσω των ειδικών αποστολών μοναχών τη Μονής, μέσω της οικονομικής στήριξης για την ίδια την επιβίωση μεγάλων τμημάτων των τοπικών κοινωνιών-, αποτελούσε θεμελιώδες στοιχείο διαφοροποίησης και αντίστασης απέναντι στον κυρίαρχο οθωμανό-μωαμεθανό κατακτητή. Αποτελούσε κεντρικό στοιχείο εν δυνάμει αυτοπροσδιορισμού των Ρωμιών, που αρνούνταν να τουρκέψουν. Που αρνούνταν να τουρκέψουν και ταυτόχρονα τοποθετούσαν τον συλλογικό τους εαυτό, μέσω του μηνύματος και του παραδείγματος του Νικάνορα, σε άλλη θέση, σε θέση άλλης συλλογικής οντότητας με άλλη ταυτότητα, ελπίδα και προοπτική για Δικαίωση και Ελευθερία. Ακόμα, και στις δύσκολες στιγμές του αναγκαστικού συμβιβασμού, το στήριγμα του σκλάβου Έλληνα για να αντέξει ή/και να ξαναβρεί την πορεία του ήταν οι δικοί του θεσμοί, όπου το Μοναστήρι -σαν διαχρονικός θεσμός με το κύρος και τη διείσδυση του, φορές, ακόμα, και προς την οθωμανική διοίκηση έστεκε πιο σημαντικό, πιο παρηγορητικό, πιο καθοριστικό απ΄ όλους τους άλλους. Παράλληλα, και η κυψέλη της Εκκλησίας όπου μπορούσε να λειτουργήσει, προσέφερε τους τόπους και χώρους συνάντησης και επικοινωνίας, ενός αναγκαίου στοιχειώδους συντονισμού και της αναγκαίας επαφής σε συνθήκες που «τα σκιάζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Ώσπου, μέσα από τις εμπορικές σχέσεις, τις πνευματικές και εθνοταυτοτικές προσεγγίσεις και την εξέλιξη των οργανώσεων πολιτικής δράσης ανορθώθηκαν και τράνεψαν μέσα στο Γένος έντονα και ενεργά τα στοιχεία του Αυτοκαθορισμού και της Απελευθέρωσης και οι αντίστοιχες δυνάμεις υποστήριξης και διεξαγωγής του Μεγάλου Αγώνα, της Επανάστασης.
Ο Νικάνωρ, αμέσως με την ίδρυση του Μοναστηριού μεριμνά να ”μαθαίνουν οι μοναχοί γράμματα” και συστήνει εντός του Μοναστηριού Σχολείο στο οποίο μετέχουν και ”εξωτερικοί” του Μοναστηριού. Το Μοναστήρι λειτουργεί ως Κέντρο Ιεραποστολής προς όλα τα σημεία με ελληνικό-χριστιανικό πληθυσμό, μέχρι τη Β. Ήπειρο, το Μοναστήρι (Bitola), τη Βέροια, τη Στερεά Ελλάδα, γινόμενος ο ίδιος ”περιοδεύων Απόστολος’’. Η φήμη αυτή του Νικάνορα και του Μοναστηριού, φέρνει πολύ αργότερα, το 1761, τον εθναπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό, προσκυνητή και διδασκόμενο στο Μοναστήρι, όταν και ο ίδιος διακηρύσσει ότι «το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια…, δια τούτο σας συμβουλεύω να κάμετε σχολείον δια να εννοήσετε και το Ευαγγέλιον»’.
Είναι χαρακτηριστική για τα παραπάνω η αναφορά που κατέθεσε Επιτροπή από Μητροπολίτες που εστάλη με εντολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το 1902, για να εξετάσει τη δυνατότητα εγκατάστασης στο Μοναστήρι Ιεροδιδασκαλείου. Γράφει η Επιτροπή : ”Η Ζάβορδα εις τα κτίσματα είναι μικρή, εις τα πλούτη μεγάλη και εις την τάξιν της εκκλησίας ισομετρείται με το Βατοπέδιον του Αγίου Όρους” !
Εξαιρετικά σημαντικό είναι το γεγονός ότι Ζάβορδα εκτός από πνευματικό, θρησκευτικό και εθνικό κέντρο αποτέλεσε σχεδόν για τέσσερις (4) αιώνες ένα τεράστιο οικονομικό, παραγωγικό, εργασιακό κέντρο -μοναδικό στα χρονικά- στο οποίο κυριολεκτικά χιλιάδες Έλληνες από τη Δυτική Μακεδονία αλλά και γεωγραφικά πολύ ευρύτερα εργάσθηκαν, ή/και επιβίωσαν σε στενή σχέση με το Μοναστήρι, συνεργάσθηκαν και συνέπραξαν σε πολλούς παραγωγικούς και εμπορικούς τομείς. Με άξονα το Μοναστήρι και το μοναστικό του κοινόβιο, αλλά και σε συνεργασία μ΄ αυτό, η κτηνοτροφία, η σιτοκαλλιέργεια, η αμπελουργία, η γεωργία, η υλοτομία, η οικοδομική καθώς και κάθε είδους μεταποιητικής δραστηριότητας στους τομείς αυτούς με την πληθώρα προϊόντων τους αποτέλεσαν σταθερή πηγή ζωής, επιβίωσης και ακμής του Ελληνικού στοιχείου. Και εν συνεχεία το τεράστιο και πυκνό μεταφορικό έργο για όλα αυτά τα προϊόντα σε δρόμους και δρομολόγια της Ελλάδας, της Βαλκανικής , της Κεντρικής Ευρώπης, της Θεσσαλονίκης, της Κωνσταντινούπολης, των Ιωαννίνων, της Λάρισας, του Μοναστηρίου (Bitola), του Βουκουρεστίου, του Βελιγραδίου, της Βιέννης, της Βενετίας. To θέμα αυτό -δηλαδή, η μοναδική θέση της Ζάβορδας στην οικονομική ζωή των υπόδουλων Ελλήνων και στην καθοριστική της επίδραση στην οικονομική στήριξη, ανόρθωση και ενδυνάμωση του Ελληνικού στοιχείου στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη, δεν έχει ακόμα ερευνηθεί και μελετηθεί όπως πρέπει και αξίζει.
Σημειώνω ενδεικτικά για να αντιληφθούμε τη σημασία των παραπάνω ότι στην περιουσία του Μοναστηριού -για λόγους και προστασίας απέναντι στον κατακτητή, αλλά και για λόγους οικονομικής ευδοκίμησης και εμπιστοσύνης- πέρας και ανήκε η ιδιοκτησία ενός ολόκληρου χωριού, της Λουζιανής. Συγκεκριμένα, στις 10 Σεπτεμβρίου 1875 το χωριό Λουζιανή (σημερινή Ελάτη) Κοζάνης πουλήθηκε-μεταβιβάσθηκε από τους κατοίκους του στο Μοναστήρι. Η Λουζιανή ήταν ο οικισμός, μετά τη γειτονική Σαρακίνα, που τροφοδότησε τη μονή στην αρχή της ίδρυσης και λειτουργίας της. Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Οι υποφαινόμενοι κάτοικοι της χώρας Λουζιανής μικροί τε και μεγάλοι ενώπιον του Σεβαστού ημών Αγίου Σερβίων και Κοζάνης Ευγενίου, οικεία βουλή και θελήσει… επωλήσαμεν προς το ιερόν Μοναστήριον της Ζάβορδας το εφ΄ ονόματι του Αγίου Νικάνορος, το χωρίον μας … (οσπίτια, αχυρώνες, αμπέλια, κήποι, βουνά, λόγγοι, μαράδες μέχρι των συνόρων) δια γρ. 250.000, όπερ και λαβόντες παρά του επιτρόπου … μέχρι λεφτού, εξοφλήσαμεν δε τα πάντα και δια πάντα …», 10 Σεπτεμβρίου 1857!
Από τις τάξεις της Ζάβορδας αναδείχθηκαν δύο σημαντικοί ιεράρχες, παραδείγματα του πνευματικού και εθναποστολικού περιβάλλοντος του Μοναστηριού. Ο Παρθένιος Γκόλιας από τη Σιάτιστα και ο Νικηφόρος Παπασιδέρης από το Δισπηλιό Καστοριάς. Ο πρώτος διετέλεσε μητροπολίτης Δεβρών και Βελεσσού (Βελεσσών της παλιάς Σερβίας, περιοχή του σημερινού Βέλες – Σκοπίων). Με τον μαρτυρικό θάνατο του μητροπολίτη Μελενίκου και Σιδηροκάστρου Κωνσταντίνου από τους Βούλγαρους, επιλέγεται λόγω του ήθους και της αξιοσύνης του να μετακινηθεί στη χηρεύουσα Μητρόπολη. Εκεί, αναπτύσσει σπουδαία εθνική δράση, με την είσοδο των Βουλγάρων και των Γερμανών κατά τον Α΄Π.Πόλεμο συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Πλεύνα της Βουλγαρίας, επιστρέφει μετά τη σύναψη ειρήνης (1919) και πεθαίνει από τις κακουχίας που είχε υποστεί, το 1920. Τα άμφια του και μέρος της βιβλιοθήκης του τα άφησε στο Μοναστήρι της Ζάβορδας. Ο δεύτερος, ο Νικηφόρος Παπασιδέρης, διετέλεσε μητροπολίτης Καστοριάς προσφέροντας σημαντικές εθνικές και κοινωνικές υπηρεσίας στον τόπο του (αποβιώσας το 1958).
Ο Ταγματάρχης Ν. Σχινάς που είχε περιοδεύσει (1881 -82) στη Δυτική Μακεδονία με ειδική μυστική αποστολή από το ελεύθερο τμήμα του Ελληνικού Κράτους για την καταγραφή και αξιολόγηση εγκαταστάσεων, συνθηκών και δυνάμεων της Μακεδονίας, και είχε φιλοξενηθεί στο Μοναστήρι, μιλάει με πολύ ενδιαφέρον για την επιχειρησιακή και κομβική για την εποχή γεωγραφική θέση του Μοναστηριού. Επιπλέον παρουσιάζει σοβαρά στοιχεία για τους διαθέσιμους πολύ μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους, για την αξιοπρόσεκτη οχύρωσή του, για το πολυπληθές δυναμικό των μοναχών του και για τη πολύ μεγάλη επιρροή του όχι μόνο πνευματική, αλλά και οικονομική, παραγωγική και κοινωνική, μέσω δεκάδων επαγγελμάτων που απασχολούνταν γύρω από το Μοναστήρι: κτηνοτρόφοι, αμπελουργοί, κυρατζήδες, μυλωνάδες, κτίστες, έμποροι, ακόμα και σπουδάζοντες με υποτροφίες του.
Από τον Νικόλαο Κασομούλη, αγωνιστή του ’21 και μέλος της Φιλικής Εταιρείας, πληροφορούμαστε ότι κατά την κάθοδό του προς την Επαναστατημένη Ελλάδα με μικρό σώμα παλληκαριών του από τη Σιάτιστα, πέρασε από το Μοναστήρι, διέμεινε λίγες μέρες, εμύησε τον ηγούμενο, εφοδιάστηκε και παραλαμβάνοντας εθελοντές μοναχούς ως οδηγούς, μέσω Χασίων και Ολύμπου κατευθύνθηκε προς τη Ρούμελη, όπου μετά συμμετείχε στην πολιορκία του Μεσολογγίου για την οποία γράφει στα ”Ενθυμήματα Στρατιωτικά” και ήταν μαζί με τον αδελφό του επικεφαλής στον συντονισμό της Μεγάλης Εξόδου τα ξημερώματα της Κυριακής των Βαΐων, την 11η Απριλίου 1826.
Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, τον συντονισμό με κέντρο το Μοναστήρι είχε ο ιερομόναχος Γεννάδιος με συνεργάτες του τους μοναχούς Κοσμά, Διονύσιο και Γαβριήλ. Οι υπηρεσίες του ήταν πολύτιμες. Για όλα τα περάσματα των αντάρτικων ελληνικών μονάδων από τον Αλιάκμονα προς τα Βέντζια, τα Γρεβενά και τη Σιάτιστα, με τη χρήση του καρουλιού τις νύχτες, τη φύλαξη των ανταρτών εντός του Μοναστηριού, ή/και σε γύρω ασφαλείς τοποθεσίες, με πληροφόρησή τους για τις κινήσεις των Τούρκων, με τις υποδείξεις των σωστών δρομολογίων. Για τη φύλαξη οπλισμού σε ειδικά διαμορφωμένη βαθιά κρύπτη του Μοναστηριού, που διασώζεται μέχρι σήμερα και την οποία ήξεραν και μπορούσαν να επισκεφθούν για την αποθήκευση και παράδοση προς χρήση του οπλισμού μόνο συγκεκριμένοι μονάχοι.
Από δω ξεκίνησε ο καπετάν Βρόντας (ο ηπειρώτης υπίλαρχος Βασίλης Παππάς) με το σώμα των ανδρών του την αποστολή του στον αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Θρυλική στη μνήμη πολλών διατηρείται η ζεύξη του Αλιάκμονα από το λόχο Μηχανικού της 5ης Μεραρχίας και τον πνιγμό του ανθυπίλαρχου Κορδή μαζί με τρείς ιππείς του, και τη διάσωση των υπολοίπων από τους μοναχούς που μπήκαν με αυτοθυσία στον ορμητικό Αλιάκμονα, υποδεικνύοντας με επιμονή την κατάλληλη θέση για την πραγματοποίηση της ζεύξης, μεταβάλλοντας στη συνέχεια το Μοναστήρι σε κέντρο διαμονής και εφοδιασμού της Μεραρχίας.
Τον Απρίλιο του 1941, μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα από την κοιλάδα του Αξιού προς τη Θεσσαλονίκη και την παράδοση των ηρωϊκών οχυρών του Ρούπελ, κατά την οπισθοχώρηση και σύμπτυξη του Στρατού από το δοξασμένο Αλβανικό Μέτωπο, το Μοναστήρι περιέθαλψε και στήριξε δεκάδες στρατιώτες και αξιωματικούς επί πολλές μέρες. Ενώ κατά την κατοχή (1941 -44) παρείχε υποστήριξη και κάλυψη στον αγώνα του Ελληνικού λαού εναντίον των κατακτητών.
Σημαντικός, παρά τις πράξεις υφαρπαγής και αμαύρωσης που έχουν κάποιοι ανεύθυνοι διαπράξει, εξακολουθεί να είναι ο πλούτος του Μοναστηριού, που αποτελεί εθνικό και θρησκευτικό πλούτο, σε κειμήλια, εικόνες, ιστορικά ντοκουμέντα, έγγραφα, ιερατικά σκεύη και άμφια. Με κορυφαία Παρακαταθήκη και μοναδική Τιμή τα φυλασσόμενα λείψανα, τα οστά και την κάρα του Οσίου Νικάνορος, ο οποίος είχε ενταφιασθεί στο παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου, κοντά στο Καθολικό του Μοναστηριού. Στη Μονή βρίσκεται, εκτός των άλλων, και τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Νεομάρτυρα Δημητρίου του εκ Σαμαρίνης. Το μεγαλύτερο τμήμα των κειμηλίων της μονής βρίσκεται σε κειμηλιοφυλάκιο που ιδρύθηκε επί Σεργίου Σιγάλα για το λόγο αυτό στο Επισκοπείο στα Γρεβενά. Το ειλητάριον ( =χειρόγραφο σε στενόμακρη μεμβράνη μήκους 10 μέτρων και πλάτους 40 εκατοστών) που περιέχει τις ακολουθίες του Μ.Βασιλείου και του Χρυσοστόμου γραμμένο από το ίδιο το χέρι του Οσίου Νικάνορα, ο Επιτάφιος του μοναχού Αρσενίου του 1588 από τα Μετέωρα, τα έργα γνωστών αγιογράφων της Εράτυρας (Σελίτζας), της Νάουσας, της Σαμαρίνας, με τέμπλα αξεπέραστης τελειότητας, όλα αυτά αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό, πάντως μικρό δείγμα του διαχρονικά συσσωρευμένου πλούτου του Μοναστηριού.
Τα χειρόγραφα και οι κώδικες του Μοναστηριού ήρθαν στο φως της επιστημονικής έρευνας από το 1959 και μετά. Το σημαντικότερα από αυτά είναι το Λεξικό του Φωτίου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ανακάλυψε ο καθηγητής Λίνος Πολίτης σε χειρόγραφο κώδικα.
Επίσης, από τον Λίνο Πολίτη βρέθηκε και ο Κώδικας αρ. 201 της Ζάβορδας. Πρόκειται για χειρόγραφο του έτους 1692, σε αντικατάσταση παλαιότερου που είχε φθαρεί από την πολυκαιρία. Ο Κώδικας σήμερα βρίσκεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης. Κύριο σώμα του κώδικα αποτελεί η Παρρησία, η οποία περιλαμβάνει ονόματα ιερωμένων και λαϊκών με τα βαπτιστικά τους. Συντάκτης του νέου κώδικα είναι ο Ζωγράφος από τα Γιάννενα, ο οποίος είχε διαμείνει επί καιρό στο Μοναστήρι. Στον Κώδικα αναγράφονται όλα σχεδόν τα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, της Βόρειας Θεσσαλίας και της Ηπείρου κατά επαρχίες, εκκλησιαστικές περιφέρειες και οικισμούς. Κάτω από το όνομα του κάθε χωριού είναι γραμμένα τα βαφτιστικά ονόματα των προσκυνητών και αφιερωτών της Μονής. Ο Κώδικας στην αρχική του μορφή προέκυψε όταν ο Άγιος Νικάνορας αναζητούσε οικονομική ενίσχυση από τους χριστιανούς της περιοχής για να χτίσει το μοναστήρι. Για το λόγο αυτό έκανε περιοδεία στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Στην ύστερη μορφή της η Παρρησία περιέχει ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων, τα οποία κατέγραφαν οι μοναχοί πηγαίνοντας στα χωριά τους, είτε επισκεπτόμενοι οι πιστοί το μοναστήρι. Η Παρρησία του Κώδικα της Ζάβορδας αποτελεί μια από τις κύριες ιστορικές πηγές με στοιχεία στατιστικά, γεωγραφικά, λαογραφικά και ετυμολογίας των τοπονυμίων για έναν ευρύ γεωγραφικό χώρο που σήμερα καλύπτει του νομούς Γρεβενών και Κοζάνης, τουλάχιστον από το 1542 και μετά.
Πλήθος είναι οι αναφορές των θαυματουργικών δράσεων του Οσίου Νικάνορα. Την εποχή του επισκόπου Σερβίων Ζαχαρία (1718-1734) αναφέρεται ότι έσωσε τα Σέρβια από επιδημία πανώλης, γι΄ αυτό στο μεγαλυνάριό του αποκαλείται «Σερβίων ιατρός». Το φθινόπωρο του 1918, κατά την εξέλιξη της φοβερής επιδημίας της «ισπανικής» γρίπης, η θαυματουργική επέμβαση του Αγίου έσωσε το χωριό Μικρόβαλτο Κοζάνης. Το 1942 στην Αιανή Κοζάνης μεγάλη επιδημία έπληξε τα ζωντανά της περιοχής. Για να αντιμετωπίσουν την φοβερή κατάσταση οι κάτοικοι απευθύνθηκαν στο Μοναστήρι, ζητώντας τα οστά του αγίου προς λιτανεία και θεραπεία της επιζωοτίας. Ο αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Λιούλιας, μια ξεχωριστή εθνική, αγωνιστική και πνευματική μορφή, μετέφερε τα άγια λείψανα στην Αιανή και πραγματοποιήθηκε η λιτανεία η οποία απέβη σωτήρια για το σύνολο του ζωικού κεφαλαίου της Αιανής.
Ο Φώτης Κόντογλου μιλάει, όπως πάντα, με τρόπο ευθύ και μεστό. Γράφει, λοιπόν, για τη Ζάβορδα: «Τὸ μοναστήρι τῆς Ζάμπορδας στάθηκε ἀκατάλυτος πύργος, τεῖχος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς μωχαμετάνους. Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ θεοσκέπαστο φρούριο, θὰ τούρκευε ὅλη ἡ Μακεδονία».
Φθάνοντας, στο τέλος… Οφείλω να πω ότι σε πολλές χθεσινές και σημερινές συνομιλίες μου με πολλούς, εδώ, φίλους συμπατριώτες, βρέθηκα μπροστά στο επαναλαμβανόμενο αγωνιώδες ερώτημα τους: «πως μπορούμε, άραγε, να προχωρήσουμε μπροστά τον Τόπο μας;»… Ερώτημα, αγωνία γνήσια και ειλικρινή, που η απάντηση της -κατά τη γνώμη μου- σχετίζεται με τρείς αλληλοσυνδεόμενες ενότητες: το Σχέδιο για τον Τόπο, του Πόρους του Τόπου και για τον Τόπο, την Ηγεσία του Τόπου. Δεν αποφεύγω την απάντηση στην ουσία της, μολονότι αποτελεί καίριο ζήτημα άλλης τάξεως και περιεχομένου, και άλλων διαδικασιών. Υπογραμμίζω, όμως, ότι μετά την τετραετή εργώδη κυβερνητική θητεία μου, εδώ, στον Τόπο μας, έχω καταθέσει συγκεκριμένη και λεπτομερή πρόταση- πιστεύω, χρήσιμη-, από το 2019. Είναι το έργο μου -το βιβλίο μου: «ΟΡΕΙΝΗ, ΗΜΙΟΡΕΙΝΗ ΚΑΙ ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΕΛΛΑΔΑ -ΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ: Μια Ολοκληρωμένη Πρόταση Ανόρθωσης και Ανάπτυξης».
Κλείνοντας, για σήμερα…
Με την επίκληση της ευλογίας του Αγίου, θα μπορούσαμε, νομίζω, με ταπεινότητα από δω, από τα Ορεινά Γρεβενά, από το Πολυνέρι, από τα Γρεβενά των κτηνοτρόφων και των βιοπαλαιστών, αλλά και των επιστημόνων, των επαγγελματιών και των τεχνιτών, των ευλαβών αλλά και των αγωνιστών, να επαναλάβουμε: ”Χαίροις των Σερβίων ο ιατρός, Γρεβενών το κλέος και Κοζάνης ο βοηθός, χαίροις ο προστάτης, των σε τιμώντων πόθω, Νικάνορ Καλλιστράτου, Φωστήρ πολύφωτε.”!
Σας ευχαριστώ θερμά!
*** Εισήγηση του Ελευθερίου Τζιόλα στο Επιστημονικό Συνέδριο, 12 & 13 Αυγούστου 2024 στο Πολυνέρι Γρεβενών με θέμα: ΄΄Ορεινά Γρεβενά -όψεις τοπικής ιστορίας (από την προϊστορία και τους Αρχαίους Μακεδόνες στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό)΄΄.