Σήμερον τα των ανθρώπων πταίσματα τοις ύδασι του Ιορδάνου απαλείφονται.
Σήμερον ο Παράδεισος ηνέωκται τοις ανθρώποις, και ο της Δικαιοσύνης Ήλιος καταυγάζει ημίν.
Σήμερον του σκότους ελυτρώθημεν, και τω φωτί της θεογνωσίας καταυγαζόμεθα.
Ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω, θεωρών το Πνεύμα το Aγιον, εν είδει περιστεράς κατερχόμενον και περιϊπτάμενόν σοι.
Μέγας ει Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου.
Η αγία ημέρα των Φώτων έχει μεν ως αρχή το βάπτισμα του Χριστού μου, του αληθινού Φωτός το οποίον φωτίζει κάθε άνθρωπο ο οποίος έρχεται εις τον κόσμον, πραγματοποιεί δε τον καθαρισμό μου και βοηθεί το φως το οποίο έχομε λάβει από τον Θεό κατά την δημιουργία και το οποίο έχομε κάνει να σκοτεινιάση και να αδυνατίση. Ακούσατε λοιπόν την φωνή του Θεού, : «Εγώ είμαι το φως του κόσμου» και δια τον λόγον αυτόν• «πλησιάσετέ τον και πάρετε φως, και τα πρόσωπά σας δεν θα σκιασθούν από ντροπή», επειδή έχουν την σφραγίδα του αληθινού φωτός. Να, ευκαιρία αναγεννήσεως, ας γίνωμεν ουράνιοι.
Ο εμβαπτισμός του μόνου αναμάρτητου Ιησού Χριστού στα ρείθρα του Ιορδάνου καθίσταται απαρχή της αποκαθάρσεως, αναγεννήσεως και εν Χριστώ ανακαινίσεως του φθαρτού και πεπτωκότος ανθρωπίνου προσώπου από τον ρύπο της αμαρτίας. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος γράφει στην προς Τίτον επιστολή του, ότι « . . . Ότε δε η χρηστότης και η φιλανθρωπιία επεφάνη του σωτήρος ημών Θεού . . . . κατά τον αυτού έλεον έσωσεν ημάς διά λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου, ου εξέχεεν εφ’ ημάς πλουσίως διά Ιησού Χριστού του σωτήρος ημών, ίνα δικαιωθέντες τη εκείνου χάριτι κληρονομοι γενώμεθα κατ’ ελπίδα ζωής αιωνίου» (Τίτ. 2, 4-7).
Το θεανδρικό βάπτισμα στο «όνομα της Αγίας Τριάδος» καθίσταται όντως «λουτρόν παλιγγενεσίας και ανακαινίσεως» για τον χοϊκό και πεπερασμένο άνθρωπο. Ο Ιησούς Χριστός, που καταλύει και αναιρεί την «ψυχοφθόρο και σωματοφθόρο κακία» και το εωσφορικό ψεύδος του μισανθρώπου διαβόλου, γίνεται για όλους «τύπος» και για να καθαγιάσει την απαρχή κάθε πράξεως και για να κληρονομήσει στους υιούς και στις θυγατέρες του, τους βεβαπτισμένους πιστούς, την ένθεη πίστη στο παραδιδόμενο μυστήριο βεβαία και αναμφίβολη.
Γιατί όμως απαιτείται στην τέλεση του μυστηρίου της βαπτίσεως, πέραν της επιδημίας και καθόδου του Παναγίου και τελεταρχικού Πνεύματος, και η χρήση του φυσικού ύδατος; Διότι ο άνθρωπος είναι σύνθετος – διφυής και όχι απλός και γι’ αυτό τον λόγο στο διπλό αυτό σύζευγμα ορίσθηκαν για την θεραπεία του τα συγγενή και όμοια φάρμακα, για το μεν ορατό Σώμα το αισθητό ύδωρ και την αόρατη ψυχή το αφανές πνεύμα, που το καλούμε με πίστη και επέρχεται με άρρητο τρόπο. Ευλογεί δε όχι μόνον το σώμα αλλά και το φυσικό μέσο της καθάρσεως που είναι το ύδωρ του λουτρού της παλιγγενεσίας μας. Το ύδωρ λοιπόν αν και είναι φυσικό στοιχείο και τίποτε άλλο, με την επενέργεια της ακτίστου χάριτος του τελεταρχικού Πνεύματος ανανεώνει και αναγεννά τον άνθρωπο στη νοητή και υπεραισθητή αναγέννηση και υπεραισθητή μεταμόρφωσή του εν Χριστώ Ιησού.
Μήπως και ο Ιησούς Χριστός είχε χρεία του φυσικού ύδατος για να καθαρθεί, ενώ ήταν αναμάρτητος; όχι βέβαια, αλλά αφέθηκε στον υδάτινο ραντισμό για να καταδείξει στους οφθαλμούς των ανθρώπων τον αγιασμό του ύδατος από την άκτιστη χάρη και επενέργεια του Παναγίου Πνεύματος και την εξ αυτού καθαρτήρια και απολυτρωτική και αγιαστική του δύναμη και ενέργεια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία ψάλλει: «Σήμερον ο Δεσπότης νάμασιν ενθάπτει βροτών την αμαρτίαν».
Όταν συνεπώς βαπτίζεται ο άνθρωπος, κατά μίμηση του εν Αγίω Πνεύματι βαπτίσματος του αναμάρτητου Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, βαπτίζεται, τότε νεκρώνεται η θανατηφόρος και φθοροποιός αμαρτία, αναγεννάται ο άνθρωπος απεκδύει την ενδυμασία της φθοράς και ενδύεται την «αχειροποίητη ενδυμασία» της αφθαρσίας και της παλιγγενεσίας. Αποθνήσκει ο παλαιός Αδάμ και αναγεννάται ο καινός, ο νέος Αδάμ. Γι’ αυτό και η Εκκλησία Θεοπνεύστως ψάλλει: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», ενώ το Χριστεπώνυμο πλήρωμα Αυτής δεόμενο αναβοά: «Σώσον ημάς, Υιέ Θεού, ο εν Ιορδάνη υπό Ιωάννου Βαπτισθείς», και ομολογιακώς επιβεβαιώνει: «επεφάνη η χάρις του Θεού, η σωτήριος πάσιν ανθρώποις». (Πηγή Θεολόγος Ιωάννης Σιδερας).
1. Διάκριση μεταξύ μεγάλου και μικρού αγιασμού
Μέγας αγιασμός ονομάζεται η ακολουθία που τελείται στο ναό δύο φορές το έτος (5 και 6 Ιανουαρίου) σε ανάμνηση της βαπτίσεως του Χριστού στον Ιορδάνη. Μικρός Αγιασμός είναι ο συνήθως τελούμενος στους ναούς κατά την 1η εκάστου μηνός και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις (θεμελιώσεις οίκων, εγκαίνια καταστημάτων, δημοσίων έργων κτλ.). Γίνεται σαφές λοιπόν ότι κακώς νομίζεται ότι ο αγιασμός της παραμονής των Θεοφανείων είναι ο μικρός αγιασμός και της κυρίας ημέρας ο μέγας. Κατά τις δύο αυτές ημέρες τελείται η ακολουθία του μεγάλου αγιασμού. Η τέλεση του μεγάλου αγιασμού την παραμονή της μεγάλης εορτής είναι συνήθεια που επικράτησε κατά τους νεότερους χρόνους χάριν εξυπηρέτησης των πιστών. Η όποια διάκριση μεταξύ της αγιαστικής χάριτος του αγιασμού της παραμονής και της ημέρας των Θεοφανείων είναι λανθασμένη αν όχι απαράδεκτη.
2. Φύλαξη αγιασμού κατ’ οίκον
Ο μέγας αγιασμός δύναται να φυλάσσεται κατ’ οίκον προς εξυπηρέτηση των αναγκών των πιστών. Αυτό αναφέρεται ρητώς στο κείμενο της ακολουθίας: «ίνα πάντες οι αρυόμενοι και μεταλαμβάνοντες έχοιεν αυτό προς ιατρείαν παθών, προς αγιασμόν οίκον, προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον» καθώς επίσης και στον λόγο του Ι. Χρυσοστόμου ο οποίος γράφει σχετικά: «κατά την εορτήν ταύτην άπαντες υδρεύονται, οίκαδε τα νάματα φέροντες και εις ενιαυτόν φυλάττουσιν». Απαραίτητη βεβαίως προϋπόθεση για την κατ’ οίκον διατήρηση του καθαγιασμένου ύδατος είναι η ευλαβής και μετά μεγίστης προσοχής φύλαξή του.
Διαφορά αγιαστικής χάριτος μεγάλου και μικρού αγιασμού
Ένα θέμα το οποίο απασχολεί τους πιστούς είναι η διαφορά της παρεχόμενης δια των δύο τύπων του αγιασμού χάριτος. Σε κάθε περίπτωση το ερώτημα για την ορθόδοξη παράδοση και θεολογία θεωρείται σχολαστικό. Στην συνείδηση της Εκκλησίας τόσο ο μέγας όσο και ο μικρός αγιασμός είναι ύδωρ καθαγιασμένο δια της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος παρεχόμενο στους πιστούς «προς πάσαν ωφέλειαν». Η όποια διαφορά δεν έγκειται στην παρεχόμενη χάρη αλλά στην χρήση του καθαγιασμένου ύδατος η οποία αποκαλύπτεται μέσω των κειμένων των ακολουθιών του αγιασμού. Η έμφαση στον μικρό αγιασμό δίδεται στην ίαση των σωματικών και ψυχικών ασθενειών και στην θεραπεία των παθών και των αλγηδόνων ενώ στον μεγάλο αγιασμό στα αιτήματα τούτα προστίθενται και άλλα παρόμοια και ποικίλα.
Εάν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια ο καθαγιασμός του ύδατος των Θεοφανείων ήταν ο καθαγιασμός του ύδατος του αγίου βαπτίσματος εντός του οποίου βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι μετά την άντληση ενός μέρους του από τους πιστούς για ευλογία, ίσως έχουμε την απάντηση στο ερώτημα γιατί ο μεν ένας ονομάζεται «μέγας» ο δε άλλος «μικρός».
Χρήστος Γκίνης