Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ καλά είμι κι ύστιρα από τ΄ αυτό απού γίγκιν σήμιρα, είμι κόμα κι καλύτιρα, αλλά ας τα πάρουμι μι τ΄ν αράδα. Σκώθκα τ΄ χαραή κι ήπια τουν καφέ μι τ΄ μπάμπου μ΄. Ελληνικό ήπιαμι, αλλά σας είπα κι υπροχτές, ότι για να ευχαριστηθείς τον καφέ, δεν έχ΄ να κάμ΄ μόνι μι το πόταβος είνι ου καφές, αλλά και μι ποιόν τον πίντς.
Σαν ήπιαμι τουν καφέ, κίντσι η μπάμπου να πάει να θρέψ΄ τα ΄ρνίθια (εκ του ορνίθια, για να μη αστοχιούμιστι) κι ιγώ πήρα τον Ψαρρή, τον σαμάρωσα κι πήγα να τον ποτίσω. Για καλό κι για κακό, έβαλα κι τ΄ μάσκα στον πρόπκατο πρου μη να κινήσου.
Είηδα ότι η μέρα ήταν καλή. Είηδα κι λόϋρα ότι χήρσαν να ανθίζουν οι κρανιές κι να κιτρινίζ΄ ου τόπους κι μι φάνκι ότι άνξαν κι τ΄ Μίχου οι μυγδαλιές. Πουλύ μ΄ άρεσεν ο τόπος όπως τον ήγλιπα, είπα να κάμω κι μια γύρα να ιδώ τι γένητι, να ξεμουδιάσ΄ λίγο κι ου Ψαρρής κι τον καβαλίκεψα κι κίντσα.
Είχα φτάσ΄ στον τσιόρνικα κι άξα από πίσ΄ σειρήνα. Δεν είχα στείλ΄ες εμ ές κι άμα μι τσάκουναν, θα να φευγε το τριακοσιάρ΄. Πρου μη να γυρίσω, παίρνω τ΄ μάσκα από τον πρόπκατο κι τ΄ βάνου. Ύστιρα γύρσα κι τι να ιδώ! Μια κούρσα τς αστυνομίας μ΄ είχι πάρ΄ το κοντό. Έβαλι κι τ΄σειρήνα, κλώνταν λόϋρα κι το γαλαζιόφωτο από πάν΄ κι κοσιεβάμι ιγώ από αμπροστά κι αυτοί από πίσ΄. Μι κυνηγούσαν σαν να μαν ου κφός ου Ντίνας!
Δίνω μιαν τον Ψαρρή κι φεύγουμι κα΄ τ΄ Γκαβοσιοπουτούρα. Από τ΄ ικεί ισια για τον Αη Θανάσ΄ κι από τ΄εκεί στα πέρα τα αμπέλια. Ήμαν σίγουρους ότι καπ΄ θα κόλτσι η κούρσα τς αστυνομίας. Κίντσα κατά σιαπάν, πέρασα τ΄ Μέλλιου κι ήρθα στο χουριό. Σαν έφτακα στο κάτ΄ το πηγάδ΄ έπλυνα τα ποδάρια τ΄ Ψαρρή, να μη φαίνητι ότι κόσιεβε στς λάσπες κι δεν τον πήγα στ΄ αχούρ΄, αλλά πήγα κι τουν έδεσα στα κηπώματα, γιατί είχα το σκοπό μ΄ κι γύρσα στο σπίτ΄.
Σα μ΄είηδι η μπάμπου, μι λέει: «που νι ου Ψαρρής»; Τ΄ λέω: «τον έδεσα στα κηπώματα να πάρ΄ λίγο αέρα». Μι τήρσι λίγο παράξενα κι δεν είπι καν΄ τίποτας. Όταν μι τηράει έτς πουλύ γινατώνω, αλλά δεν ταν ώρα να ανοίξου πουλλά μέτωπα.
Το μεσμέρ΄, τ΄ν ώρα που γιομάτζαμι άξα ένα ρόποτο στ΄ν πόρτα. Τηρώ από τ΄ν αραφίδα κι γλέπου το Θανάσ΄ το χωροφύλακα. Ανοίγω κι τουν γλέπω αριτσιωμένο. Μι λέει: «Μπαρμπα Κώτσιο, πρέπ΄ να σε συλλάβω». Τον λέω: «Γιατί πιδί μ΄, τι έφκιακα; Ιγώ ως τα τώραϊα σ΄ όλ΄ τ΄ ζωή μ΄, δεν διάβκα ούτι τον κατώφλιο τς αστυνομίας κι τώρα θα με συλλάβς, σα να μι ου αχάλαγους ου σκηνοθέτς»; Μπαρμπα Κώτσιο, μι λέει, αγρόντσαμι τον Ψαρρή κι ήταν καβάλα κι ένας μι μάσκα κι σάματ΄ θα να σαν ισύ. Ποιός άλλος θα να ταν καβάλα στον Ψαρρή; Τον λέω: «Για τ΄εμένα αφού αυτός που ήταν καβάλα είχι μάσκα, δεν έης καένα στοιχείο. Για τον Ψαρρή πάλι, πως είσι σίγουρους»; Μι λέει «Ήταν ένα άλογο, σαν τον θκό σ΄ τον Ψαρρή». Τουν λέω κι ιγώ: «Τι λες κυρ – Χωροφύλαξ΄, μόνι ένα λιάρο βόϊδ΄ είνι στου παζάρ΄»; Μι λέει «από περιγραφές, μ΄ είπαν ότι σάματ΄ το άλογο θα να νι ου Ψαρρής τ΄ Τσιαμήτ΄». Τουν λέω κι ιγώ: «Κι από πότε ένα σάματ΄ αποτελεί στοιχείο για να σταθεί κατηγορία, σε βάρος φιλήσυχου πολίτ΄ μι καθαρό ποινικό μητρώο; Αυτά σας έμαθαν στ΄ σχολή Χωροφυλακής»;
Σιούκουσι τα νόμια κι δεν ήξιρι τι να πει. Μι λέει: «πρέπ΄να κάμω και πραγματογνομωσύν΄, να ιδώ κι τουν Ψαρρή». Πάμι, να τον ειδής, τουν λέου. Στ΄ στράτα μ΄ ήλιγι ότι άμα βρεί λάσπες από κοκκινόχωμα στα ποδάρια τ΄ Ψαρρή, όπως είνι το χώμα στ΄Γκαβοσιοποτούρα, θα με συλλάβ΄. Πήγαμι κι ήταν τα ποδάρια τ΄ καθαρά κι τα πέταλα γυάλτζαν. Αφού για τ΄ αυτό τ΄ τα πλυνα.
Μι λέει: « μπαρμπα Κώτσιο, να με σχωρνάς, παρά λίγο να πέσω θύμα δικαστικής πλάνης». Τον λέω: «φέγα τώρα κι άμα ξαναζγώης στ΄ Ντράμστα όλ΄ τ΄ χρονιά, θα σι κάμω μήνυσ΄, για διατάραξ΄ οικογενειακής γαλήνης κι θα πάρω κι τηλέφωνο τον εισαγγελάτο, να τον πω τί γίγκιν». Μι λέει: «Πως μι φέρνεσι έτς; Ημείς ως τα ιχτές είμασταν φίλ΄»! Τον λέω «Ιγώ αυτόν που έρητι να με συλλάβ΄ δεν τον θέλω για φίλον. Φέγα κι να πεις κι ιφχαριστώ που δε θα σι αγκαλέσω». Μ΄ ευχαρίστσιν, μ΄ υποσχέθκιν ότι δε θα μι ξαναενοχλήσ΄ κι έφυγιν.
Το δειλνό είηδα που έβγαλαν κι τ΄ν κούρσα στον Τσιόρνικα. Είχι κολλήσ΄ στς λάσπες στ΄ Γκαβοσιοποτούρα κι τ΄ν τραβούσαν μι τ΄ Κήτα τα μπλάρια.
Το βράδ΄ ποιός ξέρ΄ που έμαθι κι μι τηλεφώντσι ένας που μ΄είπι ότι τουν ήλιγαν Χούγια κι μ΄είπιν ότι είνι τρανός ποινικολόγους. Μ΄είπιν ότι θιαμάχκι από τα επιχειρήματα μ΄ κι με γύρεψε να με προσλάβ΄ σα σύμβουλο, μι πουλλές παράδες. Τον είπα ότι αφού ανάλαβε να υπερασπίσ΄ αυτόν που πείραζι τα πιδούλια, ούτε τς παράδες τ΄ θέλω ούτε καντίποτας. Ούτε να ξιαρνάει τ΄ αχούρ΄ τ΄ Ψαρρή δεν τουν θέλω.
Το βράδ΄ θαραπαυμένος πλάηασα κι είηδα στον ύπνο μ΄ ότι θα ξαναγυρνούσαν σι ταινία το «Μονομαχία στο Έλ Πάσο» κι ο Σέρτζιο Λεόνε γύρεψε να παίξω ιγώ το ρόλο τ΄ Μάνκο, αντί για τον Κλιντ Ήστγουτ.
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα