Κάποια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο μου. Ήταν εκείνη.
Έλα! Έλα γρήγορα, άκουσα τη φωνή της να λέει κι ύστερα τίποτα. Άκουγα μόνο το βουητό του τηλεφώνου.
Ξεκίνησα αμέσως για το σπίτι της. Εκείνη η φωνή η γιομάτη αγωνία, ικεσία και φόβο με τρόμαζε. Έφθασα σπίτι της και μπήκα μέσα. Αντίκρισα μια θλιβερή εικόνα.
Εκείνη ξαπλωμένη στο πάτωμα με τη σύριγγα στο πάτωμα και το παιδί της, ούτε τριών χρόνων, πλάι της της χάιδευε το μέτωπο και της μιλούσε. Σήκω μαμά….μαμά….άπα μαμά…..άπα…
Την πλησίασα και την πήρα στην αγκαλιά μου.
«Ήρθες», ψιθύρισε. Η φωνή της άτονη, αδύναμη, κουρασμένη, ανηφορική! Έσφιξε τα χέρια μου θαρρείς κι ήθελε να κρατηθεί στη ζωή από αυτά.
Σε ευχαριστώ για όλα συνέχισε να ψιθυρίζει. Ένας άνθρωπος την ώρα που πεθαίνει δεν λέει ποτέ ψέματα.
-Σ’ αγάπησα Κώστα. Πολύ σ’ αγάπησα. Ήμουν τυχερή που σε γνώρισα μα περισσότερο άτυχη που σε γνώρισα τόσο αργά. Φρόντισε για το παιδί μου. Για αυτό το παρθένο καράβι που τον εγκατέλειψαν σε άγριες θάλασσες οι καπετάνιοι του. Φεύγω όμως και χαρούμενη γιατί πρόλαβα να γνωρίσω και να αγαπήσω έναν πραγματικό άντρα άνθρωπο!
Προσπάθησε να μου χαμογελάσει. Ήταν το τελευταίο της χαμόγελο. Πέθανε στην αγκαλιά μου χωρίς να μπορώ να της προσφέρω καμιά βοήθεια. Ήταν πρώτη φορά στη ζωή μου που φίλησα ένα πεθαμένο χαμόγελο κι ένιωσα μια γεύση παράδεισου!
Ειδοποίησα την αστυνομία και περίμενα και δεν έβρισκα τίποτα για να απαντήσω στο παιδί της που με κοιτούσε με μάτια γεμάτα αθωότητα κι έλεγε. Μαμά….μαμά…
Είχε παγώσει το αίμα μου. Κάποια δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου. Ήταν η δεύτερη φορά που ένιωσα τόση σωματική και ψυχική κατάρρευση αλλά από διαφορετική αιτία.
Ήρθαν σε λίγη ώρα και την πήρανε. Έδωσα όλα τα στοιχεία της για να ειδοποιήσουν τους δικούς της και τους εξήγησα για το παιδί. Αφού τους έδωσα κάποιες απαντήσεις στις ερωτήσεις τους, με ευχαριστήσαν και έφυγα.
Έφυγα από εκείνο το δωμάτιο που μύριζε βρώμικο θάνατο. Έξω έβρεχε. Έβρεχε θάνατο που δεν ξέπλενε τίποτα! Κάθε σταγόνα κι ένας θάνατος! Ένας θάνατος που ξεγελούσε τα διψασμένα χείλη. Μουρμούριζε κι εκείνος ο αέρας της πόλης.
Μαμά….μαμά……………μαμά.. μαμαααα………
Κι η βροχή χάραξε στο κορμί μου εκείνη την παιδική μορφή. Χωρίς ένα δάκρυ στα μάτια. Μονάχα μια ανησυχία και μια θλίψη θαρρείς κι ένιωθε τι είχε συμβεί!
Διάβαζα περπατώντας μέσα στη βροχή το τελευταίο της σημείωμα.
Είναι παράλογο να έχεις όνειρα και να τα σκοτώνεις
Είναι παράλογο να πεθαίνεις με θάνατο φτιαγμένο από ανθρώπινο χέρι.
Είναι παράλογο να μισείς το θάνατο και να τον βάζεις με πάθος στο αίμα σου.
Είναι παράλογο να αγαπάς τον κόσμο κι αυτός να σε σπρώχνει σε πρώιμο θάνατο
Διώξε όσο μπορείς αυτόν τον θάνατο από τους όμορφους και φρεσκοσκαμμένους και φυτεμένους κήπους, πριν αυτοί οι κήποι μαραθούν και πεθάνουν τόσο νωρίς!
Τα λόγια της, ένα κατηγορώ, μια ικεσία, μια κραυγή.
Περπατούσα άσκοπα μέσα στους μουσκεμένους δρόμους. Το σημείωμα έλιωσε μέσα στα χέρια μου. Η μορφή της Σοφίας παντού. Εκείνο το ζωντανό, ζεστό και λαμπερό χαμόγελο, πάγωσε και πέτρωσε πάνω στα χείλη της.
Αυτό το πετρωμένο χαμόγελο είναι η διαθήκη για ένα παιδάκι μόλις τριών χρόνων. Τι θα γίνουν θεέ μου αυτά τα χιλιάδες παιδιά που έχουν στο μέτωπο τους ένα πετρωμένο χαμόγελο!
Ποια σοφία θα αναθρέψει το σώμα και την ψυχή τους!
Καθώς προχωρούσα με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου, μια έκρηξη έγινε μέσα μου και μια κραυγή ξεπετάχτηκε από τα χείλη μου. Ούρλιαξα!
Που είσαι Σοφία!
Σοφία του Θεού, σοφία της εκκλησίας, σοφία των φιλοσόφων, σοφία των διανοούμενων, σοφία των ανθρώπων! Δεν μ’ ακούει καμιά σοφία!!
Καημένη σοφία δεν πέθανες σήμερα. Έχεις προ πολλού πεθάνει. Κι αυτή που κυοφορείται υποβάλλεται σε έκτρωση!
Σοφία! Έμεινε μόνο το όνομα της και η μορφή κάποιας σοφίας σε μια άδεια σύριγγα…..
1 comment
Η παραστατική περιγραφή μιας εικόνας με ακραίο συναίσθημα, τα επακόλουθα δεινά μιας αδύναμης ανθρώπινης συμπεριφοράς δίχως αντιστάσεις, τα συμπεράσματα και το δίδαγμα! Η (Αγία) Σοφία είναι φυλακισμένη πίσω από τις μεγάλες αμπάρες ενός θεού που μισεί, φράχτη στις αχτίδες της, που αφήνουν απροστάτευτους τους “κολυμβητές” του Αχέροντα …. Γεια σου φίλε Πασχάλη! Μ.Ρ.