Έφτασαν τρεις φίλ’ στου τραίνου κι αρουτούν τουν σταθμάρχ’:
– Πότι ρα φέβγ’ του τραίνου για τ’ Σαλουνίκ;
– Σι μια ώρα, τ’ς λιέει αυτός.
– Ε ρα ιντάξ’, ώσπου να πιούμι μια ρακή στουν Κούσμα, τα πιράσ’ η ώρα.
Ξιαστουχήθ’καν κι ιπειδής δε φέβγ’ πουλύς κόσμους μι του τραίνου, ου σταθμάρχης τ’ς αδουκήθκιν κι πααίν’ κι τ’ς λιέει:
– Ωϊ φέβγ’ του τραίνου
– Ι, άϊντι ρα, σάματ’ δεν παίρνουμι κι τ’ άλλου
– Πότι είνι;
– Ια, σι δυο ώρις
– Ια ιντάξ’. Ώσπου να πιούμι μια δυο ρακές ακόμα κι να πούμι κι καμιά κουβέντα τα ρθει. Κάτσι να σι κιράσουμι κι σένα καμιά ρακή
– Όχι, όχι, λιέει ου σταθμάρχης, έχου δ’λειά.
Σι δυο ώρις έρχιτι του τραίνου, φέβγ’, κι αυτοί ακόμα ικεί.
– Πότι φέβγ’ τ’ άλλου;
– Κοίταξέτι, τ’ς λιέει ου σταθμάρχης, αυτό είνι του τιλιφταίου κι φέβγ’ σι μια ώρα. Κανόντσέτι να μην απουμείν’τι ιδώ.
Πιρνάει μια ώρα, έρχιτι του τιλιφταίου του τραίνου, τ’ς κράζ’ ου σταθμάρχης «έλατι αγλήγουρας, πχιάλατι γιατί του τραίνου φέβγ’ σ’ ένα λιφτό».
Του, του, του, χιρνάει να σφουρίζ του τραίνου, σ’κώνουντι, πχιαλούν, ζμπρώχνουντι απ’ τ’ ιδώ κι απ’ τ’ ικεί, σιβαίν’ οι δυο μέσα, ου τρίτους δεν προυφταίν’ κι απουμέν’ απ’ όξου.
Χιρνάει να γιλάει κι να καρκαλιέτι.
– Τι γιλάς α ρα σα χάχας, εμ έχ’ς ιδώ όλ’ τ’ μέρα, εμ έχασις του τραίνου, εμ γιλάς, τουν λιέει ένας.
– Γιλώ, τουν λιέει, γιατί οι δυο φίλοι μ’ ήρθαν να μι ξιπρουβουδίσ’ν. Ιγώ ήταν να φύβγου μι του τραίνου για τ’ Σαλουνίκ’.