Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μια φορά καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ κόμα κι καλύτιρα. Για πρώτ΄ φουρά φέτος κατάφεράμι κι πήγαμι αντάμα, στου Ζαντσιώτκου του παναΰρ΄.
Δεν ξέρου τι τ΄ν είχι τσακώσ΄, αλλά απ΄ τα τότες που τ΄ν είπι η Μπασιουνάσιαινα, να μη μ΄αφήν΄ να πάου, γιατί μι προξένευαν μια Ζαντσιώτσα, αυτήν αντηριούνταν. Ούτι αντάμα μι τ΄ ημένα δεν ήθιλι να πάμι! Κι ούτι ξέρου ποια ήταν αυτήν απού μι προξένευαν. Ιγώ από τα τότες απού είηδα τ΄ν Κώτσαινα, αστόησα ότι υπάρχουν κι άλλες γυναίκες.
Αφού μι γίγκι ντάτσκα από τ΄ν Καθαροδευτέρα, τ΄ν είπα ότι ιγώ θα πάου στου Ζάντσκου κι άμα θέλ΄ ας ρθει κι αυτήν. Βγαίντας στο σοκάκι, βρήκα τ΄ Μπασιουνάσιαινα κι τ΄ν είπα ότι θέλου να πάου μόναχους, ξέρουντας ότι θα πάει να βάλ΄ φτύλια στ΄μπάμπου για να ρθει, να πάμι αντάμα. Έτς γίγκιν κι κατάφερα να μη χάσου του παναΰρ΄.
Το μεσμέρ΄ τ΄ν Καθαροδευτέρα, μ΄ είπι η μπάμπου ότι θα ρθει να πάμι αντάμα κι ησύχασα. Τ΄ν έστειλι κι η Αγγελική τ΄ Νάσιου δέκα ες εμ ες για να τ΄ν καλέσ΄, χώρια τι τ΄ν έστειλι στου βάϊμπερ κι στου τουΐτερ. Έφτακι η Παρασκιβή το δειλνό κι κίντσαμι.
Δε γένταν να μη πάμι! Γιόμουσι το άουτλουκ μ΄ απού μέιλ από Ζαντσιώτες. Ου Νάσιους ου Τσόκους, ου Γούλης ου Τσιγαρίδας, ου Βάσσους ο Κουλιαλιάς, ου Βάσσους ου Σίσκους, ου Βάσσους ου Παπατόλιος, ου Γιώτας ου Σιδέρ΄ς, ου Γιώτας ου Φίλιους, ου Στέργιους ου Παπακώστας, κι οι αρχές: ου γραμματκός ου Βαγγέλτς ου Σίσκους, ου πρόεδρος ου Κώτσιους ου Παρίης, κι ου παπά Τσιγαρίδας, όλ΄ μι κάλεσαν.
Κίντσαμι μι χιόν΄, καβάλα στουν Ψαρρή. Στα Κρυοπήγαδα, πετάζεται αμπροστά μας ου Μήτρους ου Ντραγάτς, μι το τεφτέρ΄ στου χέρ΄. Καλά που δε σκιάζητι ου Ψαρρής, να μας ρίξ΄ καταής. Μι γύρεψε αλτσίδες για τον Ψαρρή. Ξεπέζεψα, τράβξα το χαϊβάν΄ στ΄ν άκρα, έβγαλα κι του τρίγωνο απ΄ τον τρουβά κι το βαλα οπίσ΄ απ΄ τον Ψαρρή κι θιαμάχκι ου Μήτρους! Βάνου κι του χέρ΄ στουν τρουβά κι βγάνου τς αλτσίδες κι απόμκι να μι τηράει! «Μπαρμπα Κώτσιου» μι λέει «φέγα, είσι εντάξ΄». «Δεν πααίνου καν΄ π΄θενά» τουν λέου «θα μι κάμς κι αλκοτέστ τώρα κι δε θα μι πειράξεις όταν γυρνώ τ΄ν Κυριακή». Δεν πανταίχαινα να στρέξ΄, αλλά έστρεξε. Που να περάσου από αλκοτέστ΄, ύστιρα από παναΰρ΄;
Από τ΄ ικεί κι ύστιρα, απόμκι μόνι το μπλοκ τ΄ Κρίτσανου. Πααίντας δε φοβούμι. Τάχου όλα. Το αλκοτέστ΄ απ΄ φοβούμαν, όταν θα γυρνούμι απ΄ του παναΰρ΄, μι το Μήτρο το ταχτοποίησα. Κι για τουν Κρίτσανου, κάτ΄ θα βρω να φκιάσου. Σάματ΄ θα φύγου τ΄ν ώρα που θα χουρεύ΄!!
Όπως παντέχαινα, έτς κι γίγκι! Περνιούντας τ΄ Σιαλήν΄ του μύλου, είχι μπλοκ ου Κρίτσανους. Το απέρασάμι, όπως κι τ΄ Μήτρου. Κόμα κι εξπρές σέρβις είχα να τουν δείξου, άμα μι γύρευε!
Τ΄ν Παρασκιβή κοιμήθκαμι στ΄ν Αγγελική τ΄ Νάσιου. Είμιστι κι σόι κι του σαββάτου το μεσμέρ΄ μας κάλεσε ου Κώτσιους ου πρόεδρος για φαΐ. Είνι κι η μπάμπου μ΄μι τ΄ Τζούλου φιλνάδες κι φκιάν΄ κι η Κώτσαινα τα καλύτιρα σαρμάδια.
Το Σαββάτο το πρωΐ πήγαμι στ΄ν εκκλησιά. Κοινώντσαμι κι όλας! Πουλύ μ΄ άρεσε. Ευχαριστήθκι η ψχή μ΄! Έψελναν ου Νάσιους ου Τσόκους, ου Φίλιππας ου Ζήκος κι ου Βάσους ο Κουλιαλιάς. Θιαμάχκα κι μι τα μκρά απού ήταν στου ψαλτήρ΄. Τον Απόστολο τουν είπι του Σισκούλ΄, ου Κώτσιους κι το πιστεύω ου Γόλης Τ΄ Παρίσ΄. Ούτι στο ράδιο δε άξα να τα λέν΄ καλύτιρα! Το πάτερ ημών του πι ένας μκρός κι αλάθουσι λίγο κι τουν μάλουναν όξου από τ΄ν εκκλησιά . Τον αψύησα το μπίραβο το μκρό. Ιδώ άλλ΄ κι άλλ΄ αλαθώνουν όταν του διαβάζουν από μέσα, ου μκρός πείραξι;
Σαν έσουσι η εκκλησιά, γιόμουσαν τα καφενεία. Από κλαρίνα, ου Τέλης είχι τς Σμολκαίοι, ου Βάϊος τον Πανουσάκο κι ου Σπύρος τον Άγγελο. Εμείς πήγαμι στου Σπύρου, γιατί είνι ου μκρός τ΄ Σπύρου ου Τσίμους που είνι φίλος μι του Γιάνν΄ τ΄ Σουτήρ κι μας περιποιέτι παραπάν΄! Θιαμαίνταν κι η μπάμπου μι τ΄ αυτά που ήγλιπι. Πρώτ΄ φουρά έρουνταν κι πουλύ τ΄ν άρεσε. Ήγλιπι τουν Αργυρ΄ τουν ταξιτζή κι του Γιώργου τουν Τσιγαρίδα που χόρευαν μι τα ποτήρια στου κιφάλ΄ κι χάζευε! Μέχρι κι στο χορό σκώθκι. Μι τ΄ αυτά κι μι τ΄αυτά, ούτι κατάλαβάμι πως πέρασαν δυό μέρες. Σα μ΄ είπαν ότι ου Κρίτσανους έχ΄ μπλόκο κα του Δίσλαπου, πήρα τ΄μπάμπου κι κίντσαμι να γυρίσουμι στου χουριό.
Σταυρώθκαμι κι μι του Μήτρου του Ντραγάτ΄ στα Κρυοπήγαδα, μας χιρέτσι κι ήρθαμι στου χουριό. Σα σέφκαμι στου σπίτ΄, μι λέει η μπάμπου: «Θα μι πας κι τ΄χρόν΄ στου Ζάντσκου»;
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα