Καλημέρα πιδιά μ΄ καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ κι η μπάμπου μ΄, καλά είμιστι, αλλά αψχούμι αφνούς τς μπίραβ΄ σιακάτ΄ κατ΄τ΄ν Αθήνα, μι τ΄ αυτά απού τραβούν΄!
Έρξι υπροχτές, σ΄ ημάς, ιδώ σιαπάν΄, λίγου χιόν΄, κουντά ένα γόνα. Σκώθ΄κα, κι ήπια τουν καφέ μ΄, ξιάρσα τ΄ν αυλή κι κίντσα να ανοίξου τουρόν ως τ΄ αχούρ΄ κι ‘υστιρα κόμα κατά σιαπάν, ως τ΄ν καλύβα. Για του πηγάδ΄ είχι προυλάβ΄ κι είχι ανοίξ τουν τουρόν ου Μίχους κι για του μεσοχώρ΄ τουν είχι ανοίξ΄ απού τ΄ νύχτα ου Φιλιππάκους. Από τ΄ αυτόν, δεν παίρντς αράδα!
Πήγα τουν Ψαρρή ως τς κουπάνες να τουν πουτίσου, τάϊσα κι τα γίδια κι τα πρόβατα, τα άλλαξα κι του νιρό κι τάϊσα κι τα ΄ρνίθια. Τα ΄ρνίθια είνι δλειά τς μπάμπους, αλλά σήμιρα μι τόσου χιόν΄ κι τέτοιουν ψόφουν, τ΄ν αψύησα κι τα τάϊσα ιγώ. Σαν έσουσα τς δλειές, γύρσα στου σπίτ΄, να πυρουθώ, γιατί τήρσα κι του θερμόμετρο κι ήλιγι μείον δώδεκα. Ικείν΄ τ΄ν ώρα, είχι ανοίξ΄ η μπάμπου τ΄ν τηλεόρας΄ κι ήλιγι ότι έρξι πουλύ χιόν΄ στ΄ν Αθήνα. Από τ΄ αυτά απού ήλιγι, κατάλαβα ότι θα να χι σιαπάν΄ από ένα μπόϊ χιόν΄κι επειδή ήλιγι ότι έχ΄ κι πολικό ψύχος, πήρα τηλέφωνο στο φίλο μ΄, το Μήτρο τ΄ Λέτση.
Ου Μήτρους μ΄ είπι, ότι είχι κάμποσο χιόν, κοντά ως το κότσ΄ κι θιαμάχκα, γιατί άμα είνι κάμποσο ως του κότσ΄, εμείς γιατί λέμι λίγου, όταν είνι του ως του γόνα; Μ΄ είπι ότι έχ΄ κι πουλύ κρύου κι ότι το βράδ΄ έδειχνι του θερμόμιτρου μείουν ένα. Ημείς όταν είνι μείον ένα, ούτι σακάκι δε βάνουμι. Μ΄ είπι ότι είνι κλειστές οι στράτες, κι δε μπουρούν να παν καν΄ π΄θενά. Μ΄ είπι ότι είνι κλειστές γιατί έχουν στου Δήμο μηχανήματα, αλλά δεν έχουν χειριστές, γιατί έκαμαν λέθος στ΄ν προκήρυξ΄ κι αντί για χειριστές γκρέϊντερ΄ πήραν χειριστές για μπουλντόζα κι του γκρέϊντερ δεν ξέρουν ούτι να του βάλουν αμπροστά. Τουν είπα γιατί δεν παίρνουν τα φκιάρια, να ανοίξουν τουρόν κι μ΄ είπι ότι δεν έχουν φκιάρια. Θιαμάχκα! Ημείς όλουν του Χ΄μώνα κοιμούμιστι μι του φκιάρ΄ ουπίσ΄ απού τ΄ν πόρτα κι αυτοί δεν έχουν φκιάρια! Τουν είπα να μη σκανιάζ΄, να ρίξ΄ ξύλα στου τζιάκι κι να τεντουθεί κι μ΄ είπι ότι ούτι τζιάκι έχει, ούτι ξύλα, ούτι ζέστα, γιατί σώθκι του πετρέλειου κι δεν πρόφτακαν να βάλουν κι τώρα μι του χιόν΄ δε μπουρεί να ζγώσ΄ του βυτίου να βάλουν. Μ΄ είπι ότι δεν έχουν κι να φάν΄, γιατί δε μπορούν να παν στα μαγαζιά να ψνήσουν κι τουν είπα να φαν από τ΄ αυτά απού έχουν στο κατώϊ κι μ΄είπι ότι δεν έχουν ούτι κατώϊ.
Ύστιρα από τ΄ αυτό πουλύ τουν αψύησα κι αυτόν κι όλνους τς Αθηναίοι. Ημείς κι ως του καλοκαίρ΄ να μη πάου να ψνήσου, όλα τα χουμι. Σέφκα στου κατώι κι τήρσα λόϋρα: Το κατώι γιουμάτου μπατζιάδια κι τυριά, του καδί μι του γκουτζιούν΄ του αλατσμένου είνι του γιουμάτου, ου τενεκές μι τουν καβουρμά γιουμάτους κι οι λουκανίτσις κράμουντι απού του ταβάν΄. Το καδί μι τ΄ν αρμιά είνι του γιουμάτου ως τ΄ μέσ΄ κι στα ράφια έχ΄ κουλουκύθις, λάχανα, πατάτες, μήλα, μπάπτσες, ζύμορβα. Δυό βαένια κρασί είνι γιουμάτα κι λίγδα έχουμι ως τ΄ χρόν΄. Κι του μουρσί έχ σιαπάν από πενήντα οκάδες κάστανα. Κι δεν καητιρούμι καέναν να μας ανοίξ΄ τ΄ στράτα. Τον τορόν τον ανοίγουμι μοναχοί μας μι τα φκιάρια. Για τ΄ αυτό σας λέου, στουν παράδεισου ζούμι κι δεν του ξέρουμι!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα