Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου, 2025

Στυλιαρίδης ου Χιονοφάγους. (Με τη ματιά ενός θυμόσοφου κασμιρτζή Βοϊώτη)

1 comment 4 minutes read

 

Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μια φορά καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ καλά κι ύστιρα από τ΄αυτό απού γίγκιν σήμιρα, είμιστι κόμα κι καλύτιρα!

Σα χήρσι να χιουνίζ΄, βήκι στα τηλεβίζια ου Μητροτάκ΄ς κι είπι ότι δεν έχουμι φόβον απ΄ του χιόν΄! Είπι ότι αυτός ξέρ΄ να διώχν΄ του χιόν΄ τα βράδυα κι ότι δεν έχουμι φόβον άμα χιονίσ΄ νύχτα.  Τουν ρώτσαν τι θα γέν΄ άμα χιονίσ΄ μέρα κι είπιν ότι μέρα δε χιονίζ΄. Ιγώ ως τα τώρα ήξιρα ότι του χιόν΄ δεν έχ΄ ώρα, αλλά σκέφκα ότι σάματ΄ δε θα θμούμι ιγώ καλά, γιατί ου Μητροτάκ΄ς δε γένητι να αλλαθών΄!

Αντάμα μι του Μητροτάκη, βήκιν κι ένας άλλος που τουν ήφιραν απού σιακάτ΄, που τουν λεν Στυλιαρίδη. Είχι ένα φκιάρ΄ μι ένα θηρίου σλιάρ΄, ίσια μι οχτώ μέτρα κι ήλιγι ότι μι τ΄ αυτό θα διώξ΄ όλα τα χιόνια απού τ΄ν Ελλάδα.  Θάρεσα ότι από το τρανό το σλιάρ΄  θα τουν είπαν Στυλιαρίδη.

Σα νύχτουσι για τα καλά, είπαμι μι τ΄ μπάμπου να πάμι να πλαϊάσουμι. Έβαλα του φκιάρ΄ πίσ΄ απού τ΄ν πόρτα, ήφιρα κι ξύλα από βραδύς για να μη κουσιεύου τ΄ χαραή μες τα χιόνια να φέρου κι έκαμα το σταυρό μ΄ κι πλάηασα.

Ώσπου να μι πάρ΄ ου ύπνους, ήγλιπα όξω απ΄ το παραθύρ΄ που χιόντζι. Το ρ΄χνι μι τα τέσσερα κι ήταν κι χοντρό, σα λαπατίνες!  Δε σκάνιαζα όμως, επειδή το ρχνι βράδ΄ κι ου Μητροτάκς΄ άμα χιονίζ΄ του βράδ΄τα καταφέρν΄ καλύτιρα. Δεν καητιριούμαν να ιδώ τι θα γέν΄ άμα θα φέξ΄ κι παρακαλούσα αυτός ου Στυλιαρίδης μι του τρανό του φκιάρ΄ να μη του φάει όλου του χιόν΄ κι να αφήσ΄ κι λίγου για να ιδούμι,  για να μη αστοχήσουμι πόταβου είνι!  Άφκι που είνι κι ρομαντική κι η μπάμπου μ΄ κι τ΄ν αρέζ΄να γλέπ΄ του χιόν΄!

Κοιμήθκα βαρειά κι όταν ξύπνησα είχι φέξ΄ για τα καλά. ΅Επειδής από βραδύς είχα πιεί κι λίγου κρασί παραπάν΄, θα κοιμούμαν κι άλλο, αλλά ανασκιρνούσι η μπάμπου κι έκαμι έναν ρόποτο κι για τ΄ αυτό ξύπνησα.

Σκώθκα, ήπια του ρουβύθ΄ μ΄ στ΄ χόβολ΄ (μέτριο μι καστανή), έβαλα κι τα άρβυλα κι άνξα τ΄ν πόρτα μι του φκιάρ΄ στου χέρ΄,  για να ανοίξου τορόν,  για να πάου να πηριτήσου τα χαϊβάνια. Ανοίγοντας τ΄ν πόρτα, είηδα γέτμουν τορόν κι μέσ΄ στ΄ν αυλή! Βήκα κατά όξου κι είχι παντού ανοιγμένουν τορόν! Κίντσα να πάου κα τ΄ν προβάτα κι όχι μόνι είχι τορόν ως τ΄ν πόρτα, αλλά ήταν κι του νιρό αλλαγμένου κι τα παχνιά γιουμάτα. Κατέφκα στ΄ αχούρ΄ κι είηδα τ΄ αχούρ΄ ξιαρσμένο, φρέσκο άχυρο στου παχνί τ΄ Ψαρρή κι ζεστό νερό στο κακάβ΄. Θιαμάχκα μι τον κρατικό μηχανισμό κι σκέφτουμαν πόσο τυτχεροί είμασταν που χιόντσι βράδ΄!

Κίντσα να πάου κα του Μίχου κι είηδα ότι κι κατ΄ ικεί ήταν τόσο καλά ανοιγμένους ου τορός, που φαίνταν οι πέτρες στου γκαλντερίμ΄! Χήρσα να γυρνώ γύρω γύρω στου χουριό κι όσο ήγλιπα να ΄χει παντού τορόν, τόσο γιόμωνα  ευκές τον Στυλιαρίδη. Ως κι τα κρούσταλλα ήταν τσακσμένα στα αστρέχες κι θιαμαίνουμαν πως αυτός που τα τσάξι δε φοβούνταν να μη απορίξουν τα χαϊβάνια τ΄!  Πήγα κι στουν κάτ΄ του μαχαλά κι όταν γυρνούσα πίσ΄, είδα έναν να σβαρνίζ΄ μι του ζόρ΄ ένα θηρίο φκιάρ΄ στον ανήφορο. Τουν αγρώντσα! Ήταν ο Στυλιαρίδης.  Ήταν ντιπ όκαχτους, όπως τουν είχα ειηδή στ΄ν τηλεόρασ΄! Ζιούγουσα κι τουν ρώτσα άμα όλα αυτά τα τορούδια τα άνξι μόναχους κι μ΄ είπι ότι βοήθσαν κι άλλ΄, αλλά λίγου κι ότι του πλειότιρου τ΄ άνξι μόναχους. Τουν γιόμωσα ευκές κι κίντσα κα του σπίτ΄!

Σαν έφτακα στου σπίτ΄, πήγα ίσια στ΄μπάμπου, για να τ΄ν πω τι έφκιακι ου Στυλιαρίδης, μι του τρανό του σλιάρ΄. Η μπάμπου όσην ώρα έκραινα, μι τηρούσι λοξά. Σας έσωσα, μι λέει: «Ντιπ μέκους είσι, κι σι περγελάει αυτός ου φκιάρας; Αυτός ούτι του φκιάρ΄ δε νουγάει να κουβαλής, όχι να σ΄ ανοίξ΄ στράτα! Από τ΄ χαραή ήρθαν στρατιώτ΄ κι καθάρσαν όλες τα στράτες. Ρώτα ημένα απού σκώθκα νουρίς! Μας ήφιραν κι προβοδήματα. Είνι ουπάν στου τραπέζ΄ σταφίδις, γαλέττα κι καφές. Τήρα κι μόναχους»! Τηρώ κι τι να ιδώ! Μι περγέλασιν ου Στυλιαρίδης. Ουπάν στου τραπέζ΄ ήταν ένα κτι μι τ΄αυτά που πι η μπάμπου κι έγραφι απ΄ όξου «Ελληνικός Στρατός». Γινάτουσα που μι μορόϊδεψεν αυτός για να πλαρουδείξ΄!!

Ικείν΄ τ΄ν ώρα, άξα έναν ρόποτο στ΄ν πόρτα! Ανοίγου κι τι να ιδώ! Αμπροστά μ΄ ήταν ου Στυλιαρίδης! Τουν ρώτσα γινατουμένους τι ήθιλι κι μι λέει ότι ήρθι να τηρήσ΄ άμα έχου φκιάρ΄ πίσ΄ από τ΄ν πόρτα κι ότι άμα δεν έχου, θα μι βάλ΄ πρόστιμο δυόμσ΄ χιλιάρκα. Παίρνου κι ιγώ του φκιάρ΄ στου χέρ΄ κι τουν λέου: «φέγα σιαπέρα, γιατί θα σι περιλάβω μι του φκιάρ΄ κι θα σι σλιαρώσου τόσο που δε θα σι λεν΄ Στυλιαρλίδη απ΄ του τρανό του φκιάρ΄ απού έης, αλλά απού του σλιάρωμα που θα φας».

Κάμ΄ πέρα κι κόμα κουσιέβ΄! Κόμα τουν ψάχνουν απ΄ τα κανάλια, για να τς πει για το τεράστιο αποχιονιστικό έργο που επιτέλεσε, στ΄ν ορεινή Ελλάδα!

 

Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς

Ντράμστα

Leave a Comment

Ταυτότητα Ιστοσελίδας:
Σαλακίδης Ιωάννης – Ατομική Επιχείρηση

ΑΦΜ: 046450157, ΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Δ/νση Έδρας: Ζαφειράκη 3, ΤΚ 0100 Κοζάνη

Email: info@efkozani.gr

Τηλ. 24610-25112

Ιδιοκτήτης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής: Σαλακίδης Ιωάννης

Διευθύντρια Σύνταξης: Μαρία Τσακνάκη

Διαχειριστής: Σαλακίδης: Ιωάννης

Δικαιούχος του ονόματος τομέα (domain name): Σαλακίδης Ιωάννης

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00