Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μια φορά καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ καλά κι ύστιρα από τ΄αυτό απού γίγκιν σήμιρα, είμιστι κόμα κι καλύτιρα!
Σα χήρσι να χιουνίζ΄, βήκι στα τηλεβίζια ου Μητροτάκ΄ς κι είπι ότι δεν έχουμι φόβον απ΄ του χιόν΄! Είπι ότι αυτός ξέρ΄ να διώχν΄ του χιόν΄ τα βράδυα κι ότι δεν έχουμι φόβον άμα χιονίσ΄ νύχτα. Τουν ρώτσαν τι θα γέν΄ άμα χιονίσ΄ μέρα κι είπιν ότι μέρα δε χιονίζ΄. Ιγώ ως τα τώρα ήξιρα ότι του χιόν΄ δεν έχ΄ ώρα, αλλά σκέφκα ότι σάματ΄ δε θα θμούμι ιγώ καλά, γιατί ου Μητροτάκ΄ς δε γένητι να αλλαθών΄!
Αντάμα μι του Μητροτάκη, βήκιν κι ένας άλλος που τουν ήφιραν απού σιακάτ΄, που τουν λεν Στυλιαρίδη. Είχι ένα φκιάρ΄ μι ένα θηρίου σλιάρ΄, ίσια μι οχτώ μέτρα κι ήλιγι ότι μι τ΄ αυτό θα διώξ΄ όλα τα χιόνια απού τ΄ν Ελλάδα. Θάρεσα ότι από το τρανό το σλιάρ΄ θα τουν είπαν Στυλιαρίδη.
Σα νύχτουσι για τα καλά, είπαμι μι τ΄ μπάμπου να πάμι να πλαϊάσουμι. Έβαλα του φκιάρ΄ πίσ΄ απού τ΄ν πόρτα, ήφιρα κι ξύλα από βραδύς για να μη κουσιεύου τ΄ χαραή μες τα χιόνια να φέρου κι έκαμα το σταυρό μ΄ κι πλάηασα.
Ώσπου να μι πάρ΄ ου ύπνους, ήγλιπα όξω απ΄ το παραθύρ΄ που χιόντζι. Το ρ΄χνι μι τα τέσσερα κι ήταν κι χοντρό, σα λαπατίνες! Δε σκάνιαζα όμως, επειδή το ρχνι βράδ΄ κι ου Μητροτάκς΄ άμα χιονίζ΄ του βράδ΄τα καταφέρν΄ καλύτιρα. Δεν καητιριούμαν να ιδώ τι θα γέν΄ άμα θα φέξ΄ κι παρακαλούσα αυτός ου Στυλιαρίδης μι του τρανό του φκιάρ΄ να μη του φάει όλου του χιόν΄ κι να αφήσ΄ κι λίγου για να ιδούμι, για να μη αστοχήσουμι πόταβου είνι! Άφκι που είνι κι ρομαντική κι η μπάμπου μ΄ κι τ΄ν αρέζ΄να γλέπ΄ του χιόν΄!
Κοιμήθκα βαρειά κι όταν ξύπνησα είχι φέξ΄ για τα καλά. ΅Επειδής από βραδύς είχα πιεί κι λίγου κρασί παραπάν΄, θα κοιμούμαν κι άλλο, αλλά ανασκιρνούσι η μπάμπου κι έκαμι έναν ρόποτο κι για τ΄ αυτό ξύπνησα.
Σκώθκα, ήπια του ρουβύθ΄ μ΄ στ΄ χόβολ΄ (μέτριο μι καστανή), έβαλα κι τα άρβυλα κι άνξα τ΄ν πόρτα μι του φκιάρ΄ στου χέρ΄, για να ανοίξου τορόν, για να πάου να πηριτήσου τα χαϊβάνια. Ανοίγοντας τ΄ν πόρτα, είηδα γέτμουν τορόν κι μέσ΄ στ΄ν αυλή! Βήκα κατά όξου κι είχι παντού ανοιγμένουν τορόν! Κίντσα να πάου κα τ΄ν προβάτα κι όχι μόνι είχι τορόν ως τ΄ν πόρτα, αλλά ήταν κι του νιρό αλλαγμένου κι τα παχνιά γιουμάτα. Κατέφκα στ΄ αχούρ΄ κι είηδα τ΄ αχούρ΄ ξιαρσμένο, φρέσκο άχυρο στου παχνί τ΄ Ψαρρή κι ζεστό νερό στο κακάβ΄. Θιαμάχκα μι τον κρατικό μηχανισμό κι σκέφτουμαν πόσο τυτχεροί είμασταν που χιόντσι βράδ΄!
Κίντσα να πάου κα του Μίχου κι είηδα ότι κι κατ΄ ικεί ήταν τόσο καλά ανοιγμένους ου τορός, που φαίνταν οι πέτρες στου γκαλντερίμ΄! Χήρσα να γυρνώ γύρω γύρω στου χουριό κι όσο ήγλιπα να ΄χει παντού τορόν, τόσο γιόμωνα ευκές τον Στυλιαρίδη. Ως κι τα κρούσταλλα ήταν τσακσμένα στα αστρέχες κι θιαμαίνουμαν πως αυτός που τα τσάξι δε φοβούνταν να μη απορίξουν τα χαϊβάνια τ΄! Πήγα κι στουν κάτ΄ του μαχαλά κι όταν γυρνούσα πίσ΄, είδα έναν να σβαρνίζ΄ μι του ζόρ΄ ένα θηρίο φκιάρ΄ στον ανήφορο. Τουν αγρώντσα! Ήταν ο Στυλιαρίδης. Ήταν ντιπ όκαχτους, όπως τουν είχα ειηδή στ΄ν τηλεόρασ΄! Ζιούγουσα κι τουν ρώτσα άμα όλα αυτά τα τορούδια τα άνξι μόναχους κι μ΄ είπι ότι βοήθσαν κι άλλ΄, αλλά λίγου κι ότι του πλειότιρου τ΄ άνξι μόναχους. Τουν γιόμωσα ευκές κι κίντσα κα του σπίτ΄!
Σαν έφτακα στου σπίτ΄, πήγα ίσια στ΄μπάμπου, για να τ΄ν πω τι έφκιακι ου Στυλιαρίδης, μι του τρανό του σλιάρ΄. Η μπάμπου όσην ώρα έκραινα, μι τηρούσι λοξά. Σας έσωσα, μι λέει: «Ντιπ μέκους είσι, κι σι περγελάει αυτός ου φκιάρας; Αυτός ούτι του φκιάρ΄ δε νουγάει να κουβαλής, όχι να σ΄ ανοίξ΄ στράτα! Από τ΄ χαραή ήρθαν στρατιώτ΄ κι καθάρσαν όλες τα στράτες. Ρώτα ημένα απού σκώθκα νουρίς! Μας ήφιραν κι προβοδήματα. Είνι ουπάν στου τραπέζ΄ σταφίδις, γαλέττα κι καφές. Τήρα κι μόναχους»! Τηρώ κι τι να ιδώ! Μι περγέλασιν ου Στυλιαρίδης. Ουπάν στου τραπέζ΄ ήταν ένα κτι μι τ΄αυτά που πι η μπάμπου κι έγραφι απ΄ όξου «Ελληνικός Στρατός». Γινάτουσα που μι μορόϊδεψεν αυτός για να πλαρουδείξ΄!!
Ικείν΄ τ΄ν ώρα, άξα έναν ρόποτο στ΄ν πόρτα! Ανοίγου κι τι να ιδώ! Αμπροστά μ΄ ήταν ου Στυλιαρίδης! Τουν ρώτσα γινατουμένους τι ήθιλι κι μι λέει ότι ήρθι να τηρήσ΄ άμα έχου φκιάρ΄ πίσ΄ από τ΄ν πόρτα κι ότι άμα δεν έχου, θα μι βάλ΄ πρόστιμο δυόμσ΄ χιλιάρκα. Παίρνου κι ιγώ του φκιάρ΄ στου χέρ΄ κι τουν λέου: «φέγα σιαπέρα, γιατί θα σι περιλάβω μι του φκιάρ΄ κι θα σι σλιαρώσου τόσο που δε θα σι λεν΄ Στυλιαρλίδη απ΄ του τρανό του φκιάρ΄ απού έης, αλλά απού του σλιάρωμα που θα φας».
Κάμ΄ πέρα κι κόμα κουσιέβ΄! Κόμα τουν ψάχνουν απ΄ τα κανάλια, για να τς πει για το τεράστιο αποχιονιστικό έργο που επιτέλεσε, στ΄ν ορεινή Ελλάδα!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα