«Συμφωνία των Πρεσπών», «…διϋλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες»
Στις 13/10/2024 στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Πισοδερίου Φλώρινας έλαβε χώρα εσπερίδα με θέμα «Ο Μακεδονικός Αγώνας συνεχίζεται… Η συμβολή της ιστορικής επαρχίας των Πρεσπών στον Μακεδονικό Αγώνα», διοργανώτρια της οποίας ήταν η Ιερά Μητρόπολη Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας, σε συνεργασία με τον Δήμο Πρεσπών και το Ίδρυμα Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού «Μέλαθρον Αναστασίου-Ιουλίας Μπίλλη», και τον συντονισμό της είχε ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου και εκ των ιδρυτικών μελών τού ιδρύματος.
Αφού ολοκληρώθηκαν οι ομιλίες των τεσσάρων ορισθέντων επιστημόνων, ο συντονιστής τής εσπερίδας έκρινε σκόπιμο να μας παρουσιάσει τις «δικές του συμπερασματικές κρίσεις» σχετικά με τη «Συμφωνία των Πρεσπών», προβαίνοντας σε ερμηνεία συγκεκριμένων άρθρων της, αφού, νωρίτερα, έδωσε τη δυνατότητα στο ακροατήριο να υποβάλει τυχόν ερώτημα στο τέλος.
Ξεκινώντας την τοποθέτησή του ανέφερε ότι από τη Συμφωνία αυτή προκύπτουν για την ελληνική πλευρά ένα «θετικό» στοιχείο και δύο «αμφίσημα» σημεία…
Ως «θετικό» χαρακτήρισε την ονομασία του «Δευτέρου Μέρους», «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον όρο «erga omnes», δηλαδή έναντι όλων, ενώ ως «αμφίσημα» την ιθαγένεια, «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», και γλώσσα, «Μακεδονική γλώσσα», του ιδίου μέρους.
Ανταποκρινόμενος, λοιπόν, στην πρόσκληση τού συντονιστή να λάβω τον λόγο, ως ένας εκ των παρευρισκομένων στην εκδήλωση, αφού, εν τέλει, δεν κατέστη δυνατή η επιτόπου τοποθέτηση, καθώς η παρέμβαση του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη μας σήμανε και την αυλαία της, ας μου επιτραπεί να εκφράσω τη διαφωνία μου επί της ουσίας των ως άνω συμπερασμάτων του.
Κατ’ αρχάς, το κράτος μας δεν είχε καμία απολύτως υποχρέωση να υποδείξει πώς θα πρέπει να ονομαστεί το «Δεύτερο Μέρος», η ιθαγένεια και η γλώσσα του∙ αλλά πώς δεν θα πρέπει να ονομαστούν, γιατί τόσο η ταυτότητα όσο η ιθαγένεια και η γλώσσα των πολιτών του δεν είναι μακεδονική. Το «Σκοπιανό» και όχι «Μακεδονικό Ζήτημα»» ήταν πρόβλημα του «Δευτέρου Μέρους», που έπρεπε να επιλύσει για να ενταχτεί στους διεθνείς οργανισμούς που προσέβλεπε (ΝΑΤΟ, ΕΕ). Εμείς δεν είχαμε κανενός είδους «ζήτημα». Η Μακεδονία, οι Μακεδόνες και η γλώσσα τους ήταν ανέκαθεν αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας, συνείδησης και παράδοσης και του ελληνικού πολιτισμού. Δυστυχώς, όλα αυτά τα επίμαχα χρόνια το πρόβλημα του «Δευτέρου Μέρους» το «κάναμε» και δικό μας…
Εν προκειμένω, με τη «Συμφωνία των Πρεσπών» –ή κατά την ορθότερη εκδοχή «Συμφωνία των Ψαράδων», διότι, όπως επισήμανε στην ομιλία του και ο Πανοσιολογιότατος Αρχιμανδρίτης Χατζηεφραιμίδης Ειρηναίος, οι συμφωνίες λαμβάνουν το όνομά τους από τον τόπο που υπογράφονται και όχι από την περιοχή (βλ. Συνθήκη των Σεβρών, Ανακωχή ή Συνθήκη του Μούδρου, Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου κ.α.)– το κράτος μας εκχώρησε στο «Δεύτερο Μέρος»: α) Όνομα, το οποίο μέχρι την ημέρα της υπογραφής της δεν είχε, γιατί, αν το είχε, δεν θα συνέπραττε σε διεθνή συμφωνία ως κράτος χωρίς όνομα, αλλά με το όνομά του. Το κράτος μας, το «Πρώτο Μέρος», συμπράττει ως «Ελληνική Δημοκρατία», ενώ το άλλο ως αυτό «που έγινε δεκτό στα Ηνωμένα Έθνη σύμφωνα με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών 47/225 της 8ης Απριλίου 1993», β) Ιθαγένεια, την οποία μέχρι την ημέρα της υπογραφής της δεν είχε, γιατί, αν την είχε, δεν θα αποτελούσε αντικείμενο της Συμφωνίας που θα έπρεπε να ρυθμιστεί, και γ) Γλώσσα, την οποία, επίσης, μέχρι την ημέρα της υπογραφής της δεν είχε, γιατί, αν την είχε, ομοίως, δεν θα αποτελούσε αντικείμενο της Συμφωνίας που θα έπρεπε να ρυθμιστεί∙ αναπτερώνοντας, έτσι, τις ελπίδες τού «Δευτέρου Μέρους» ακόμη και για αναγνώριση «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα.
Προσθέτως δε της ανεπίτρεπτης εκχώρησης από την ελληνική πλευρά τού ονόματος Μακεδονία στο «Δεύτερο Μέρος», ούτε και η «erga omnes» χρήση του έχει τη βαρύτητα που ήθελε να αναδείξει ο συντονιστής τής εσπερίδας. Τούτο θα μπορούσε να υποστηριχθεί μόνο εάν ο όρος αυτός δημιουργούσε ή επέβαλε νομικές υποχρεώσεις έναντι τρίτων και εφαρμοζόταν καθολικά στην πράξη ή τυχόν αθέτησή του επέσυρε την επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων σε βάρος υπόχρεου. Τίποτα, όμως, από τα παραπάνω δεν συμβαίνει. Η εν λόγω Συμφωνία είναι διμερής και ως τέτοια οι όποιες συμβατικές υποχρεώσεις έχουν αναληφθεί δεσμεύουν αποκλειστικά και μόνο τα δύο συμβαλλόμενα κράτη, η εμπειρία των πρόσφατων γεγονότων που έλαβαν χώρα στο εσωτερικό τού «Δευτέρου Μέρους» (βλ. δηλώσεις τής νέας πολιτικής ηγεσίας του, Προέδρου Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα-Ντάβκοβα και Πρωθυπουργού Κρίστιαν Μίτσκοσκι) αποδεικνύει ότι τα «συμπεφωνημένα» δεν τηρούνται πάντοτε πιστά στον επίσημο προφορικό, τουλάχιστον, λόγο, και ουδεμία ποινή έχει προβλεφθεί σε περίπτωση παραβίασής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ονομασίας ενός κράτους με γεωγραφικό προσδιορισμό, ο οποίος έχει μείνει μόνο στα «χαρτιά», όπως και στην υπό κρίση περίπτωση, αποτελεί η «Ουρουγουάη», του οποίου η επίσημη ονομασία είναι «Ανατολική Δημοκρατία της Ουρουγουάης», δηλαδή ανατολικά του ποταμού Ουρουγουάη, ενώ στην απέναντι όχθη του βρίσκεται η Αργεντινή. Έχετε ακούσει ποτέ ή διαβάσει κάπου να αυτοαποκαλείται ή να αποκαλείται το κράτος αυτό ως «Ανατολική Ουρουγουάη» και οι πολίτες του ως «πολίτες της Ανατολικής Ουρουγουάης» ή «Ανατολικοουρουγουανοί»; Παρά μόνο ως «Ουρουγουάη» και «Ουρουγουανοί», αντίστοιχα.
Μάλιστα, οι συμφωνηθείσες ιθαγένεια και γλώσσα του «Δευτέρου Μέρους», αποτελούν το άκρον άωτον του παραλογισμού και της διαστρέβλωσης της αληθούς σημασίας των δύο αυτών εννοιών. Η εκχώρηση από ελληνικής πλευράς του επιθέτου «μακεδονική» στην ιθαγένεια και τη γλώσσα του «Δευτέρου Μέρους» οδηγεί αναπόφευκτα στην «παραδοχή» ότι η Μακεδονία δεν είναι Ελλάδα, οι Μακεδόνες δεν είναι Έλληνες και η γλώσσα τους δεν είναι ελληνική! Ενώ, αδιαμφισβήτητα και πανθομολογουμένως, δεν υπάρχει «μακεδονική» εθνότητα, ιθαγένεια και γλώσσα. Πάρα ταύτα, με την επαίσχυντη αυτή Συμφωνία συνομολογείται ένας αδιανόητος σφετερισμός από το «Δεύτερο Μέρος» των όρων Μακεδονία και Μακεδόνας, καθώς, αν και οι όροι αυτοί δεν είναι αόριστοι και απροσδιόριστοι, αλλά, αντιθέτως, επιστημονικώς αποδεδειγμένοι, τα συμβαλλόμενα μέρη τούς προσδίδουν ανύπαρκτα χαρακτηριστικά και τους «αποδέχονται» με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο.
Μολονότι στη Συμφωνία αυτή ο όρος ιθαγένεια του «Δευτέρου Μέρους» δεν καθορίζει ή προκαθορίζει την «εθνοτική καταγωγή/εθνότητα» και, τουλάχιστον, στην ελληνική έννομη τάξη η έννοια της ιθαγένειας έχει ταυτόσημο περιεχόμενο με εκείνη της υπηκοότητας[1], μετά την υπογραφή της καθίσταται ορατός ο κίνδυνος σύγχυσης της ιθαγένειας με την εθνικότητα στην πράξη, ανοίγοντας, έτσι, τον δρόμο της άτυπης αναγνώρισης μιας «μακεδονικής» εθνικότητας.
Τη στρεβλότητα, μάλιστα, στην οποία οδηγεί η παραπάνω εννοιολογική σύγχυση, μπορεί εύκολα να τη διαπιστώσει κανείς, αν σκεφτεί ότι ο όρος ιθαγένεια δεν συμπίπτει με αυτόν της εθνικότητας, ενώ παραπέρα οι έννοιες του κράτους και του έθνους είναι τελείως διαφορετικές μεταξύ τους[2]. Ειδικότερα, ιθαγένεια καλείται ο νομικός δεσμός προς το κράτος των ατόμων που απαρτίζουν τον λαό[3], λαός είναι το σύνολο των πολιτών ενός κράτους ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, τη θρησκεία, τη γλώσσα και την εθνικότητα[4], ως κράτος νοείται λαός μονίμως εγκατεστημένος σε ορισμένη χώρα, οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο, ο οποίος ασκεί αυτοδύναμη εξουσία[5], ενώ, τέλος, έθνος είναι το σύνολο των ατόμων που είναι ενωμένο πνευματικά με στοιχεία κοινού πολιτισμού, κοινού ιστορικού παρελθόντος και κοινών επιδιώξεων[6]. Μετά ταύτα, όταν, π.χ., το κράτος μας χορηγεί σε κάποιον πολίτη την ελληνική ιθαγένεια, ανεξάρτητα του τρόπου κτήσης της (λόγω καταγωγής ή κατόπιν πολιτογράφησης), αυτός αποκαλείται Έλληνας, όπως αντίστοιχα συμβαίνει και με τα άλλα κράτη και τους πολίτες τους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση της ιθαγένειας είναι εδώ και πάρα πολλά χρόνια η εθνικότητα, βάσει της αρχής των εθνοτήτων που έχει επικρατήσει διεθνώς[7], συνειρμικά οδηγούμαστε στην «ταύτιση» της ιθαγένειας με την εθνικότητα ενός πολίτη, παρότι υπάρχουν κράτη στα οποία συνυπάρχουν περισσότερες από μία εθνότητες, όπως, π.χ., στα Βαλκάνια η Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Έτσι, με μία πρώτη προσέγγιση, ο Έλληνας ανήκει στο ελληνικό έθνος, ο Γάλλος στο γαλλικό, ο Γερμανός στο γερμανικό, κ.ο.κ., με ό,τι το κάθε έθνος σημαίνει διεθνώς. Με αυτήν την ταυτότητα γίνεται αποδεκτός και τον αναγνωρίζουν τα άλλα κράτη, ασχέτως του τρόπου που ο καθένας εξ αυτών απέκτησε τη συγκεκριμένη ιθαγένεια. Το ίδιο, πλέον, συμβαίνει και με τους πολίτες του «Δευτέρου Μέρους». Αυτοί ανήκουν στο υποτιθέμενο «μακεδονικό» έθνος, παρόλο που δεν είναι όλοι ιδίας εθνικότητας (υπάρχουν και Αλβανοί, Τούρκοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Έλληνες, κ.α.), καθώς υφίσταται ένας λαός εγκατεστημένος σε ορισμένη χώρα, οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο, που ασκεί αυτοδύναμη εξουσία, με «κοινά» για την πλειοψηφία του στοιχεία πολιτισμού, ιστορίας, γλώσσας, όπως αυτή, έστω και λανθασμένα, τα αντιλαμβάνεται, αλλά εμείς «συμφωνήσαμε». Με το πέρασμα του χρόνου, το συναίσθημα περί «κοινής» καταγωγής τού λαού του όλο και περισσότερο θα καλλιεργείται, θα εμπεδώνεται και θα επικρατεί. Δεν υπάρχει περίπτωση ο πολίτης τού «Δευτέρου Μέρους», έξω από τα σύνορα του κράτους του, να αυτοπροσδιοριστεί ή ετεροπροσδιοριστεί ως «Μακεδόνας/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Και τούτο δεν αποτελεί μία αυθαίρετη εικασία, αλλά εύλογη ανησυχία που έχει τις ρίζες της κυρίως στην προκλητική έως σήμερα στάση τού «Δευτέρου Μέρους» απέναντι στο συγκεκριμένο θέμα. Επομένως, όχι μόνο θα εξακολουθεί ο πολίτης τού «Δευτέρου Μέρους» να αυτοαποκαλείται σκέτα «Μακεδόνας» αλλά, πλέον, θα αναγνωρίζεται έτσι διεθνώς και με τη «βούλα» του ελληνικού κράτους που διακαώς επιζητούσε, ενώ είναι προφανές πως το πρόσωπο αυτό ουδεμία σχέση έχει με την περιοχή και τον πληθυσμό της βόρειας περιοχής του ελληνικού κράτους και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του καθώς και τον ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την εν γένει κληρονομιά της περιοχής αυτής από την αρχαιότητα έως σήμερα. Απ’ την άλλη, αν ένας Μακεδόνας βρεθεί στο εξωτερικό και συστηθεί με αυτή την ταυτότητα θα πρέπει να εξηγεί ότι δεν είναι πολίτης του «Δευτέρου Μέρους», αλλά Έλληνας από τη «βόρεια περιοχή» της χώρας μας. Συνεπώς, πολύ απλά, πλέον, όταν ένας πολίτης τού «Δευτέρου Μέρους» βρεθεί εκτός του κράτους του θα αυτοπροσδιοριστεί και θα προσδιοριστεί ως «Μακεδόνας», χωρίς επεξηγήσεις, ενώ, αν ένας Έλληνας εκτός Ελλάδας αυτοπροσδιοριστεί ως Μακεδόνας, θα πρέπει να δώσει «εξηγήσεις». Επίσης, εφεξής, καθίσταται σχεδόν απίθανο ο μη Έλληνας να προσδιορίσει, π.χ., τον Βεροιώτη ή τον Θεσσαλονικιό ως Μακεδόνα. «Μακεδόνας», πλέον, νοείται μόνο ο πολίτης του «Δευτέρου Μέρους». Αυτό επί της ουσίας «επετεύχθη» με την εν λόγω Συμφωνία: αφενός Μακεδονία και Μακεδόνες με διευκρινίσεις και υποσημειώσεις, και αυτές «καλά κλειδωμένες» στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, και αφετέρου, με «όχημα» το όνομα Μακεδονία στην επίσημη ονομασία τού «Δευτέρου Μέρους», αναγνώριση δικαιώματος σε αυτό να χορηγεί στους πολίτες του τη «μακεδονική» ιθαγένεια, αποστέλλοντας, έτσι, το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι αυτοί ανήκουν στο «μακεδονικό» έθνος, καθώς είναι «Μακεδόνες». Τελικά, τα όποια «θετικά» για την Ελλάδα από την περιβόητη Συμφωνία θα μείνουν μόνο στο «χαρτί» και μόνο για τις μεταξύ των δύο συμβαλλόμενων κρατών σχέσεις, αν και όταν αυτά δεν παραβιάζονται από το «Δεύτερο Μέρος».
Εκεί, όμως, που πραγματικά σταματάει κάθε λογική προσέγγιση της εν λόγω Συμφωνίας, είναι στην επίσημη ονομασία τής γλώσσας τού «Δευτέρου Μέρους» ως «Μακεδονική», «όπως αναγνωρίσθηκε από την Τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων, που διεξήχθη στην Αθήνα το 1977, και… ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών» και μαζί με τα «άλλα χαρακτηριστικά του Δεύτερου Μέρους δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους». Μέσα σε λίγες μόνο σειρές εγκλωβίζονται τόσες αντιφάσεις, ανακρίβειες και διαστρεβλώσεις, που είναι να απορεί κανείς, αναλογιζόμενος ότι τόσο η προφορική όσο και η γραπτή γλώσσα του Φιλλίπου Β΄, του Μέγα Αλέξανδρου και των άλλων Μακεδόνων ασφαλώς και ήταν η ελληνική (αττική διάλεκτος, μία από τις κύριες διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας). Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι δάσκαλος τού μετέπειτα Στρατηλάτη ήταν ο Αριστοτέλης. Δεν φαντάζομαι να υποστηρίζει κανείς ότι τον δίδασκε στη… σλαβική γλώσσα; Διαφορετική από την ελληνική γλώσσα δεν χρησιμοποίησαν οι Μακεδόνες, ούτε πριν τον 4ο αιώνα π.Χ. Τούτο, δε, το ευφάνταστο πολιτικό κατασκεύασμα, «μακεδονική» γλώσσα, το κατέταξαν «στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών», αυτών, δηλαδή, που άρχισαν να διαμορφώνονται περί τον 9ο αιώνα μ.Χ.! Προσέδωσαν το επίθετο «μακεδονική» σε μία γλώσσα που άρχισε να εμφανίζεται στην περιοχή εκείνη μετά από δέκα και παραπάνω αιώνες με την εγκατάσταση των Σλάβων. Επομένως, δεν μπορεί να ονομασθεί ούτε «Σλαβομακεδονική» γλώσσα, διότι η γλώσσα του «Δευτέρου Μέρους» δεν έχει τίποτα που να τη συνδέει με την πραγματική γλώσσα των Μακεδόνων, συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει συνθετικό της ονομασίας της. Όντως, η γλώσσα του «Δευτέρου Μέρους» είναι μία σλαβική γλώσσα (κατά βάση βουλγαρική, υποστηρίζεται ακόμη και η άποψη ότι είναι βουλγαρική διάλεκτος) και ανήκει σε εκείνη την ομάδα γλωσσών. Προσέτι, ακόμη και η αναγνωριστική της βάση στην εν λόγω Συμφωνία –θα πρέπει να– αποτελεί ζητούμενο, διότι η Τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση Γεωγραφικών Ονομάτων (ταυτότητα εγγράφου E/CONF.69/4) απέβλεπε σε συμφωνία για την ομοιόμορφη μεταγραφή στο λατινικό αλφάβητο γεωγραφικών ονομάτων χωρών που δεν χρησιμοποιούσαν το συγκεκριμένο. Επισημαίνεται ότι η αναφορά ήταν σε αλφάβητα και όχι σε γλώσσες. Σκοπός της, δηλαδή, δεν ήταν η αναγνώριση οποιασδήποτε γλώσσας και οι αποφάσεις που υιοθέτησε δεν αναγνωρίζουν καμία γλώσσα, «μακεδονική» ή άλλη. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 48 της Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών της 23ης Μαΐου 1969, είναι πιθανόν το σφάλμα αυτό να αποτελεί λόγο καταγγελίας της Συμφωνίας, έστω και μερικώς, καθώς συνιστά ουσιώδες πραγματικό σφάλμα, το οποίο ακυρώνει σημαντικό μέρος της όπου ρυθμίζεται ένα κρισιμότατο θέμα. Αυτονόητο, ωστόσο, είναι πως κάτι τέτοιο προϋποθέτει και την αντίστοιχη βούληση από τους εκάστοτε αρμόδιους, η οποία, από την κύρωση της «Συμφωνίας των Πρεσπών» στην ελληνική Βουλή μέχρι και σήμερα, δεν παρατηρείται. Σε κάθε περίπτωση, επειδή το 1977 δεν υπήρξε αναγνώριση από τον ΟΗΕ της γλώσσας αυτής, η επίμαχη διάταξη της Συμφωνίας (άρθρο 1 παρ. 3 εδ. γ΄) είναι προφανώς λανθασμένη.
Συμπερασματικά, λοιπόν, κατά την άποψή μου, ούτε το ένα είναι θετικό ούτε τα άλλα δύο αμφίσημα, αλλά και οι τρεις αυτές ρυθμίσεις είναι κατηγορηματικά αρνητικές για τα εθνικά μας συμφέροντα και επιφέρουν στο έθνος και το κράτος μας ανεπανόρθωτη ζημία. Θεωρώ αδιανόητο σε μείζονα εθνικά θέματα να «διυλίζουμε το κουνούπι», για να εξάγουμε σώνει και καλά κάτι «θετικό», και στο μεταξύ να «καταπίνουμε την καμήλα», ανεχόμενοι τα μεγάλα και σπουδαία αρνητικά («…οἱ διϋλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες», κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 23.24)∙ μία φράση δανεισμένη από το επιστημονικό αντικείμενο του συντονιστή τής εσπερίδας.
Τέλος, πέραν της ουσίας των απόψεων του συντονιστή τής εσπερίδας σχετικά με τη «Συμφωνία των Πρεσπών», ως προς την επικοινωνιακή πλευρά αυτών, ο τόπος και ο χρόνος που επέλεξε να τις εξωτερικεύσει εκτιμώ ότι ήταν ακατάλληλος και άκαιρος, αντίστοιχα. «Σαν τέτοια ώρα στο βουνό…», που πριν από 120 χρόνια ο εμπνευστής και εκ των πρωτεργατών του Μακεδονικού Αγώνα, Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού Παύλος Μελάς, άφηνε την τελευταία του πνοή στον βωμό της ελεύθερης και ελληνικής Μακεδονίας, ο συντονιστής τής εσπερίδας, από απόσταση μόλις λίγων μέτρων από τον προσωρινό τάφο τής κεφαλής τού ήρωα, το συστεγαζόμενο παρεκκλήσι Αγίου Χαραλάμπους, χαρακτήριζε θετική την εκχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας στην ονομασία ενός άλλου κράτους και αμφίσημη την εκχώρηση του ιδίου ονόματος στην ιθαγένεια και τη γλώσσα του λαού του. Εκχωρήσεις που παραχαράζουν την ιστορία τής μίας και αυθεντικής Μακεδονίας. Αναρωτιέμαι με πόση εθνική «υπερηφάνεια» και «συγκίνηση» ο «Καπετάν Μίκης Ζέζας» και οι άλλοι Μακεδονομάχοι, η «συντροφιά του όλη», παρακολουθούσαν «από εκεί ψηλά» την τοποθέτηση του εν λόγω συντονιστή.
Ζήσης Πλούσκας
Πτυχιούχος του Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών (Π.Δ.Μ.)
Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στις Γλώσσες και τον Πολιτισμό των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Π.Δ.Μ.).
[1] Ζωή Παπασιώπη-Πασιά, Δίκαιο Ιθαγένειας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σσ 8-9.
[2] Στο ίδιο, σελ. 6.
[3] Παναγιώτης Πουλής, Εισαγωγή στο Δημόσιο Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σελ. 23.
[4] Στο ίδιο, σελ. 21.
[5] Στο ίδιο, σελ. 21.
[6] Στο ίδιο, σελ. 26.
[7] Ζωή Παπασιώπη-Πασιά, ό.π., σελ. 14.