Συνάντηση Πατριάρχη και Πάπα. (Πολιτική) ενότητα ή (θρησκευτική) ενοποίηση; (του Ανδρέα Τσιφτσιάν)
Οι διαφορές μας με τους καθολικούς είναι τεράστιες. Και δεν είναι μόνον λειτουργικές, θεολογικές, πολιτιστικές και πολιτικές. Είναι βαθιά φιλοσοφικές.
Από πολιτικής άποψης, είναι καλό να υπάρχει συνεργασία, όμως, με κόκκινες γραμμές, χωρίς συμβιβασμούς και εκπτώσεις σε θεολογικά ζητήματα.
Πολιτική συμμαχία, ενώπιον κοινών κινδύνων, είναι το ένα, αλλά η ενότητα της Πίστεως προϋποθέτει ενότητα διδασκαλίας.
Η θεολογική τους προσέγγιση είναι καταφατική, σχολαστική, δηλαδή πιστεύουν στην ορθολογική-λογική θεολογία και το λατρευτικό τους έθος είναι γεμάτο από συμβολισμούς.
Ο Θωμάς ο Ακινάτης ήταν αυτός που επιβεβαίωσε και εδραίωσε φιλοσοφικά την καταφατικότητα και σχολαστικότητα της θεολογίας τους. Θεώρησε το απλό, απλοϊκό και προσπάθησε να περιγράψει οντολογικές έννοιες με ορθολογικό και πραγματολογικό τρόπο. Νόμισε λοιπόν ο Ακινάτης, ότι για να έχει επιτυχία το πνευματικό του πόνημα, θα αρκούσε, αν αντέγραφε την πρωτοπορία της ελληνικής σκέψης και την αριστοτελική μεθοδολογία. Χρησιμοποίησε το λάθος εργαλείο, μυωπιάζοντας απέναντι σ’ αυτό που αποτόλμησε να περιγράψει.
Οι Έλληνες όμως (νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, Βυζαντινοί λόγιοι, Πατέρες της Εκκλησίας), είχαν κάνει ήδη ένα βήμα παραπέρα. Δεν αντέγραψαν τον εαυτό τους, αλλά ενέδρευαν μια νέα πρωτοπορία, σχεδόν άγνωστη, μέχρι τότε, στην αρχαία ελληνική διανόηση: την οντολογία και τον αφαιρετικό στοχασμό. Ακόμη και ο Πλάτωνας εξάντλησε κάποια στιγμή τις μεταφυσικές του αναζητήσεις στην κοσμική ιδανική πολιτεία.
Με τον χριστιανισμό οι Έλληνες έδωσαν τη χαμένη οντολογία των πραγμάτων, τη διανόηση σε πεδίο ορισμού, όπου η γνώση δεν είχε ακόμη σημείο αναφοράς, την κοσμοθεωρία δηλαδή, ότι το ιδεατό ή νοητό είναι καθόλα υπαρκτό. Αλλά και πρακτικά, η οντολογική φιλοσοφία, ανέδειξε την εννοιολογική σημασία δύο, μέχρι τότε, ανύπαρκτων αριθμών: του μηδενός και του απείρου! Χωρίς την αποφατική φιλοσοφία επίσης, δε θα υπήρχε ούτε αποφατική ποίηση ούτε αποφατική τέχνη.
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά και κατά τον Αριστοτέλη, το μηδέν (0) θεωρούνταν «προβληματικός» αριθμός και το άπειρο, ως αριθμητική έννοια, θεωρούνταν «άτακτον» («οὐκ ἔστι τὸ ἄπειρον ὡς ὄν ἐντελεχείᾳ»), διότι μπορούσαν να αντιληφθούν τα μαθηματικά μόνο μέσα από φυσικές, φαινόμενες, γεωμετρικές και υπαρκτές ποσότητες. Θεωρούσαν «αρμονικό» μόνο το μετρήσιμο, ενώ οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν το άπειρο, «απειλή στην τάξη».
Η αποφατική φιλοσοφία όμως, ανέδειξε το μηδέν σε αριθμό με υπερβατική αξία και προϋπόθεση στην περιγραφή του «μη όντος». Ήταν η «άδεια μήτρα», από την οποία μπορούσαν να γεννηθούν τα πάντα. Το μηδέν δηλαδή ήταν θεμελιώδης αρχή για το «πρωτογενές αίτιον», την παραδοχή δηλαδή, ότι «το κάτι μπορεί να δημιουργηθεί από το τίποτε». Το άπειρο δε, ως αριθμός, αναδείχθηκε σε ομολογία της υπερβατικής πραγματικότητας, επιβεβαίωσε δηλαδή, ότι υπάρχει μια αν-αμφισβήτητη αλήθεια που είναι α-προσπέλαστη και α-σύλληπτη μέσα από πεπερασμένες αριθμητικές διατυπώσεις, καθώς και ο μόνος τρόπος της περιγραφής του θείου ως το «Ἕν, ἐπέκεινα τῆς οὐσίας».
Η ορθόδοξη θεολογία, λοιπόν, είναι αποφατική, αφαιρετική και λειτουργεί αντί με συμβολισμούς, με τη μυστική εμπειρία, ως κοινωνία με το αν-εξήγητο μυστήριο. Είναι μυστικό βίωμα με το α-διανόητο και όχι απλώς μια συμβολική συμμετοχή.
Γι’ αυτόν τον λόγο, για τους καθολικούς τα μυστήρια είναι επτά (7). Στην ορθοδοξία είναι 7+ά-πειρα. Κάθε πράξη της Εκκλησίας μας συνιστά μυστήριο. Ακόμη και μια παρακλητική ευχή είναι μυστήριο, η εξόδιος ακολουθία είναι μυστήριο, το τρισάγιο είναι μυστήριο, το μνημόσυνο είναι μυστήριο.
Δεν υπάρχει τίποτε που να συμβολίζεται και δεν υπάρχει τίποτε που να συμβολίζει. Όλα «είναι» και όλα συμβαίνουν αληθινά, ως μυστηριακή πραγματικότητα.
Αντίθετα, η καταφατική, σχολαστική φιλοσοφία, απαιτούσε να παρουσιάζουν το μυστήριο ως φαινόμενο, το υπερβατικό ως προσιτό και τελικά τη λατρευτική λειτουργία, κάτι σαν τελεστική παράσταση.
Εφόσον όμως η περιγραφή είναι περιορισμένη, είναι και ανακριβής. Για τους καθολικούς, για παράδειγμα, η κόλαση και ο αιώνιος θάνατος είναι καζάνια και τσιγκέλια. Για τους ορθόδοξους είναι η α-πουσία Θεού, η κοινωνία με τον αντίδικο.
Για τους ορθόδοξους δεν υπάρχει λέξη ή έννοια που να μπορεί να περιγράψει το Θεό. Λέμε δηλαδή κατά παρέκκλιση τι είναι Θεός εν είδει εκλαΐκευσης και απλούστευσης θεολογικών εννοιών (π.χ. παντοδύναμος, πανάγαθος κτλ.). Κατά κανόνα όμως περιγράφουμε τον Θεό κυρίως ως τι δεν είναι:
A-περινόητος, άρ-ρητος, άν-αρχος, α-ΐδιος, ά-φθαρτος, ά-φθορος, α-περίγραπτος, α-καθόριστος, α-κατάληπτος, αν-εξάντλητος, α-σύλληπτος, ά-κτιστος, ά-χρονος, ά-πειρος, αν-εννόητος υπερ-ούσιος, είναι δηλαδή κατά την ουσία Του ά-γνωστος. Α-δύνατον να περιγραφεί με ανθρώπινες λεκτικές κατασκευές.
Κατ’ επέκταση των παραπάνω, οι καθολικοί προσπαθούν να εκλογικεύσουν με πραγματολογικές έννοιες ακόμη και τη Χάρη του Θεού και αυτό τους καθιστά αίρεση, διότι την αλλοιώνουν και την εγκιβωτίζουν στις δυνατότητες και τους περιορισμούς της ανθρώπινης διανόησης.
Η Χάρις είναι κατ’αυτούς κτιστή, δηλαδή δεν είναι ο ίδιος ο Θεός, αλλά ένα αποτέλεσμα που ο Θεός δημιουργεί και ενίοτε με αυτή ευεργετεί και αντιπαρέχει για καλές πράξεις. Είναι δηλαδή η ευεργεσία και βοήθεια του Θεού στον άνθρωπο.
Συνεπώς και η Σωτηρία για αυτούς είναι η ηθική δικαίωση και η αποκατάσταση της σχέσης με τον Θεό.
Η Χάρις για εμάς, αντίθετα, είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού και η Σωτηρία είναι η θέωση! Ο άνθρωπος ενώνεται πραγματικά με τον Θεό, όχι απλώς συμβολικά ως ηθική ανταμοιβή, αλλά γίνεται «κατά χάριν Θεός» (προσοχή όμως: όχι κατά ουσία).
Η Χάρις είναι για αυτούς δώρο, για εμάς είναι μετοχή. Δεν είναι συμβολική, αλλά πραγματική.
Διαφέρουμε λοιπόν, ουσιαστικά, ανάμεσα στην ουσία και πορεία μιας πνευματικής ζωής και μιας ζωής καλών πράξεων και ανταμοιβής γι’ αυτές.
Παραφράζοντας όμως την ίδια τη Χάρη του Θεού, ουσιαστικά αυτό που αλλοιώνουν και υπονομεύουν, είναι η έννοια της κοινωνίας με τον Θεό. Υπάρχει η αντίληψη μιας συμβατικής σχέσης ως αμφίδρομη περαίωση παροχής υπηρεσιών, αναγνώρισης και ανταπόδοσης.
Δε μπορούν συνεπώς να ερωτευθούν τον Θεό, αλλά το μόνο που τους απομένει είναι να νομίζουν, ότι μπορούν να τον «αγαπήσουν». Πώς όμως να αγαπήσεις την ίδια την Αγάπη; Θεός αγάπη εστί. Όταν δηλαδή προσπαθείς να αγαπήσεις την ίδια την Αγάπη, είναι σαν να προσπαθεί ο εγκέφαλος, να σκεφθεί πώς σκέφτεται. Δε θα το καταφέρει ποτέ.
Τη θεολογική εξουσία, στην ορθοδοξία, έχει πάντα και μόνον η Οικουμενική Σύνοδος και κανείς «α-λάθητος» άνθρωπος.
Μια ευκαιρία τους δόθηκε να εκφράσουν αποφατικότητα κι αυτή την εξάντλησαν στον Πάπα, αντί για τον Θεό.
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος.
Πηγή: εφημερίδα Attica Times της Κυριακής, σελ. 26
https://atticatimes.gr/wp-content/uploads/2025/12/Attica-Times-7-12-25_compressed.pdf









