Από το «ποιος κυβερνάει αυτή τη χώρα;» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, έχουμε περάσει σε έναν οικουμενικότερο προβληματισμό: «Ποιος κυβερνάει αυτόν τον κόσμο;». Ολοι αναρωτιόμαστε, όλοι προβληματιζόμαστε.
Συνήθως υιοθετούμε την άποψη που λέει ότι οι βασικοί παίκτες στις παγκόσμιες υποθέσεις είναι τα κράτη, ιδιαίτερα οι μεγάλες δυνάμεις, άρα κυβερνούν. Δεν είναι λάθος αυτή η θέση, ωστόσο και πάλι ταλαντευόμαστε επειδή μια τόσο γενικευμένη θεώρηση μπορεί να είναι και παραπλανητική. Εντούτοις, παρατηρώντας την πορεία της διεθνούς κοινότητας δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε προς η κατάσταση χειροτερεύει. Δεν είναι απλώς δύσκολη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα· είναι τραγική. Ζούμε την παρακμή της δημοκρατίας.
Τα κράτη διαθέτουν πλέον περίπλοκες εσωτερικές και οικονομικά ισχυρές δομές που επηρεάζουν αντιδημοκρατικά τις αποφάσεις των πολιτικών ηγεσιών. Παρατηρείται υπερσυγκέντρωση πλούτου και εξουσίας, οι λαοί περιθωριοποιούνται και είναι «χρήσιμοι» μόνο σε ρόλο υποστηρικτή – υποστήριξη που περνάει μέσα από την οικονομική εξαθλίωση.
Με την απόλυτη κυριαρχία των φιλελεύθερων αντιλήψεων άρχισε να αφυδατώνεται και το πολιτικό προσωπικό και η συγκέντρωση του πλούτου και της εξουσίας στα χέρια των ολίγων έχει υποβαθμίσει τον ρόλο της πολιτικής και των πολιτικών. Σε αυτό το παγκόσμιο κουκλοθέατρο οι ισχυρές οικονομικά ελίτ κρατούν τα σκοινιά και οι πολιτικοί είναι οι μαριονέτες.
Η καταλυτική περίοδος αυτής της απαξίωσης ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008. Με την καθολική ηγεμονία των αγορών, με την υποβάθμιση του κράτους-πρόνοιας, οδηγήθηκαν οι λαοί σε τεράστια οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Χάθηκαν αξίες, θεοποιήθηκε ο πλούτος, η φτώχεια θεωρήθηκε κανονική συνθήκη· η ανισότητα, «κισμέτ»· η μετανάστευση νέων ανθρώπων, κανονικότητα της ελπίδας και της παγκοσμιοποίησης. Οι ανισότητες θέριεψαν, διαλύθηκε η κοινωνική συνοχή.
Αυτή είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτικής που στην ακραία μορφή της την εφαρμόζει στην Ελλάδα ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του. Η παράθεση παραδειγμάτων προς επίρρωση είναι εύκολη, αλλά θα σταθούμε ενδεικτικά στο πιο μεγάλο που είναι και αντικείμενο των συζητήσεων αυτόν τον καιρό: το ενεργειακό.
Με αυταρχικό, αντιδημοκρατικό και «στημένο» τρόπο επιχειρήθηκε η βίαιη απολιγνιτοποίηση. Ορθώθηκαν σοβαρά ζητήματα στην οικονομία και στην κοινωνία. Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και το ξεπούλημά της σε ιδιωτικά και ξένα συμφέροντα αποκάλυψε ότι ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, οι αγορές γενικώς δεν ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη της Ελλάδας αλλά για τα διαπλεκόμενα συμφέροντα εντός και εκτός συνόρων. Και τη σφραγίδα σε αυτήν την καταστροφική πολιτική την έβαλε ο Κυρ. Μητσοτάκης με την κυνική, προσβλητική δήλωσή του: «Οι κάτοικοι [της Δυτικής Μακεδονίας] θα πρέπει να βρουν κάτι άλλο να κάνουν». Η δήλωση ενός προαναγγελθέντος θανάτου για μια περιοχή και τους ανθρώπους της που επί 50 χρόνια ήταν το στήριγμα της ενεργειακής πολιτικής της χώρας μας.
Με αυτήν την πολιτική «φιλοσοφία», πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο. Τα προβλήματα συσσωρεύονται και διογκώνονται, με την κυβέρνηση της Ν.Δ. όχι να επιχειρεί την αντιμετώπισή τους αλλά την επικοινωνιακή διαχείρισή τους.
Η έκρηξη της ακρίβειας προκαλεί θυμό και οργή στους πολίτες, τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους. Ένας λογαριασμός της ΔΕΗ και των άλλων παρόχων αρκεί όχι μόνο για να εξανεμιστεί όλο το μηνιάτικο αλλά και να βυθιστεί το νοικοκυριό σε δόσεις και διακανονισμούς πριν βυθιστεί στο σκοτάδι. Η πανδημία διαψεύδει καθημερινά όλες τις διαβεβαιώσει των κυβερνητικών παραγόντων που με προκλητικό τρόπο απαξιώνουν το δημόσιο σύστημα αλλά και αυτήν καθαυτήν τη δημόσια υγεία.
Και ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία για να δείξει πόσο γυμνός είναι ο βασιλιάς -κι ο δικός μας και ο ξένος. Η ρωσική εισβολή ανέδειξε την απόλυτη αδυναμία και ανικανότητα της παγκόσμιας ηγεσίας. Γεωπολιτικά παιχνίδια, επίδειξη χειρισμών, διεκδικήσεις εδαφικού πλούτου. Και οι λαοί στο φάσμα της μεγαλύτερης αβεβαιότητας.
Υπάρχει διέξοδος; Ο μόνος τρόπος είναι η παθητική αναμονή; Να παραμείνουμε ακίνητοι και ανενεργοί κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη; Το «Όχι» στον πόλεμο πρέπει να απλωθεί, να γιγαντωθεί. Να γίνει «όχι» στα παγκόσμια οικονομικά και πολιτικά παιχνίδια. Επιβάλλεται να αναζωογονηθεί και να αναγεννηθεί η πολιτική σκέψη. Γιατί το πρόβλημα μπορεί να είναι η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού αλλά μερίδιο έχει και η αδυναμία της Αριστεράς να προτείνει τον «άλλο δρόμο». Να ορθωθεί μια Αριστερά τολμηρή, ριζοσπαστική, αποφασισμένη να φτάσει μέχρι τη ρίζα των πραγμάτων, όπως υπογράμμιζε ο Καρλ Μαρξ. Η ρίζα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Μια Αριστερά κινηματική, που να πάρει πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο με στόχο την οικοδόμηση ενός νέου συσχετισμού δυνάμεων σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο προς όφελος των λαών.
Η ελληνική Αριστερά είναι υποχρεωμένη να παρουσιάσει ένα σχέδιο αναπτυξιακής πολιτικής που να μπορεί να καλύψει το κενό της αντιλαϊκής πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού, να αντιμετωπίσει τη φυγή των νέων και δη του επιστημονικού δυναμικού της. Να καταρτίσει έναν παραγωγικό οικονομικό σχεδιασμό, που δεν υπήρξε ποτέ στον τόπο μας.
Η Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα, επιβάλλεται να πάρει πρωτοβουλίες θεσμικές για την αντιμετώπιση στρατηγικών ζητημάτων. Με καινοτόμες προτάσεις θα γίνει ο συντονισμός με το παραγωγικό ιδιωτικό κεφάλαιο. Κοντολογίς, να αποκτήσει το Δημόσιο τον έλεγχο βασικών μακροοικονομικών και οικονομικών εξελίξεων, να ηγεμονεύσει με τολμηρές πρωτοβουλίες στο μακροχρόνιο σχέδιο ανάπτυξης. Στην προοπτική αυτή βασικός παράγοντας για ένα επεξεργασμένο πρόγραμμα μπορεί και πρέπει να είναι το επιστημονικό δυναμικό της χώρας.
Δεν είναι τυχαία η επανειλημμένη τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα, να μπουν οι νέοι επιστήμονες στο επίκεντρο της επόμενης μέρας, της νέας αναπτυξιακής προοπτικής και της επιστημονικής έρευνας.
Σε πρόσφατο συνέδριο, ιδιαίτερα επιτυχημένη πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, με θέμα «Επιστήμη και πολιτική», υπήρξε κοινή διαπίστωση για ανάγκη επιστημονικής τεκμηρίωσης εναλλακτικών πολιτικών από τη σκοπιά της Αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων. Τι περιμένει, τι θέλει να ακούσει η κοινωνία από τη διαδικασία του 3ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ; Περιμένει την παρουσίαση ενός τεκμηριωμένου και ελπιδοφόρου σχεδίου για την Ελλάδα. Δικαιούται να ακούσει ένα ειλικρινές, ρεαλιστικό σχέδιο για την επόμενη μέρα. Ένα σχέδιο που θα πείσει ότι υπάρχει εναλλακτική λύση. Αλλά επιπλέον περιμένει και θέλει να ακούσει την Αριστερά να αναγνωρίζει τις παθογένειές της και τις αγκυλώσεις της.
Στο Συνέδριο επιβάλλεται να δοθεί η δυνατότητα στις οργανώσεις και στα μέλη να κάνουν διάλογο, πλούσια συζήτηση. Να γίνει ουσιαστικός απολογισμός των τελευταίων χρόνων. Να γίνει αναζήτηση σε ιδέες, απόψεις, τακτικές, στη στρατηγική, με κυρίαρχο στόχο τη σύνθεση, την ενότητα της επόμενης μέρας. Με μάτια ανοιχτά, μυαλό καθαρό να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες, να ξαναβρεθεί εκείνη η δημιουργική σύνδεση με τον λαό, το μαζικό κίνημα, τους εργαζόμενους, τη νεολαία, την τοπική αυτοδιοίκηση, τους αγρότες, τα πανεπιστήμια, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, τη διανόηση, τον απαξιωμένο πολίτη.
Τη μάχη της πλατείας, της γειτονιάς ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και πρέπει να την κερδίσει με οργανωτικές πρωτοβουλίες. Και μετά το Συνέδριο θα πρέπει το συντομότερο να γίνει μια οργανωτική διάσκεψη.
Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις αλλά και η εμπειρία για ένα Συνέδριο ενότητας, αναγέννησης, νίκης, για έναν δυνατό και μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ, δημοκρατικό, αριστερό, προοδευτικό, μαζικό και κυρίως ΧΡΗΣΙΜΟ για την κοινωνία!
*Επίτιμο μέλος ΕΣΗΕΑ, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, μέλος της Κ.Ε. Ανασυγκρότησης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ