Συνέντευξη Ραϋμόνδου Αλβανού
1[ε]. Κύριε Αλβανέ, το όνομά σας μας προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση. Το Ραϋμόνδος μοιάζει «δυτικόφερτο», ενώ το Αλβανός δηλώνει κατά κάποιο τρόπο καταγωγή. Ποια λοιπόν είναι η αλήθεια πίσω από το όνομα Ραϋμόνδος Αλβανός;
1[α]. Εδώ υπάρχει μια πολύ συνηθισμένη παρεξήγηση. Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι Αλβανός λόγω του επωνύμου μου αλλά και λόγω του μικρού μου ονόματος που είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο στην Ελλάδα. Ραϋμόνδο έλεγαν τον παππού μου τον οποίον βάφτισε ένα ζευγάρι Γάλλων. Αποφάσισαν να τον βαφτίσουν με το γαλλικό όνομα Ρεμόν. Ο πατέρας μου ήθελε να έχω το ίδιο όνομα με τον πατέρα του και έτσι βρέθηκα σε όλη μου τη ζωή να αντιμετωπίζω την έκπληξη όσων άκουγαν για πρώτη φορά το μικρό μου όνομα. Από την άλλη το επίθετο Αλβανός δεν είναι τόσο ασυνήθιστο, ιδίως στη Μυτιλήνη από όπου κατάγομαι.
2[ε]. Το βιογραφικό σας όπως το βρήκαμε στο οπισθόφυλλο των βιβλίων σας μας δίνει πολύ λίγα στοιχεία για το επιστημονικό και διδακτικό σας έργο. Πώς από ένα βιβλίο που αφορά τις δημόσιες σχέσεις προχωρήσατε στα δύο επόμενα βιβλία σας, το «Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες στην Δυτική Μακεδονία» και το «Ο Ελληνικός Εμφύλιος»;
2[α]. Το πρώτο βιβλίο προέκυψε από το γεγονός ότι δίδασκα για δεκαέξι χρόνια το μάθημα Δημόσιες Σχέσεις στο τότε τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας. Ήθελα να γράψω ένα όσο το δυνατόν πιο απλογραμμένο και κατανοητό βιβλίο ώστε να εισάγονται οι φοιτητές στη θεωρία και στην πρακτική των Δημοσίων Σχέσεων. Η βασική μου έρευνα όμως ήδη από το 1996 αφορούσε την συγκρότηση των ταυτοτήτων των ντόπιων σλαβόφωνων χωρικών της Δυτικής Μακεδονίας (με έμφαση στην περιοχή της Καστοριάς) και των προσφύγων που ήρθαν μετά την καταστροφή του 1922. Με ενδιέφερε ιδίως να κατανοήσω πως η ρήξη μεταξύ των δύο κοινωνικών ομάδων επίδρασε στις πολιτικές αλλά και στις εθνικές τους επιλογές κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, την δεκαετία του 40 και μετέπειτα. Τα τελευταία χρόνια διδάσκω στο μεταπτυχιακό Δημόσια Ιστορία του ΕΑΠ και έχω ασχοληθεί με σχετικά θέματα. Όμως η κατανόηση των διαδικασιών διαμόρφωσης της (κυρίως εθνικής και πολιτικής) ταυτότητας παραμένει κεντρικό μου ερευνητικό ερώτημα.
3[ε]. Στο βιβλίο σας «Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες στην Δυτική Μακεδονία» αναφέρεστε κυρίως στην περίοδο του Μεσοπολέμου, την οποία χαρακτηρίζετε ως την πιο σημαντική περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Επειδή όμως μιλάμε για Βαλκάνια, θα θέλαμε να μας πείτε, ποιος κατά τη γνώμη σας ήταν ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στη διαμόρφωση των εθνικών ταυτοτήτων και στην έξαρση των εθνικισμών στην Βαλκανική Χερσόνησο;
3[α]. Ανοίγετε ένα τεράστιο ζήτημα που είναι αδύνατο να απαντηθεί στο πλαίσιο μιας συνέντευξης. Να πω μόνο ότι ναι μεν ισχύει το γνωστό σχήμα «οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν εθνικές ή εθνοτικές αντιθέσεις για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους» αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ίσχυε και το αντίστροφο: έθνη ή εθνοτικές ομάδες στα Βαλκάνια επιδίωξαν να εκμεταλλευτούν την ισχύ των Μεγάλων Δυνάμεων για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα.
4[ε]. Το ζήτημα της γαιοκτησίας απασχόλησε το ελληνικό κράτος από την σύστασή του. Τελικά η αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 που την χαρακτηρίζετε ειρηνική επανάσταση και που κυρίως άρχισε να εφαρμόζεται μετά την έλευση των προσφύγων το 1923, έδωσε λύση στο πρόβλημα ή όξυνε περαιτέρω τις συγκρούσεις μεταξύ των σλαβόφωνων και των προσφύγων;
4[α]. Η αγροτική μεταρρύθμιση έδωσε λύση στο πιο επείγον ζήτημα, αυτό της επιβίωσης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που συνέρρευσαν στην Ελλάδα μετά το 1922, καθώς και στων χιλιάδων ντόπιων ακτημόνων, ιδίως αυτών που επέστρεφαν από το μικρασιατικό μέτωπο. Δεν επωφελήθηκαν λοιπόν μόνο οι πρόσφυγες αλλά και οι ντόπιοι ακτήμονες. Όμως η μεταρρύθμιση έγινε πολύ βιαστικά, με αποτέλεσμα να γίνουν πολλές αδικίες. Όλοι είχαν παράπονα. Όλοι, όμως, πήραν ένα κομμάτι γης για να μπορέσουν να ζήσουν. Οι ντόπιοι είχαν παράπονα γιατί θεωρούσαν άδικο να πάρουν την πρώην οθωμανική γη οι «ξένοι», οι πρόσφυγες. Από την άλλη οι πρόσφυγες αισθάνονταν αδικημένοι γιατί κατά κανόνα άφησαν πολύ μεγαλύτερη περιουσία πίσω στις «χαμένες πατρίδες». Παντού είχαμε διενέξεις, ακόμη και βίαιες συγκρούσεις μεταξύ ντόπιων και προσφύγων. Ιδίως στις περιοχές που υπήρχαν σλαβόφωνοι οι πρόσφυγες τόνιζαν τη γλωσσική διαφορετικότητα των ντόπιων ως ένα έξτρα επιχείρημα για να διεκδικήσουν μεγαλύτερο μερίδιο από την πρώην οθωμανική γη. Αυτή η ρήξη σλαβόφωνων και προσφύγων που ξεκίνησε με την άφιξη των τελευταίων στην περιοχή είναι το ζήτημα που με απασχολεί στο βιβλίο μου, στο οποίο προσπαθώ να καταλάβω πώς εξελίχτηκε και πως επηρέασε τόσο τη διαμόρφωση των πολιτικών και εθνικών ταυτοτήτων στην Μακεδονία όσο και την κρατική πολιτική της Ελλάδας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
5[ε]. Ο κοινοβουλευτισμός ως πολιτικό σύστημα είναι σαφώς ανώτερος συγκρινόμενος με μια δικτατορία. Ο κοινοτικός όμως τρόπος κοινωνικής οργάνωσης των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατία δεν συμβιβάζονταν με τον εισαγόμενο από τους δυτικούς κοινοβουλευτισμό, για αυτό και η ανάπτυξή του στο ελλαδικό κράτος ήταν στρεβλή. Η λειτουργία των πολιτικών παραγόντων και των τοπικών κομματαρχών ως διαμεσολαβητές είτε μεταξύ σλαβόφωνων είτε μεταξύ προσφύγων και του αθηνοκεντρικού κράτους, ενισχύοντας κατά περίπτωση τη μια ή την άλλη πλευρά, οδήγησε στην όξυνση ή την άμβλυνση των προβλημάτων;
5[α]. Στο βιβλίο μου προτείνω μια διαφορετική θεώρηση των πολιτευτών και του λεγόμενου «πελατειακού συστήματος». Είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική η σύγκριση της περιόδου όπου ο κοινοβουλευτισμός λειτουργούσε σε σχέση με την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά. Σύμφωνα με την έρευνα που έχω κάνει οι περισσότεροι πολιτευτές προσπάθησαν να μειώσουν την ένταση της σύγκρουσης σλαβόφωνων και προσφύγων, καθώς κάτι τέτοιο τους συνέφερε εκλογικά. Κατά κανόνα ήθελαν ψήφους και από τις δύο κοινωνικές ομάδες, άρα προσπαθούσαν να μεσολαβήσουν με ένα θετικό τρόπο. Δεν έλειπαν όμως οι εξαιρέσεις που ήταν σημαντικές, ιδίως σε συγκεκριμένες εκλογικές αναμετρήσεις. Γενικά θεωρώ μάλλον θετική τη συμβολή των περισσότερων πολιτευτών στην προσπάθεια διαμεσολάβησης των (σλαβόφωνων ή προσφύγων) χωρικών με το αθηνοκεντρικό κράτος και νομίζω υπάρχουν αρκετά τεκμήρια στο βιβλίο μου που δείχνουν τον τρόπο που λειτουργούσε αυτό το σύστημα.
6[ε]. Είχε τελικά ποτέ το ελληνικό κράτος συγκεκριμένη πολιτική για την ενσωμάτωση των σλαβόφωνων πληθυσμών; Και μπορεί να επιτευχθεί αυτή η ενσωμάτωση χωρίς την διατήρηση των πολιτισμικών και γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων τους;
6[α]. Νομίζω πως υπάρχουν αρκετά τεκμήρια που στοιχειοθετούν το ότι το ελληνικό κράτος σε κεντρικό επίπεδο είχε μια πολιτική ήπιας ενσωμάτωσης των σλαβόφωνων στο ελληνικό κράτος κατά την περίοδο 1925-1936. Επιδίωκε «δια της καλής διοίκησης» (όπως τόνιζαν πολιτικοί και των δύο βασικών κομμάτων της εποχής) ότι θα «κέρδιζε τις ψυχές» των σλαβόφωνων. Μάλιστα αυτή η πολιτική δεν απέκλειε τη διατήρηση της γλώσσας τους αν και υπήρχε η ελπίδα ότι οι σλαβόφωνοι από μόνοι τους σταδιακά θα επέλεγαν να σταματήσουν να τη χρησιμοποιούν. Όμως, αυτή η πολιτική που σε μεγάλο βαθμό εκφραζόταν από τους πολιτευτές των δύο βασικών κομμάτων της εποχής υπονομευόταν πολύ συχνά, κυρίως από τοπικούς κρατικούς αξιωματούχους (στρατιωτικούς, χωροφύλακες, εκπαιδευτικούς κ. ά. δημοσίους υπαλλήλους) οι οποίοι δεν έβλεπαν καθόλου θετικά τη σλαβοφωνία και επιθυμούσαν την άμεση απαγόρευσή της. Συχνά αυτοί οι εκπρόσωποι του κράτους φέρνονταν απαξιωτικά στους σλαβόφωνους που τους αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βούλγαρους» και υπάρχουν πολλά περιστατικά κακομεταχείρισής τους κόντρα στην επίσημη κεντρική πολιτική γραμμή.
7[ε]. Έχετε ασχοληθεί εκτενώς με την περιοχή της Φλώρινας, αλλά και σε ορισμένα κείμενα σας με την Καστοριά. Η περιοχή της Κοζάνης, παρά τη γεωγραφική της εγγύτητα, έχει μείνει σχετικά στην αφάνεια σε επίπεδο ιστορικού σχολιασμού παρότι υπήρξαν, τηρουμένων των αναλογιών, παρόμοιες καταστάσεις καταπίεσης και ξενοφοβίας, που βίωσαν συγκεκριμένες ομάδες, όπως για παράδειγμα, οι πρόσφυγες. Θεωρείτε ότι μπορεί να αναπτυχθεί ένα όψιμο ιστορικό ενδιαφέρον για τέτοιες περιοχές που έπαιξαν περιφερειακό ρόλο στην ατζέντα της βίας και της καταπίεσης του «Άλλου»;
7[α]. Στη μελέτη μου υπάρχουν ορισμένες αναφορές στο νομό Κοζάνης, βασικά στην περιοχή της Εορδαίας όπου και συνυπήρχαν σλαβόφωνοι και πρόσφυγες. Όμως νομίζω ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο και ανάγκη περαιτέρω έρευνας. Δεν ισχυρίζομαι ότι όσα υποστηρίζω είναι η Αλήθεια και ξέρω ότι υπάρχουν ερευνητές που διαφωνούν με κάποια από τα συμπεράσματά μου. Ελπίζω, όμως η συζήτηση να ανοίξει. Να γίνουν και άλλες έρευνες σε βάθος που είτε θα επιβεβαιώνουν είτε θα διαψεύδουν τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τη δική μου έρευνα που κατά κύριο λόγο εστιάστηκε στην περιοχή της Καστοριάς και δευτερευόντως στην περιοχή της Φλώρινας.
8[ε]. Ήταν ο εμφύλιος πόλεμος ένας ταξικός πόλεμος, ήταν η συνέχεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του λαού μας ενάντια στον ξένο κατακτητή, ή τίποτα από τα δύο και συνιστά κάτι διαφορετικό;
8[α]. Οι απαντήσεις σε αυτό το ζήτημα εξαρτώνται άμεσα από το ποιος τις δίνει. Ποια είναι η πολιτική ταυτότητα αυτού που τις δίνει και τι θέλει να πετύχει μέσα από τη συγκεκριμένη θεώρηση. Επίσης έχει σημασία το πότε δίνεται η απάντηση. Για παράδειγμα οι κομμουνιστές μέχρι πρόσφατα τόνιζαν την εθνικοαπελευθερωτική διάσταση του Εμφυλίου. Έλεγαν ότι έκαναν το «δεύτερο αντάρτικο» ενάντια στην αμερικανοαγγλική κατοχή και τους έλληνες συνεργάτες τους. Πλέον το ΚΚΕ τονίζει την ταξική διάσταση του Εμφυλίου, τον οποίο χαρακτηρίζει ως «κορύφωση της ταξικής πάλης». Σύμφωνα με την αντικομμουνιστική θεώρηση ο Εμφύλιος ήταν μια ανταρσία των κομμουνιστών που προσπάθησαν χωρίς επιτυχία (όπως το έκαναν και στην Κατοχή και στα Δεκεμβριανά) να πάρουν πραξικοπηματικά την εξουσία. Τη δική μου θέση την παρουσιάζω στο πρόσφατο βιβλίο μου. Όμως με ενδιαφέρει πολύ η κατανόηση και των διαφορετικών, συχνά συγκρουόμενων, θεωρήσεων για τον Εμφύλιο.
9[ε]. Ποιον ρόλο διαδραμάτισε κατά τη γνώμη σας το Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης στη γεφύρωση του τεράστιου χάσματος που δημιουργήθηκε με τον εμφύλιο; Και τελικά, εθνική συμφιλίωση επιτυγχάνεται με τη λήθη στο παρελθόν ή με τον ειλικρινή διάλογο που θα αναδεικνύει ισότιμα τις απόψεις και των δύο πλευρών;
9[α]. Το Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης αποτέλεσε μια τομή στον τρόπο που αντιμετωπίζονταν ο Εμφύλιος από το Ελληνικό κράτος. Ναι μεν τα περισσότερα πολιτικά κόμματα συμφωνούσαν, ήδη από το 1989, με την πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης αλλά είχαν στο μυαλό τους μια συμφιλίωση δια της διαγραφής της μνήμης του Εμφυλίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η καύση των 17,5 εκατομμυρίων φακέλων κοινωνικών φρονημάτων. Λες και αν δεν μιλούσαμε για τον Εμφύλιο θα λύναμε και το πρόβλημα. Ο Φίλιππος Πετσάλνικος που πρότεινε τη δημιουργία του Πάρκου πήγε κόντρα σε αυτή τη λογική. Πρότεινε να μην ξεχάσουμε. Να πάμε εκεί που μάτωσε η Ελλάδα (στο Γράμμο) και να θυμηθούμε. Να μάθουμε και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι έγινε τότε. Να σκεφτούμε τα λάθη που έγιναν και οδήγησαν σε τόσο πολύ πόνο και φρίκη.
10[ε]. Στις περιηγήσεις σας στο Πάρκο, φανταζόμαστε ότι ήρθατε σε επαφή με ομάδες ανθρώπων από όλο το πολιτικό φάσμα. Ποια η εμπειρία σας από αυτές τις περιηγήσεις; Για παράδειγμα, έχετε γίνει μάρτυρας έντονων διενέξεων/διαφωνιών μεταξύ ατόμων της ομάδας;
10[α]. Στις ξεναγήσεις που έκανα πάντα υπήρχαν άνθρωποι από όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Πράγματι, συχνά υπήρχαν διαφωνίες. Όμως ποτέ οι συζητήσεις δεν ξέφυγαν σε ανοιχτή σύγκρουση, με προσβολές, φωνές κλπ. Πάντα γινόταν σε ήρεμο τόνο. Να είναι άραγε αυτό σημάδι ότι ως ελληνική κοινωνία προχωράμε σε μια ψύχραιμη αντιμετώπιση αυτού του δύσκολου παρελθόντος; Δεν ξέρω. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος για αυτό, ιδίως όταν βλέπω έντονες συγκρούσεις σχετικά με τον Εμφύλιο στα κοινωνικά δίκτυα ή ακόμη και μέσα στο κοινοβούλιο. Μάλλον οι περισσότεροι επισκέπτες του Πάρκου έρχονταν με διάθεση να μάθουν και να ακούσουν, όχι να επιβάλλουν την άποψή τους. Ίσως και η ατμόσφαιρα της περιοχής, η βαριά μνήμη της αλληλοσφαγής να τους επηρέαζε προς μια δημιουργική αντιπαράθεση αντί για μια φθοροποιά σύγκρουση που θα χαλούσε την εκδρομή τους.
11[ε]. Στις εξετάσεις του 2022 στην νεοελληνική γλώσσα, επιλέχθηκε να αναπτυχθεί από τους μαθητές ένα κείμενό σας, από το βιβλίο σας «ο ελληνικός εμφύλιος». Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτό;
11[α]. Το Νοέμβριο του 2022 κυκλοφόρησε μια νέα διορθωμένη και εμπλουτισμένη έκδοση του βιβλίου μου για τον Εμφύλιο στην οποία είχα προσθέσει ένα επίμετρο όπου και συζητούσα ακριβώς αυτό το ζήτημα. Χάρηκα πολύ που ένα θέμα όπως η (προβληματική με τον τρόπο που γίνεται) διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολεία έγινε κεντρικό ζήτημα της επικαιρότητας. Θέλω να ελπίζω ότι κάτι θα αλλάξει. Δεν είναι δυνατόν οι περισσότεροι μαθητές σήμερα να αντιπαθούν την Ιστορία, όπως την αντιπαθούσα και εγώ τα χρόνια που ήμουν μαθητής, εξαιτίας του αφόρητα πληκτικού και σε μεγάλο βαθμό ανούσιου τρόπου που αυτή διδάσκεται. Κάποτε, πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας ότι είμαστε προϊόντα της Ιστορίας. Ταυτόχρονα, όμως είναι χρήσιμο να έχουμε στο μυαλό μας και την άλλη διάσταση: το ότι είμαστε και δημιουργοί της Ιστορίας, καθώς επιλέγουμε το τι θυμόμαστε ανάλογα με τις ανάγκες μας και τις επιθυμίες μας για το μέλλον. Η διαλεκτική αυτών των διαστάσεων διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητά μας. Συνεπώς η μελέτη της Ιστορίας είναι κατ’ εξοχήν μια άσκηση αυτογνωσίας.
12[ε]. Μέχρι το 2003, ο ελληνικός εμφύλιος ήταν αυστηρά εκτός ύλης στο μάθημα της ιστορίας του λυκείου στα σχολεία. Γνωρίζετε εάν από τότε μέχρι σήμερα έχει ενταχθεί στην διδακτέα ή/και εξεταστέα ύλη; Στην κλασική πλέον ερώτηση που έχει ακουστεί, ακούγεται και θα ακούγεται σε εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικά νοικοκυριά «τι κάνατε σήμερα στο σχολείο;», θεωρείτε ότι υπάρχει η ωριμότητα από πλευράς ελληνικής κοινωνίας να ακουστεί επιτέλους η απάντηση «για τον εμφύλιο πόλεμο»; Και τέλος, θεωρείτε ότι θα έπρεπε να διδάσκεται με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας;
12[α]. Ο Εμφύλιος ήδη είναι μέσα στα σχολικά βιβλία ιστορίας. Όμως είναι προς το τέλος της ύλης με αποτέλεσμα να μην φτάνουν σχεδόν ποτέ οι εκπαιδευτικοί που τα διδάσκουν. Πιστεύω όμως ότι υπάρχει και η ωριμότητα και η ανάγκη να διδαχτεί η ιστορία της δεκαετίας του 40 στα ελληνικά σχολεία. Είμαι βέβαιος ότι θα ενδιαφέρει και πάρα πολύ τους μαθητές, καθώς θα τους δοθεί η δυνατότητα να συνδέσουν άμεσα τη ζωή της οικογένειάς τους με την ευρύτερη συλλογική ιστορία της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, είναι σημαντικό να καταρτιστούν κατάλληλα οι εκπαιδευτικοί που θα κάνουν αυτή την δουλειά. Δεν είναι δυνατόν να διδάσκουν σήμερα Ιστορία εκπαιδευτικοί που δεν έχουν κάνει καθόλου ή ελάχιστα μαθήματα Ιστορίας στο πανεπιστήμιο (όπως π.χ. γαλλικής ή αγγλικής φιλολογίας). Πιστεύω ότι οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν Ιστορία είναι σημαντικό να εξειδικευτούν σε αυτό το αντικείμενο π.χ. μέσω της φοίτησης σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών Ιστορίας. Ιδίως για την διδασκαλία του Εμφυλίου χρειάζονται εξειδικευμένα παιδαγωγικά προγράμματα που θα κατορθώνουν να παρουσιάζουν τα βασικά γεγονότα ταυτόχρονα με τις διαφορετικές οπτικές (και ταυτότητες) σχετικά με αυτά. Και για να πάω στην τελευταία πολύ καλή ερώτηση θα σας πω ότι πιστεύω πως είναι απαραίτητο η εκπαίδευση να συνδεθεί με τις τοπικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής. Ο Εμφύλιος (ανάλογα με την περιοχή μπορεί να δίνεται έμφαση σε άλλες ιστορικές περιόδους π.χ. Επανάσταση του 1821, το 1922 ή η Κατοχή) μπορεί να ερεθίσει διανοητικά τους μαθητές ώστε να γίνουν και οι ίδιοι ερευνητές του παρελθόντος τους. Τότε έρχεται η πραγματική γνώση και επιτυγχάνεται η βασικότερη, κατά τη γνώμη μου, αποστολή του σχολείου: η δημιουργία πολιτών με κριτική σκέψη, με την ικανότητα δηλαδή να αναλύουν, να συγκρίνουν, να αμφισβητούν και να συνθέτουν προσπαθώντας να βρουν το νόημα που απέδιδαν σε προηγούμενες περιόδους οι άνθρωποι που τις ζούσαν, καθώς και το πώς αυτές οι περίοδοι επηρεάζουν τη ζωή και το νόημα που δίνουμε στον κόσμο γύρω μας εμείς σήμερα.
Ο Ραϋμόνδος Αλβανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971 και είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Συγκριτικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Essex και το 2005 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Μέχρι το 2019 δίδασκε, ως επιστημονικός συνεργάτης, στο τμήμα Επικοινωνίας και Ψηφιακών Μέσων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (Καστοριά) στην οποία και ζούσε επί πολλά έτη. Επίσης είναι συνεργάτης του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, και ήταν υπεύθυνος για τις ξεναγήσεις και τις εκδηλώσεις του Πάρκου Εθνικής Συμφιλίωσης στο Γράμμο μέχρι το 2019. Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες (κράτος και πολιτικές ταυτότητες στη Μακεδονία του μεσοπολέμου)», «Ο ελληνικός εμφύλιος (μνήμες σε πόλεμο και σύγχρονες πολιτικές ταυτότητες)» και «Δημόσιες σχέσεις (θεωρία και πρακτική της επαγγελματικής επικοινωνίας». Ζει στην Κεφαλλονιά.
Το παρόν αποτελεί αναδημοσίευση της συνέντευξης που παραχώρησε ο Ραϋμόνδος Αλβανός στο περιοδικό «ο Κοινοτιστής» τον Ιούλιο του 2023.