Γειά σας πιδιά μ΄ καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ κι η μπάμπου μ΄ καλά είμιστι, μόνι πολύ στεναχωρέθκαμι μι τ΄ αυτά απού γίγκαν τ΄ν Πασκαλιά.
Πρώτ΄ φορά σ΄ όλα τα χρόνια, που εκαμάμι μοναχοί μας Πασκαλιά. Δυό κούτσουρα μοναχά. Δεν άφκαν τα λοκντάουν να μαζωχτούμι σα φαμπλιά. Τα Τσιαμητούλια σκρόπια σ΄ όλ΄ τ΄ν Ελλάδα κι ημείς δυό κούτσουρα στ΄ν κόχη. Η μπάμπου ντιπ δεν ξάμωσι κα τ΄ αρνί κι όλ΄ τ΄ν ώρα έκλεγε.
Από τ΄ν άλλ΄ ηγλιπάμι στα τηλεβίζια όλνους τς επώνυμ΄ μι τα κότερα να φέγουν κι να μη δίνουν λογαριασμό σι καέναν κι ημείς να μη μπορούμι να ιδούμι τα πιδιά μας κι εσκαζάμι κόμα πλειότερο.
Όπως καθομάσταν κι εκλεγάμι τ΄ μοίρα μας, χτύπσι το κινητό. Τήρσα κι είηδα ότι μι καλνούσι η Γιαννούλου. «Η Γιαννούλου είνι», λέω τ΄ μπάμπου. Η μπάμπου σάματ΄ψηλοζλεύ΄, όταν ακούει για τ΄Γιαννούλου. Μι πήρι η Γιαννούλου, για να μι ευκηθεί χρόνια πουλλά κι να μι ρωτήσ΄ πως πορεψάμι. Τ΄ν είπα τον καημό μας κι μι ρώτσι άμα θέλου να μι στείλ΄ ένα κότερο, να μάσ΄ τα Τσιαμητούλια κι να μι τα φέρ΄ από τον Αλιάκμονα κι από τ΄ν Πραμόλτσα κι ως το Τσαβαλέρ΄ κι από τ΄ικεί να θρούν στο χωριό μι τα μπλάρια.
Ως τότε δε μ΄ είχι περάς΄ από το μγυαλό καν΄ καμμιά φορά, ότι μπορεί το Τσαβαλέρ΄ να γέν΄ επίνειο τς Ντράμστας. Τ΄ν είπα ότι φοβούμι να μη ζγκαλώς΄ πουθενά το κότερο κι κοπούν οι ακτοπλοϊκές γραμμές κι γεν΄ το Τσαβαλέρ΄ Σουέζ΄. Τ΄ν είπα ότι πέρασι κι η Πασκαλιά κι μ΄ είπιν να τ΄ μεταφέρω κι να τ΄ γιορτάσω υστιρότερα κι τ΄ν είπα ότι ιγώ δε γένουμι Ιερώνυμος, να αλλάξω αυτά που λέει η θρησκεία μ΄. Η Πασκαλιά είνι μια Κυριακή το χρόνο κι δε γένητι να τ΄ γιορτάζουμι όσες φορές μας ταιριάζ΄ σα να νι πρωτομαϊά. Τότι η Γιαννούλου μ΄είπι ότι θα πάρ΄ το αλικόφτερο τ΄ Θόδωρ΄, θα περάσ΄ να μας΄ όλα τα Τσιαμητούλια κι θα τα φέρ΄ να γιορτάσουμι τον αη Θωμά.
Σα να μι καλοάρεσε αυτό κι τ΄ν είπα ότι άμα μπορεί ας το κάμ΄. Παράγγειλα το Στρόμπουλα κι ήρθι κι μ΄ έσφαξα κι δυό ζγούρια, το λάϊο κι το λιάρο. Είχα πάει κι από το Σαββάτο στον Τσιόρνικα κι έφκιακα κι ελικοδρόμιο, για να ξερ΄ που θα κατιβεί η Γιαννούλου. Είηδα στο ίντερνετ πως γένητι. Φκιάντς ένα Ήτα, μέσα σι ένα τρίγωνο που η μύτ΄ τ΄ δείχν΄ κα το Βοριά.
Σαν έβαλα τς σούγλες, χήρσι το αλικόφτερο τς Γιαννούλους να κλώθητι κι ώσπου να σκωθεί ξαναέρουνταν. Μαζώχκαν όλα τα Τσιαμητούλια κι πέρασάμι μια μέρα που καλύτερ΄ δε γένουνταν. Σαν έσωσι το Ζιαφέτ΄ μι πήρι η Γιαννούλου κι ανέφκαμι μι το αλικόφτερο στ΄ν κορφή στον Κλέψιο. Αντραλιάσκα λίγο αλλά δεν ήθιλα να φανεί κι ότι φοβούμι. Ανέφκαμι κι αγνάντεβε η Γιαννούλου κι δε χόρτηνι. Μι λέει¨ «τι Αράχωβα κι Βυτίνα. Ντράμστα κι πάλι Ντράμστα»!
Όπως είμασταν στουν Κλέψιο, μι λέει: «Ιγώ σήμιρα θα φύγου, ταχιά θα ρθώ να πάρω τα Τσιαμητούλια να τα πάω πίσ΄, μόνι πέ μι τι άλλο θέλτς να σι κάμου πρου μη να φύγου» κι ιγώ τ΄ γύρεψα να μι πάει ως το Ζμπάν΄, να πω χρόνια πολλά το Σιώμου κι να μι φέρ΄ πίσ΄.
Μι πάει κι μ΄ ήφιρι κι όταν έφυγι είμασταν όλ΄ χαρούμεν΄! Η Γιαννούλου γιατί μ΄ είπι ότι πέρασι μια από τς καλύτιρις μέρες τς ζωής τς, γιατί έζσι το πρώτο αυθεντικό γλέντ΄ στ΄ ζωή τς. Η μπάμπου ήταν χαρούμεν΄ γιατί είηδι τα πιδιά τς κι γιατί είχι χιρήσ΄ να ζλέβ΄, απού άκουι για τ΄ Γιαννούλου κι όταν τ΄ν είηδι κατάλαβι γιατί δεν έπρεπε να ζλέβ΄. Όλ΄ η άλλ΄η φαμπλιά ήταν χαρούμεν΄ γιατί ανταμώθκαμι κι ιγώ κι για ένα λόγο παραπάν΄ απού πήγα κι είηδα το φίλο μ΄ το Σιώμο κι τον είπα χρόνια πολλά. Όμως μι φαίνητι ότι από όσο χάρ΄κα ιγώ, αυτός χάρκι το διπλό κι κόμα παραπάν΄.
Χριστός Ανέστη πιδιά μ΄καλά, χρόνια πολλά κι τ΄ χρόν΄ να μι στι όπως είμασταν κα΄ναν καιρό.
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα