Τα Χριστούϊννα τ’ς Χοντροκίτσαινας
Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ κι η μπάμπου μ΄ καλά είμιστι. Να σας έχ΄ κι ισάς ου Θεός καλά!
Ήθιλα να γράψου ένα Χριστουγιννιάτ’κου για τ’ς άγιες τ’ς μέρες που είμιστι κι θμήθκα μια ιστορία που ήλιγιν η μάννα μ΄ για τ΄ Χοντροκίτσαινα.
Ιγώ, να σας πω τ΄ν αλήθεια, λίγο τ΄ θμούμι. Τ΄ν ήλιγαν Χοντροκίτσαινα, όχι γιατί ήταν χουντρή. Λιανή ήταν, αλλά ου άντρας τα ου Κίτσιους ήταν χουντρός κι τουν ήλιγαν Χοντροκίτσιου, για τ΄ αυτό κι τ΄ν ήλιγαν έτσ΄ κι τ΄ν Κίτσαινα!
Ήταν παραμονή Χριστούϊννα κι είχι χιρήσ΄ να μουργκίζ΄. Ου Χοντροκίτσιους είχι πάει στου Καφενείου, τα πιδιά τς ήταν στα σπίτια τα κι η Χοντροκίτσαινα ήταν στου μαειριό κι μαείριβι για τα Χριστούϊννα. Είχι χιρίσ΄ κι να χιουνίζ΄.
Του προυί είχαν σφάξ του γκουτζιούν κι επειδή θα βάραινε νουρίς τ΄ν καμπάνα ου παπα – Φίλππας, μαείριβι η Κίτσαινα, για να χουν του φαϊ γέτμου, όταν θα γυρίσουν από τ΄ν εκκλησιά να φαν. Θα να χαν κι κόσμουν, γιατί γιόρταζιν ου Κίτσιους. Η Κίτσαινα ούτι που δουκίμαζι τα φαϊά που έφκιανι, για να μη αρτθεί. Εξόν από τ΄ς νηστείες που τς κρατούσι όλις, ήταν κι πουλύ καλός άνθρωπος κι βοηθούσι όλον τον κόσμο. Έδνι κι από τ΄ αυτά που είχι κι από τ΄ αυτά απ΄ δεν είχι.
Ικεί που μαείριβι, άξι σαν κατ΄ να ράσεψε όξω απ΄του μαειριό. Βγαίν΄ όξου κι γλέπ΄ ένα κούτσκου. Θα να ΄χι ίσια μι 5-6 χρόνια. Ήταν κι βρεγμένου, γιατί χιόντζι όξου. Σαν του είδι έτς, του πήρι ένα κι ένα μέσα. Το βγαλι τα παπούτσια τ΄ γιατί ήταν βρεγμένα, έβγαλι κι τς πατούνες τ΄ κι τς έβαλι αντάμα μι τα παπούτσια τ΄ σμά στου τζιάνι κι να στεγνώσουν. Του πιδούλ΄ το βαλι να κάτς σ΄ ένα σκαμνί σμά στου τζιάκι, για να πυρουθεί.
Πρου μη να φύει ου Κίτσιους για του καφινείου δείπνισαν κι είχι απουμείν΄ λίγη σούπα ορφανή. Τ΄ν ήφιρι η Κίτσαινα κι τάϊσι του μκρό. Το τηρούσι κι του ξανατηρούσι, αλλά δεν του ΄χι ξαναειδή. Από το χωριό μια φουρά δεν ταν, γιατί δεν τ΄ αγρόντζιν, αλλά απού όπ΄ κι να ταν, τι γύριβι τέτοια ώρα μόναχο τ΄;
Ικείν΄ τ΄ν ώρα, που τα σκέφτουνταν αυτά, άνξι του μκρό του στόμα τ΄κι τ΄ν είπι: «Αναστασία, ρώτα μι ότ΄ θέλτς κι θα σι λύσου όλες τα απορίες». Θιαμάχκι η Κίτσαινα μι του Αναστασία!! Ου τελευταίος που τ΄ φώναζι Αναστασία, ήταν ου δάσκαλους, στς δυό τς τάξεις που πήγι στου σκουλειό. Στου χωριό όταν κόμα ήταν λεύτερ΄ τ΄ φώναζαν Τασιούλου κι σαν παντρεύκι τ΄ φλωναζαν Κίτσαινα. Ποιο ήταν αυτό του μκρό, που τ΄φώναζι, όπως τ΄ βάφτσι ου παππάς;
Τηρούσι του πιδούλ΄κι είνι γκαλιώσ΄ τα μάτια. Πλειότιρου θιαμαίνταν αλλά αντηριούνταν κι λίγου. Ίσια που πρόφτακι κι ρώτσι: «ποιο είσι ισύ πιδούλ΄ μ΄, που ξέρς κι του βαφτιστκό μ΄; Αυτό ιγώ κι κόντευα να τ΄ αστουχήσου»; «Είμι ου Χριστός, απ΄ γεννήθκα σαν ταχιά, που τμάζιστι να μι γιουρτάστι», είπι του πιδούλ. «Μα ιγώ είμι αμαρτωλή, πως ήρθις σ΄ ημένα»;, είπι η Κίτσαινα. «Όλ΄ οι ανθρώπ΄ είνι αμαρτωλοί», είπι του πιδούλ΄, «αλλά ισύ έης τα χέρια ανοιχτά κι δίντς σ΄ όλον τον κόσμο. Κι ημένα σήμιρα μ΄ έδουκις. Δεν άξις του Βαγγέλιου τι λέει»; «‘Όσα εποιήσατε, ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε», απολοήθκι η Κίτσαινα. «Κι ισύ αυτό φκιάντς κι αφού δίντς σ΄ όλον τον κόσμο, είνι σαν να δίντς κι σ΄ ημένα», είπι του πιδούλ! «Μόνι που σήμιρα, ότ΄ έδουκις, το δουκις σ΄ ημένα τουν ίδιου. Αυτό να φκιάντς πιδί μ΄ κι όταν θα ρθεί η ώρα να φύεις, θα στείλου αγγέλ΄ να σι πάρουν κι να σι βάλουν ίσια στουν παράδεισου».
Σαν άξι αυτά η Κίτσαινα, τ΄ν πήραν τα κλιάματα! Γουννάτσι αμπρουστά στου πιδούλ΄ κι του φίλτσι τα γκόλια τα πουδαρούλια. Ικείν΄ τ΄ν ώρα, χάθκι του μκρό, αντάμα κι οι πατούνις που στέγνουνι στου τζιάκι κι τα παπτσούλια τ΄ κι γιόμουσι ευωδιά όλο το μαειριό, κι κόμα πλειότιρου ευωδίαζι του σκαμνί που κάνταν του μκρό!
Ικείν τ΄ν ώρα, γύρσι κι ου Κίτσιους απ΄ του Καφινείου. Θιαμάχκι κι αυτός μι τ΄ μοσκοβολιά, γιατί μύρζι κόμα απ΄ του σουκάκι. Σα σέφκι στου μαειριό, βρήκι τ΄ν Κίτσαινα γονατσμέν΄ να κλαίει.Τρόμαξι να τ΄ φέρ΄ στα συγκαλά τς. Στ΄ν αρχή είπαν να μη πουν σι καέναν τίπουτας απ΄ ότ΄ γίγκιν, αλλά τ΄ν άλλ΄τ΄μέρα που ήρθαν οι κόσμ΄ να που χρόνια πουλλά τουν Κίτσιου, μοσκοβολούσι τόσο πουλύ του σπίτ΄, που δε μπόρεσαν να του κρύψουν. Πάλι δε θα να λιγαν τίπουτας, γιατί δεν ήθιλι η Κίτσαινα, αλλά το ξεμπιστερεύκαν στ΄ν τρανή τ΄ νύφ΄ κι αυτήν του πι σ΄ όλουν του ντουνιά.
Πέρασαν βδουμάδις, ώσπου να φύει η μοσκοβολιά κι ύστιρα μόνι του σκαμνί απόμκι να μοσκοβολάει. Μόνι ύστιρα από τ΄ αυτό που γίγκιν, η Κίτσαινα δεν άφκιν καέναν άλλουν να κάτσ΄ σ΄ αυτό του σκαμνί, απού έκατσι ο Χριστός. Κι αυτό ευωδίαζι όλον το χρόνο κι κόμα πλειότιρου κάθι Χριστούϊννα.
Ύστιρα από τ΄ αυτό που γίγκιν, η Κίτσαινα βοηθούσι τουν κόσμου κόμα πλειότιρου. Κι του κατώι κι του κελάρ΄, όσο έδνι, αντί να αδειάζουν, γιώμουναν. Κι όταν πέρασαν τα χρόνια κι πέθανι η Κίτσαινα, δεν πάγουσι, όπους παγώνουν οι πεθαμέν΄κ ι τα χέρια τς ήταν ζεστά κι μαλακά κι του πρόσωπο τς ήταν γελαστό, σα να πάηνι σι χαρά. Κι πως να μη είνι; Αφού ου ίδιους ου Χριστός τ΄ν υποσχέθκι ότι θα στείλου αγγέλ΄ να τ΄ν πάρουν κι να τ βάλουν ίσια στουν παράδεισου! Τς αγγέλ΄ θα να γλιπι κι γιλούσι!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα