‘Ήταν δυο φίλοι καρδιακοί που ‘χαν περίσσια αγάπη
και το διαλαλούσανε σ’ όλης της γης τα πλάτη.
Αχώριστοι μεγάλωναν. Μαζί και στα σχολεία.
Είχαν κοινά μαθήματα, κοινά σκασιαρχεία.
Η τύχη παίζοντας κι αυτή παιχνίδια με τη μοίρα
ιο ‘φερε να υπηρετούν κι δυο στην ίδια «Μοίρα»*.
Παντρεύτηκαν και κάνανε τώρα διπλή παρέα
αυτοί και οι γυναίκες τους περνούσανε ωραία.
Κι όμως η μοίρα η βάσκανη φθόνησε την αγάπη.
Της έβαλε ζιζάνια, την πλάνεψε μ’ απάτη.
‘Ήταν η μέρα που κι οι δυο διάλεξαν ένα «χρώμα»
το πράσινο, το γαλανό αυτό που ‘χε… το κόμμα.
Διχόνοια έπεσε με μιας. Κόπηκε η “Καλημέρα”.
Ο ένας τ ‘αλλουνού ευθύς έκανε αμέσως πέρα.
-Τι τα ‘θελαν τα χρώματα; Τι γύρευαν στο κόμμα;
Τα χρώματα κάνουν κακό. Δεν το ‘μαθαν ακόμα
*«Μοίρα» =αεροπορική μονάδα