Γειά σας πιδιά μ΄ καλά! Τι γενησέστι;
Ιγώ από γειά καλά είμι, κι η μπαμπούλου μ΄ κόμα κι καλύτιρα.
Σκώθκαμι σήμερα τ΄ χαραή κι κόμα στάζουν οι αστρέχες, γιατί δεν το πάγωσι το βράδ΄. Φσάει νοτιάς κι χήρσαν να απολνιούντι τα κρούσταλα, για τ΄αυτό να χτι το νου σας κι όταν περπατάτι, να πααίντι στ΄ μέσ΄ στ΄ στράτα, να μη σας έρθ΄ καένα στου κιφάλ΄.
Ιχτές τ΄ χαραή σκώθκα, βήκα όξω στ΄ νιφτήρα να νιφτώ κι ήταν παγωμέν΄. Ήρθι η μπάμπου κι μ΄ έρξι νερό με το γκιούμ΄. Έρξι κι ζεστό νερό από ουπάν΄ στ΄ νιφτήρα κι σαν ξεπάγωσε χήρσι να στάζ΄ από μεριά. Από τ΄ν παγωτή τρύψι η νιφτήρα κι θέλ΄ να κουσιεύω στο Ντάνη να τ΄ν ακολήσ. Σα να μ΄΄άρεσε απού τρύψι, γιατί αρραθύμσα ένα φρέντο απ΄ το Διαμάντ΄ κι ας είνι κι κλίκ εγουέι. Τ΄ν πήρα, τ΄ν έδεσα πισοσάμαρα στον Ψαρρή κι χήρσα να τμάζουμι.
Σαν τμάζουμαν να καβαλκέψου, μι ρώτσι η μπάμπου μ΄: «ες εμ ες έστειλις»; Έστειλα τ΄ν είπα. Βάλι μ΄ είπιν κι το κρυψόμουτρο τ΄ Χαρδαλιά μη σι ιδή καένας ντραγάτς στ΄ στράτα γιατί δεν είμιστι για προστίματα. Πήρα το κρυψόμουτρο, το βαλα κι ζιούγουσα τον Ψαρρή να τον καβαλκέψου. Σα ζιούγουσα,χήρσι να τνάζιτι κι να κουτσάει τόσο που όχι να τον καβαλκέψου δε μπορούσα αλλά ούτι κι να τον ζγώσου. Ουπάν΄ απού θιαμαίνουμαν γιατί καμ΄έτσ΄, ράσεψε ου Πουστόλτς ου Παντζιούρς κι μι φώναξι: «Βγάλι τ΄ μάσκα Κώτσιου, δε σ΄αγρονίζ΄, για τ΄ αυτό κάμ΄ έτς το χαϊβάν΄». Έβγαλα κι ιγώ το κρυψόμουτρο, λάρωσι ου Ψαρρής, τον καβαλίκεψα, το ξανάβαλα κι κίντσα.
Στ΄ν Τσιαραπιανή, σταυρώθκα μι τον Αλέξ΄. Είχι πάει στου Τσουτύλ΄ να παίξ΄ ΠΡΟ – ΠΟ κι γυρνούσι πίσ΄. Μι χιρέτσι μι τ΄ όνομα μ΄ κι θιαμάχκα πως μ΄αγρόντσι ουπκάτ΄ απ΄ το κρυψόμουτρο. Τον ρώτσα πως μ΄ αγρόντσι κι άλλο καητιρούσα να ακούσου κι άλλο άξα. Μ΄ είπιν ότι δεν αγρότσι ημένα, αλλά τον Ψαρρή. Μι φάνκι σα να καμάρωσι λίγο κι ου Ψαρρής, απού γίγκιν δημόσιο πρόσωπο.
Μι τ΄ αυτά κι μι τ΄ αυτά, έφτακα στου Τσουτύλ΄. Τράβξα πρώτα στο Διαμάντ΄, να πιώ ένα φρέντο. Δεν ταν ικεί ου Μήτσιους κι αντί για τ΄ αυτόν ήταν ένα κουρτσούλ΄, αλλά ου καφές ήταν ίδιους. Σταθερή αξία. Πήρα κι έναν κόμα να χω για σήμιρα κι τον έβαλα μέσα στο φόρτωμα να μη χυθεί.
Ύστιρα πήγα στο Ντάνη. Ένα λεφτό έκαμι να ακολλήσ΄ τ΄ νιφτήρα. Έβγαλα τον πορτομανέ απ΄ τον πρόπκατο να τον πληρώσω κι δεν ήθιλι παράδις. Επειδή δε μ΄ έρουνταν καλά να φύγου έτς, τον είπα να πάω στο Γιώργο τον Πράππα, να μας φέρ΄ δυό ρακιά να πιούμι. Μι τ΄ εσένα μπαρμπα – Κώτσιο μόνι δυό δε γένητι μ΄ είπι ου Ντάνης, αλλά ας μή δλέψου κι μια μέρα. Χαλάλ΄!!
Έκλεισάμι τ΄ν πόρτα, να μη μας γλέπουν κι ήπναμι. Μόνι ου Γιώργους πάηνι κι έρουνταν κι κουβαλούσι ρακκιά κι μεζέδια ως το μεσμέρ΄.Σαν ήρθι η ώρα να κλείσ΄ ου Ντάνης, έδεσα τ΄ νιφτήρα πισοσάμαρα κι κίντσα. Έφτασα στ΄ Ντράμστα το δειλνό κι όλ΄ είμασταν χαρούμεν΄. Η μπάμπου επειδής ακόλτσα τ΄ νιφτήρα, ου Ψαρρής επειδής ξεμούδιασι κι ιγώ για τ΄ μέρα απού πέρασα. Η μπάμπου μ΄ είπι ότι άλλ΄ φορά θα παίρν΄ μέσα τ΄ νιφτήρα όταν κάμ΄ παγωτή, αλλά εγώ τ΄ν είπα να τ΄ν αφήν ικεί κι άμα ξανατρυπίσ΄ θα πάω στο τσουτύλ΄ να τ΄ν ακολλήσω! Καλά δεν τ΄ν είπα;
Μπαρμπα Κώτσιος Τσιαμήτς
Ντράμστα