Γεννήθηκα σε ένα σπίτι χωρίς κλειδαριές.
Υπήρχαν δυο ξύλινες πόρτες στις δυο άκρες μιας αυλής που φάνταζε τεράστια. Άνοιγαν νωρίς το πρωί, ένδειξη πως οι νοικοκυραίοι είχαν ξυπνήσει – όσο πιο νωρίς τόσο πιο νοικοκυραίοι. Και έκλειναν όταν μαζεύονταν τα παιδιά απ’ το σοκάκι, οι γυναίκες απ’ το χουρατά κι οι άντρες απ’ το καφενείο. Το δικό μας σπίτι όπως και πολλά άλλα ήταν και «πέρασμα», μπορούσαν δηλαδή εντελώς φυσικά οι άνθρωποι να περάσουν από τη μια μεριά και να βγουν από την άλλη, για να κόψουν δρόμο.
Κλειδιά δεν υπήρχαν. Έμπαινε ένας σύρτης στην εσωτερική πόρτα, και το «σίδερο» στις ξύλινες θύρες της αυλής, ένα είδος λοξής σιδερένιας αμπάρας.
Αυτά τα αμπαρώματα δεν προφύλαγαν φυσικά από επίδοξους επιδρομείς – ο καθένας μπορούσε να ριχτεί απ’ το ντβάρι. Δήλωναν απλά πότε άνοιγε το σπίτι προς την κοινωνία.
Αργότερα οι μεγάλες αυλές έγιναν δρόμοι. Ακόμα θυμάμαι τη φράση «του πήριν ου δρόμους» που έλεγαν οι τρανοί, περιγράφοντας την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της κατοικίας, και τον περιορισμό της σε κάτι μικρούς καγκελόφρακτους εξωτερικούς χώρους και σε δίπατα σπίτια με «πλάκα» μεταξύ των ορόφων. Και χαμηλά ταβάνια.
Τότε μπήκαν καινούργιες πόρτες που κλείδωναν με κλειδί, ένα και μοναδικό, το οποίο φυσικά στην αρχή έμενε πάντα απ’ όξω. Και εκεί το ξεχνούσαμε ακόμα κι όταν ήμασταν φευγάτοι όλοι από το σπίτι. Φώναζιν η μάνα μ! «Θα ρθούμι κι θα τουν βρούμι μέσα τουν κλέφτη! Χίλις φουρές σας είπα να κλειδώντι κι να του βάντι του κλειδί κάτ απ’ του πατάκ΄!». Φοβερή κρυψώνα! Και πρωτότυπη!
Ο μπαμπάς μας πάλι (με τουν Αργύρη πουλύ άρρουστον εκείνα τα χρόνια) είχε άλλη προσέγγιση. «Δεν βαριέσι! Άφκετι την ξικλείδουτη… Θάρρουμ μπαίνει κάνας κλέφτς κι τουν πέφτει τίπουτα!»
Κι ύστερα ήρθε η αντιπαροχή. Και μαζί της κατέφθασαν και τα «σοβαρά» τα κλειδιά, ένα για κάθε ένοικο, που τα έπαιρναν πλέον ακόμα και τα παιδιά στις τσέπες από τα μπουφάν. Και φυσικά τα έχαναν σε τακτά διαστήματα. Ποτέ δεν χάθηκαν τόσα κλειδιά στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η εξέλιξη υπήρξε ραγδαία. Απ’ τα τρανά τα σιδερένια τα κλειδιά, στα μικρότερα τα χρυσαφί, μετά στα ασφαλείας, στις αλυσσίδες, ύστερα στους συναγερμούς, στις κάμερες…
Κι όλα αυτά για να μη μας πατήσν οι κλέφτις…
Τζάμπα κόπος, παιδιά.
Οι κλέφτες είναι ήδη μέσα στα σπίτια.
Δεν έχουν ανάγκη να μας τα διαρρήξουν.
Μας κλέβουν τα εισοδήματά μας κατευθείαν από τους χώρους όπου τα καταθέτουμε για να τα προστατεύσουμε.
Μας κλέβουν τον προσωπικό μας χρόνο ή τον κάνουν ανυπόφορο.
Μας κλέβουν την ηρεμία μας και την λίγη ελπίδα που μας είχε απομείνει για ένα βιώσιμο μέλλον.
Μας κλέβουν τις ζωές μας.
Κι εμείς κλειδώνουμε την πόρτα…
ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ. Γεννήθηκα σε ένα σπίτι χωρίς κλειδαριές. Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου
98
2 comments
Ωραία τα λες αγαπητή Ματίνα…μούνγκι που αστόισις κάποια γιγουνότα που γίνγκαν.
-Σε μια πολυκατοικία στου δρόμου τ Αη Θανάσι διξιά όλοι οι ένοικοι βάλαν παπουτσοθήκες στη σκάλα όξου απο την πόρτα τους για να μην έχν την ποδαρίλα μέσα.
Μιά ουραία χαραή ου Αλβανός τα σμάζουξιν όλα.
-Παραδίπλα σε μονοκατοικία η τσιγγάνα απασχόλησι την ηλικιωμένη κυρία στην είσοδο και ο τσιγγάνος ρίθκιν μέσα απ του παραθήρι κι ότι πρόλαβιν άρπαξιν.
-Την γειτόντσαμ τν Ειρήνι την ξεγέλασι ου Βούλγαρος τηλιφουνικά κι τουν έδουσι 2 χιλιάρκα γιατί τράκαρι του πιδιτς κι για νσ τουν βγάλν οξου απ την Μποζού επριπι να πλερώσι.
-Κι πόσα άλλα..
Κι άν στις ιπόμινις Εκλογές μας βγεί ξανά ου Τσίπρας κι ρίξι καταείς του φράχτι στουν Εβρου τα μας ιρθουν όλις οι φυλές τις Ασίας κι τσ Αφρικής!!!
Τότι τα σι πώ να ανοιξς τσ Πόρτις ΝΤΑΜΠΑΡΑ!!!!
Αχ, πόσο συγκινήθηκα. Πόσο μπορώ να θυμηθώ ότι ακόμα και μέχρι την δεκαετία του 1990, στα χωριά, το κλειδί ήταν έξω από την πόρτα. Όχι όταν φεύγαμε, ούτε όταν κοιμόμασταν, αλλά ναι, όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Ερχόταν ο γείτονας και έμπαινε μέσα, χωρίς να χτυπήσει. Κι εμείς πηγαίναμε στο δικό του σπίτι, χωρίς αυτό να αποτελεί εμπόδιο στις σχέσεις μας και τις ζωές μας. Τα καλοκαίρια, πριν την μεταπολίτευση, ο κόσμος στα χωριά κοιμόταν το βράδυ έξω, στις αυλές. Δεν υπήρχαν κλιματιστικά. Τα σπίτια-περάσματα δεν τα πρόλαβα, αλλά σε επαρχιακές πόλεις και στα χωριά, ακόμα και σήμερα, πολλά ιδιόκτητα οικόπεδα με σπίτια, αποτελούν ταυτόχρονα και περάσματα σε ένα άλλο, γειτονικό οικόπεδο. Αν και αυτό τείνει να σβήσει. Κλειδωμένοι και απομονωμένοι, κάπως έτσι θα πεθάνουμε όλοι μας. Και ειδικά για τους μεγαλύτερους, που έζησαν πολύ διαφορετικά από εμάς, αυτό έχει μεγάλο προσωπικό κόστος. Κόστος ψυχής.