237
Μια παράδοση αιώνων
Τα Λάγια Πρόβατα της Πίνδου.
Αφιέρωμα στους ποιμένες του βουνού
Το σημερινό μας αφιέρωμα είναι για την Οροσειρά της Πίνδου, την ραχοκοκαλιά της Ελλάδας, και για όλους εκείνους τους ποιμένες που συνεχίζουν να ζουν, να αγωνίζονται και να ανασαίνουν μαζί με τα κοπάδια τους.
Ανθρώπους που διάλεξαν ένα επάγγελμα δύσκολο, τραχύ και απαιτητικό — μα συνάμα το πιο ελεύθερο επάγγελμα του κόσμου.
Είναι οι τελευταίοι φύλακες της παράδοσης, οι συνεχιστές ενός τρόπου ζωής που σμιλεύτηκε με τον άνεμο, τη βροχή και την πέτρα.
Αυτό το αφιέρωμα είναι και προς την οικογένεια του κυρίου Ανθούλη – Ζιώγα από τη Σαμαρίνα Γρεβενών, που κρατάει ζωντανή την ψυχή της Πίνδου με ένα μεγάλο κοπάδι λάγια πρόβατα.
Κάθε μέρα τα ανεβάζει στις πλαγιές του Σμόλικα, εκεί που ο αέρας μυρίζει θυμαρίσιο μέλι και ο ήλιος γέρνει πάνω από τα βουνά της Ηπείρου.
Τα λάγια του, τα μαύρα και περήφανα, βόσκουν ελεύθερα, κουβαλώντας μέσα στο βλέμμα τους την ίδια την ιστορία των βουνών.
Είναι αφιερωμένο και σε όλους τους κτηνοτρόφους της Πίνδου και του Βοΐου, που δίνουν καθημερινό αγώνα με τη φύση και τη μοίρα.
Σε όσους είδαν τα κοπάδια τους να πλήττονται από την ευλογιά και τον καταρροϊκό πυρετό, μα δεν λύγισαν.
Γιατί αυτοί οι άνθρωποι, ακόμα κι όταν χάνουν, δεν παραδίνονται — ξανασηκώνονται, όπως ο ήλιος πίσω απ’ το Γράμμο και τη Βασιλίτσα.
Τα λάγια — τα μαύρα πρόβατα της ψυχής μας
Στην Πίνδο, τα μαύρα πρόβατα τα λένε λάγια. Δεν είναι φυλή — είναι χαρακτήρας.
Σκληραγωγημένα, αγέρωχα, γεννημένα για τις ανηφόρες και τα χιόνια.
Το μαλλί τους σκούρο και πυκνό, φτιαγμένο από νύχτες του βουνού και καπνό από στάνες.
Από αυτό ύφαιναν οι παλιοί τις κάπες, τις φλοκάτες και τα κιλίμια, για να ζεσταίνονται τον χειμώνα στις στρούγκες.
Οι ποιμένες ξεχώριζαν κάθε ζώο με το μάτι —
από τα κέρατα, τα αυτιά, το χρώμα των ματιών, την ουρά, το τρίχωμα, την ηλικία, το φύλο.
Κάθε πρόβατο είχε το δικό του όνομα, τη δική του προσωπικότητα, τη δική του ιστορία.
Ένα κοπάδι δεν ήταν ποτέ ίδιο με το άλλο — όπως και κανένας ποιμένας δεν ήταν ίδιος με τον διπλανό του.
Τα λάγια χωρίζονταν σε:
Γρίβα, σταχτιά σκούρα,
Μουράτα, κατάμαυρα,
Μπάλια, με άσπρη κορφή στο κεφάλι,
Ασπρονόρκα, με άσπρη άκρη στην ουρά,
Καλιγούσα, με άσπρα πόδια,
Μπασούρα, με άσπρο κεφάλι ή βούλες στον λαιμό.
Και τα φλώρα λάγια, πιο ανοιχτόχρωμα, έπαιρναν όμορφα ονόματα:
Βάκρα, Καραμπάσκου, Κάλισα, Καραμάνα, Μπέλα, Κάτσινη, Κοκκινομάτα, Μπούτσικα, Μπούκα.
Ακόμη και τα γίδια είχαν τις δικές τους ονομασίες:
Γκόρμπα, Κανούτα, Μούργκα, Ρούσα, Μπάρτζα, Γκέσα, και τόσα άλλα που δεν χωράνε σ’ ένα χαρτί — μόνο στην ψυχή των βουνών.
Κάθε λέξη, κάθε όνομα, ήταν γνώση.
Ήταν η άγραφη σοφία των ποιμένων.
Η γλώσσα που μιλούσαν με τα ζώα τους, χωρίς βιβλία και κανόνες.
Η γλώσσα της φύσης, της υπομονής και της αγάπης.
Κι αν σήμερα οι ήχοι των κοπαδιών λιγοστεύουν,
ο αντίλαλος από τα κουδούνια στα ριζά του Σμόλικα ακόμα ακούγεται.
Γιατί όσο υπάρχει ένας Ανθούλης να φροντίζει τα λάγια του,
κι ένας ποιμένας να αντέχει στον άνεμο,
η Πίνδος θα ζει.
Και μαζί της — η ψυχή της Ελλάδας.
Από την διοργανωση των Κυρατζήδων Μονοπάτια
Αφιερωμένο σε όλους τους ποιμένες, τους κτηνοτρόφους και τους φύλακες του βουνού.
Σε όσους μετρούν τη ζωή όχι με ρολόγια, αλλά με ανατολές και κουδουνίσματα.
Γιατί η ελευθερία μυρίζει φρέσκο γάλα και καπνό από στάνη.









