Τα πιστώκουλα (δηλ. κατά ουπίσου, δηλ. αντίστρουφα) ως τα Χριστούγιννα live –21 Δικέμβρ’ 2024… 2 μέρις πριν τα κόλιαντα.
Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΣΗΜΙΡΑ ΓΙΟΥΡΤΑΖΝ:
Θεμιστοκλής, Θέμης, Θεμιστοκλεία, Θεμίστω Θέμις, Θέμιδα Ιουλία, Ιουλιανή, Ιουλίτσα, Γιουλία, Γιούλα, Γιουλίτσα, Τζούλια, Γιούλη, Ιούλιος
ΟΥΔΗΓΙΑ 21η:Σήμιρα πατριώτις κι ταχιά είνι οι πιο σπουδαίεις μέρις..Δε μι λέτι ρε γκζντάρια;;πρόβα για του τραγούδ για τα κόλιαντα δε θα φκιάσουμι;; θέλτι να χιρίσουμι να τραγδούμι κι να μη συνουιέτι στ’ λάβα καγκαένας;; Θέλτι ν’ ακούουμέστι σαν να βασανίζν γουμάρια;; όοοοχ’ . Ιμείς οι Ντριανουβνοι είμιστι γκουκυραίοι… παίρνουμι ζιστά τη δλειά μας. Βγάλτι του ιγχειρίδιου ΚΟΛΙΑΝΤΑ ΔΡΥΟΒΟΥΝΟΥ κι βάλτι έναν να του τσακών’ να του τηράει ( να μη λαθέβουμι ..γιατί είνι κι πουλύπλουκου) κι χίρνατι πρώτα ένας –ένας , ύστρας δυο-δυό κι κατόπ όλ’ αντάμα…
Τι αστόησα να σας πω ρε πατριώτις;;; πως γράφκαν ρε τα Ντριανουβνά τα κόλιαντα… τσιούλουσέτι τα ‘φτια κι άκσιτι:
Ήταν κι απ’ λέτι δυό Ντρανουβνοί πάπ’ ου ένας τζιουμπάνους κι ου άλλους πιταλουτής . Του Τζιουμπάνου τουν ήλιγαν πάππου Ελύτ’ κι τουν πιταλουτή πάππου Σιφέρ’. Ο Ελύτ’ς ήταν απ τουν κάτ’ του μαχαλά κι ήταν λιάβους ψάλτς στουν ΑηΜνά. Ου Σιφέρς ..ήταν απ’ του μισιό του μαχαλά , κι ήταν κι αυτός ψάλτς στουν Αημνά ..αλλά ζέρβους.
Κια τ’ς δυό τς άριζιν ου κράσους, τα τραγούδια τα ποίματα, ..κι ιπειδής είχαν πάει κανά φιγγάρ’ στου Τσουτύλ στου Γυμνάσιου, τ’ς άριζιν κάπου κάπου έγραφαν κανά ποίμα, κανά κουντάκιου , κανά λόγου για τουν Πρόϊδρου του Ντάφα….Ιπειδής έγραφαν αράδα..σι καμπάδκα χαρτιά , σι μπακέτα απου τσιγάρα…… στου τιτράδιου π’ έγραφαν τ’ν αράδα για του γάλα κι του γαλουμέτρημα…τ’ς κάλισαν ένα δειλνό στου Μπουγατσκό στου καπηλειό, κι τ’ς έδουκαν κατ’ βραβεία απ’ τάλιγαν, NOBEL. Ου πάππους ου Ελύτ’ς του κρέμασιν στου μπουχαρι..ουπάν στου τζιάκ κι πιρηφανέβουνταν, αλλά ου πάππους ου Σιφέρς, μια μέρα,ντιπ μιθσμένους..ζιάντα, ιπειδής σώθκαν τα συκόφυλλα απ’ σκουπίζουνταν στουν αναγκαίου , τούχιν στου τζιόπ’ κι τόβγαλιν κι σκουπίσκιν στουν ουπισνότ’ κι του φούρλαξιν σιαπέρα. Ετσ’ ου πάππους ου Σιφέρς απόμνειν χουρίς NOBEL, ινώ ου πάππους ου Ελύτς τούχιν κριμασμένου στου μπουχαρί ..κι όταν τά τσουζαν γιρά…τουν ζαρζάλιβιν , ότι αυτός έχ NOBEL, ινώ ου Σιφέρς του πουλιόμσιν.
Μια βραδυά, του Δικέμβρ τ’ 1913, δυό μέρις πριν τα κόλιαντα (καλή ώρα), ου Πάππους ου Σιφέρς κι ου πάππους ου Ελύτς’ ήταν που νουρίς στου καφινείου τ’ Λιόλια, στου μισουχώρ στου Ντριάνουβου κι ρουφκαλνούσαν κράσου. Δεν κάθουνταν αντάμα. Ου ένας κάθουνταν σ’ ένα τραπέζ κατά τ’ μιριά π’ τουν ΑηΜνά, κατ’ του γραφείου κι ού άλλους κάθουνταν σ’ ένα τραπέζ’ , κατά τ’ Τσιτσιάν’ του λάκου.
Κιά οι δυό κάθουνταν σκιπτικοί, ήταν ψίχα σιουμπζμέν κι συλόϊαζαν μόνι.Είχαν ιτοιμάσ’ τα ύπιργα για τα κόλιαντα, τζιουμανίκις , σακούλια είχαν βρεί μαϊριό, ήφιραν ξύλα…είχαν φκιάσ’ όλα τ’ αντέτια.Είχιν πάρ’ που ώρα να μουργκίζ’ κι όξου , πρώτα χίρσιν σουλώτα κι κατουπίτυρα του ‘ύρσιν σι χιόν’.
Μια δόσ’ ου πάππους ου Ελύτς, αδουκήθκιν , τ’ μπάμπου τ’ν Ξιάγκλια , που πάϊνι τσιούτσιανους κι τουν έδινιν τα κόλιαντα, καλούδια..κουλιαντίνις φουρνουτάρις, κάχτις απ’ όλα.Είχιν πάει να ιδεί του κουρίτς στν Αμιρική , κι απου τότι δεν ξαναύρσιν. Ου μπαρμπα-Ελύτς ν’ είχιν αραθμίσ’ πουλύ κι νουσταλγούσιν τα χρόνια απ’ ήταν τσιούτσιανους.
Όπους ήρθιν όμους ,πιτιόρ, τ’ απόγιμα κατ’ του καφινείου , στ’ στράτα , απ του σπίτ’ τς Λισάβης είχιν ακούς’ κι κάτ’ πιρίιργου. Είχαν ρθεί τα αγγόνια τ’ς , δυο απ τ’ Σαλουνίκ κι τρία απ ‘ τν Κόζιαν..κι είχαν βγεί όλα στν αυλή, είχαν στα τσιούγκατ’σ κατ’ σιδηρέϊνα τρίγουνα κι ένα τσιούτσιανου σιδηρέϊνου σουγλί,τα ντραγκαλνούσαν όλ’ αράδα κι τραγδούσαν ένα τραγούδ’ απ’ αρχινούσιν: «Τρίγουνα κάλαντα..μεσ’…». Ου πάππους ου Ελύτ’ς..λουζιάσκιν ντιπ. Συλόϊαζιν : «Ωρέ τι τρίγουννα κόλιαντα;;; αφού του κτούκ’ απ τ’ τζιουμανίκα είνι ντιπ στρόγγυλου;; κι ου σκούλους.. πόταβα είνι αυτά τα τρίγουνα τα κόλιαντα τς Σαλουνίκις κι τς Κόζιανις απ τραγδούν τα αγγόνια τ’ς Λισάβης;; κι πουντις οι τζιουμανίκις..τα σακούλια;;. Μη χειρότιρα…χάλασιν ου κόζμους κι όλους ου ντουνιάς».
Όπους κάθουνταν..κι ακουμπούσιν τουν άγκουνα στου τραπέζ κι του πόχειρου στου μάλουγουτ..τουν ήρθιν!!!! Κι χιρνάει σι ήχου πλάγιου τέταρτου που ήξιριν απ’ ήταν ψάλτς. (Προς τ’ μπάμπου τ’ν Ξιάγκλια…)
Ελύτς: Κόοολιαντα μπάμπου..κόολιαντα
Ενακένα πιτάχνιτι ου πάππους ου Σιφέρς κι απουλουιέτι ( τουν είχιν πάρ’ αγιάζ’ κι ήταν καμπόσου βραχνιασμένους κι ακούσκιν σα βραχνουκόκουρας)
Σιφέρς: Κι μένα ν’ κουλιαντίνααα
Ξανά ου Ελύτς..
Ελύτς: Κι αν δε μι δώωωσεις κόλιαντα
Σιφέρς: Δώζμι ένααα κουρίιιτσι
Ελύτς: Κι τιι του θέελεις , γαϊδαρι
Σιφέρς: Του μαύρου του κουρίστιιιι
Ελύτ’ς:Του θέεελου να ζιστένουμιιιι
Σιφέρς:Του Μάη κι τουν Απρίληη
Απ τ’ χαράτς , π’ δημιούργησαν τόοοσου σπουδαίου έργου , ρίχκαν ουρθοί…αγκαλιάσκαν κι φώναζαν αντάμα: ΟΙΙΙ ΟΙΙΙ ΚΟΛΙΑΝΤΑΑΑ
( Ελύτς) : Λιόλιαααα ..φέρι μας ένα χαράκ’ κι ένα καμπάδκου χαρτί να γράψουμι του ποίμα…να μη τ’ αστουχήσουμι κι ύστιρα φέρι κράσου να ρουφκαλίσουμι να του γιουρτάσουμι… μόλις τωραϊά έφκιασάμι του τραγούδ για τα Ντριανουβνά τα Κόλιαντα.
Α..ετσιαϊάς βγήκιν αυτό του αριστούργημα
Ετσ’ να φκιάστι κι σείς…να φκιάστι πρόβα για τα κόλιαντα μας. Σαν τουν πάππου του Σιφέρ κι τουν πάππου τουν Ελύτ’…θα λέει ου ένας θα απουλουιέτι ου άλλους..κι ύστρα .όλ’ αντάμα.Να μη μας τσακώσν μπόσκ’… σαν αχμάκδις… να μη ξέρουμι του ποίμα τ’ πάππου τ’ Ελύτ’ κι τ’ Πάππου τ’ Σιφέρ’ …δηλαδή τα Ντριανουβνά τα κόλιαντα..ΙΝΤΑΞ;;;