Ο Σωτήρης κι ο Κωστής έφτασαν στην είσοδο του σινεμά γύρω στις έντεκα το πρωί. Χάζεψαν λίγο την ταμπέλα με τις φανταχτερές τολμηρές αφίσες. Κοίταξαν δεξιά κι αριστερά κι όταν βεβαιώθηκαν ότι δεν τους βλέπει κανείς, τρύπωσαν στο μικρό συνοικιακό κινηματογράφο. Επιστράτευσαν όλη τη σοβαροφάνεια τους, ώστε με τη συνδρομή του απαλού χνουδιού στο πηγούνι τους, να κερδίσουν μια θέση στον κόσμο των ενηλίκων για μερικά δευτερόλεπτα. Τόσα χρειάστηκε ο ταμίας για να τους κόψει -με δυσπιστία- τα εισιτήρια και να τους γνέψει να περάσουν. Για πρώτη φορά τα κατάφεραν περίφημα. Γλίστρησαν στην αίθουσα προβολής, παραμερίζοντας τις βυσσινί κουρτίνες, που μύριζαν τσιγαρίλα και κοντοστάθηκαν μπροστά στην οθόνη. Έμειναν για λίγο σαν παγωμένοι. Δεν ήξεραν ούτε κι οι ίδιοι αν αυτό οφειλόταν στο χρόνο που χρειάζονταν τα μάτια για να συνηθίσουν το σκοτάδι ή στη σαστιμάρα για όσα πρωτόφαντα διαδραματίζονταν στην οθόνη.
Κάθισαν σε δύο διπλανά καθίσματα κι επικεντρώθηκαν με δέος στην ταινία. Έπειτα από λίγα λεπτά ένας ευτραφής άντρας, που μύριζε αλκοόλ, στριμώχτηκε δίπλα στο Σωτήρη. Ο έφηβος παραξενεύτηκε -καθώς υπήρχαν πολλά άδεια καθίσματα και κοίταξε με απορία το συμμαθητή του. Δεν άργησε να καταλάβει. Ο άντρας κίνησε το χέρι του και το ακούμπησε απαλά στο δεξί γόνατο του νεαρού. Ο Σωτήρης έμεινε ακίνητος. Με το αριστερό χέρι τράβηξε από τη ζώνη του μια αρμαθιά κλειδιά που κουβαλούσε πάντοτε -εφηβική συνήθεια της εποχής- μαζί του, δεμένα σε μια λεπτή αλυσίδα. Κράτησε την άκρη της αλυσίδας, τη μάζεψε αργά και την έσφιξε δυνατά. Το χέρι του άντρα είχε ήδη φτάσει στο μέσον του μηρού του. Γύρισε, του χάρισε ένα σαρδόνιο χαμόγελο και κατέβασε με δύναμη τα κλειδιά πάνω στο ενοχλητικό χέρι. Μια στριγκλιά πόνου ακούστηκε κι ο άντρας πετάχτηκε από τη θέση του για να χαθεί στο βάθος της σκοτεινής αίθουσας, ενώ οι άλλοι θεατές γελούσαν. Ο Κωστής ξεκαρδίστηκε και χάιδεψε με μια σφαλιάρα το συμμαθητή του.
Σε λίγο η οθόνη έδειξε διάλειμμα. Μερικοί θεατές αγόραζαν ρόξ και γκαζόζες από ένα καροτσάκι, που έσπρωχνε στην αίθουσα ο υπεύθυνος του κυλικείου. Ο Σωτήρης τεντώθηκε στο κάθισμα για να ξεμουδιάσει και με την άκρη του ματιού του είδε έναν ξάδερφό του με την παρέα του. Πιο πέρα ο βοηθός του μάστορα των ανελκυστήρων της γειτονιάς είχε ξαπλώσει σε μια καρέκλα, κρεμώντας τα πόδια του στο μπροστινό κάθισμα.
Τότε ακούστηκε ένα κουδούνισμα και το έργο ξανάρχισε. Όλοι στράφηκαν και πάλι στην ταινία, με εξαίρεσή ένα φαλακρό κύριο που ροχάλιζε με στόμφο. Μετά από λίγη ώρα ο Κωστής θέλησε να πάει στο αποχωρητήριο, που βρισκόταν δίπλα στο κυλικείο. Δεν υπήρχε χωριστή σήμανση για τις κυρίες και χώθηκε στην πόρτα που βρήκε μπροστά του. Ένιωσε κάποιον να τον κοιτάζει. Μόλις κοίταξε έντονα προς την είσοδο, η πόρτα έκλεισε απότομα. Πλύθηκε και βγήκε στον προθάλαμο. Καθώς προχωρούσε προς την κινηματογραφική αίθουσα, άκουσε να τον φωνάζουν. Ήταν ο υπεύθυνος του κυλικείου, ένας αδύνατος άντρας με μακρύ μουστάκι. Ο Κωστής τον κοίταξε με απορία.
Ο μουστακαλής έδειξε στο νεαρό δύο εκατοστάρικα. Του είπε ότι θα γίνουν δικά του αν του προσέφερε μερικές στάλες της αγορίστικης του ορμής. Ξεπερνώντας αμέσως την αρχική έκπληξη, ο Κωστής κοίταξε με αγέρωχη έπαρση τον ξερακιανό μυστακοφόρο και αποκρίθηκε: «θα σου έλεγα που να βάλεις τα δυο κατοστάρικα, βρέ…». Με γοργό βήμα όρμησε στην αίθουσα, πήρε τη θέση του δίπλα στο Σωτήρη και του μίλησε για το συμβάν.
Οι δυο μαθητές της Γ’ γυμνασίου στράφηκαν και πάλι στη μεγάλη οθόνη αλλά το μυαλό τους ήταν ήδη αλλού. Πόσα θα είχαν να διηγηθούν την επόμενη ημέρα στο σχολείο από αυτή τη βόλτα τους στα «σκοτάδια της ημέρας»; Και με τι δέος θα τους κοιτάζουν; Συλλογίστηκαν ξανά και ξανά τα κατορθώματα τους. Το ταξίδι προς την ενηλικίωση μπροστά στο φιλοθεάμον κοινό των «άβγαλτων» συμμαθητών τους, είχε μόλις αρχίσει!