Την ιστορία αυτή την διηγείται ο Δημ. Ντούλιας, πλωτάρχης Πολεμικού Ναυτικού ε.α. Πρόκειται για αληθινή ιστορία, ο ίδιος τότε υπηρετούσε στο ΠΝ, το 1952 και το γεγονός συνέβη στην πλατεία Κλαυθμώνος στην Αθήνα.
Τότε το υπουργείο Ναυτικού ήταν στην πλατεία Κλαυθμώνος και τη στιγμή που έπεφτε ο ήλιος, γινόταν η υποστολή της σημαίας.
Το άγημα παρουσιάζει όπλα, ο αξιωματικός χαιρετά, παιανίζεται ο Εθνικός Ύμνος και όλοι οι παριστάμενοι στέκονται σε στάση προσοχής.
Όπως γνωρίζουμε, με αυτό τον τρόπο αποδίδεις τιμή στη σημαία. Εκείνη τη στιγμή που ο αρμόδιος αξιωματικός χαιρετά, αντιλαμβάνεται κάτι που τον ταράζει. Είναι αυτό που θα δούμε παρακάτω, όπως ακριβώς το έζησε ο πλωτάρχης του ΠΝ Δημ. Ντούλιας:
« Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν το δρόμο τους, ενώ εγώ παρέμεινα από συνήθεια λίγο ακόμα. Τότε βλέπω το νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται θυμωμένος προς έναν γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε τότε η πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές (λούστροι) και καστανάδες που μας λείπουν τώρα. Του είπε «γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις τη σημαία μας! Δεν έχεις φιλότιμο κλπ.». Ο άνθρωπος έμεινε βουβός, εγώ παρακολουθούσα έντρομος και φοβερά συγκλονισμένος για το τι έγινε. Μετά βλέπω τον καστανά ότι έγινε κατακόκκινος και άρχισε να τρέμει. Ήθελε να φωνάξει, αλλά βλέπω με έκπληξη ότι συγκρατείται, σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Όμως συνέρχεται γρήγορα, σκουπίζει τα δάκρυά του και με πολλή δύναμη των χεριών του (αυτά ήταν γερά) στυλώνει το σώμα του δυνατά, σπρώχνει τον πάγκο του με τα κάστανα μπροστά και φωνάζει με όλη την ψυχή του στο νεαρό αξιωματικό δυνατά «πώς να σηκωθώ κύριε, της τα έδωσα της Πατρίδας και τα δύο» και σηκώνει τα μπατζάκια του παντελονιού, όπου φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω από τα γόνατα. Και ξαναρχίζει να κλαίει. Ο κόσμος, όπως και εγώ, γύρω του κλαίει και χειροκροτεί, όμως περισσότερο από όλους κλαίει ο νεαρός αξιωματικός.
Έχουν περάσει περίπου 60 χρόνια. Ποιος ξέρει τι γίνεται. Εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι το αλησμόνητο, φοβερή σκηνή για Όσκαρ. Ο αξιωματικός σκύβει και αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά και στη συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα και φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηλικίου του και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέμει «τας κεκανονισμένας τιμάς» που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στη σημαία μας, γιατί της χάρισε και τα δύο πόδια στα βορειοηπειρώτικα βουνά μας για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ψηλά η κυανόλευκη σημαία σε λεύτερη πατρίδα. Και οι άλλοι, οι πολλοί, να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στις ειρηνικές απασχολήσεις τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από έναν ήρωα του αλβανικού μετώπου, τον Έλληνα ήρωα πολεμιστή, όποιο επάγγελμα και να ’χει. Άλλοι δεν μιλούν, άλλοι όμως ειρωνεύονται.
Γι’ αυτό οι νέες γενιές πρέπει να μάθουν, να διδαχθούν από την οικογένεια και το σχολείο για το Έπος του 1940.
Διαμαντής Θ. Βαχτσιαβάνος