Το ενεργειακό τοπίο μετά τη συμφωνία Dubai – COP28. του Ευστάθιου Χιώτη
Η συμφωνία Dubai – COP28 του Δεκέμβρη 2023 δημιουργεί νέα, δεδομένα για τρείς τουλάχιστον λόγους, που αναλύονται στο άρθρο αυτό. Σε αντίθεση με την προηγούμενη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έβλεπε το φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο, βάζει στο στόχαστρο τα ορυκτά καύσιμα στο σύνολό τους, με τελική απόσυρση το 2050, αλλά έμμεσα με προτεραιότητα απόσυρσης του άνθρακα, αφού αποθαρρύνει την κατασκευή νέων σταθμών.
Δεύτερον, δίνει προβάδισμα στο καθαρό υδρογόνο («πράσινο», που παράγεται από ηλεκτρόλυση νερού και ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ), αλλά αποδέχεται μεταβατικά τη πυρηνική ενέργεια, το υδρογόνο που παράγεται από μεθάνιο («γαλάζιο») και όλες τις τεχνολογίες που μειώνουν τις εκπομπές θερμοκηπίου ή δεσμεύουν το διοξείδιο του άνθρακα ή ακόμη το χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη στη χημική βιομηχανία, όπως ακριβώς προσανατολίζονται και στις ΗΠΑ.
Και τρίτον Ιδρύεται ταμείο στο οποίο οι πλούσιες χώρες που είναι οι μεγαλύτεροι μολυντές συμβάλλουν για την αποζημίωση των αναπτυσσόμενων χωρών.
Με τους κανόνες αυτούς και από τις επενδύσεις βιομηχανιών αιχμής διαφαίνεται ως προτιμότερο μεταβατικό καύσιμο το υδρογόνο, γαλάζιο έστω, με τελική προοπτική το καθαρό υδρογόνο. Στη κατεύθυνση αυτή, η βιομηχανία ενέργειας αναμένει από τις κυβερνήσεις αξιόπιστη ενεργειακή πολιτική, έδαφος για διακρατικές συνεργασίες βιομηχανιών, λειτουργικές αδειοδοτήσεις και επενδυτικά κίνητρα. Οι απαιτούμενες επενδύσεις είναι υπέρογκες, ακόμη και κυβερνήσεις πλουσίων χωρών, με εξαίρεση τη Μέση Ανατολή.
Στις ενεργειακές αξιολογήσεις θεωρείται ότι η Ελλάδα προχώρησε σε μειώσεις της ενέργειας από άνθρακα με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι χρειάζεται παγκοσμίως. Με άλλα λόγια η παθητική απολιγνιτοποίηση δεν συνιστά πρωτοπορία, όταν η τεχνολογία προσφέρει δυνατότητες μετασχηματισμού και αναβάθμισης σε καθαρότερες λύσεις.
Περισσότερα ΕΔΩ