Ήταν κουτάβι μόλις δεκατεσσάρων ημερών. Μόλις είχε ανοίξει τα μάτια του. Κι εγώ ήμουν επτά και σε λίγο θα έμπαινα στα οχτώ χρόνια. Μαύρο και καφέ ήταν τα δυο του χρώματα. Για ζαγάρι το έκοβα. Και έτσι ήταν πράγματι. Κυνηγόσκυλο για λαγούς. Πολύ πιο μετά έμαθα την ράτσα του. Ένας φτυστός Γκέκας σαν την σκύλα μάννα του.
«Πάρτο και βάλτο στην αχυρώνα να μην κρυώνει» μου είπε ο πατέρας μου δίνοντάς μου ένα μικρό ανοιχτό χαρτοκιβώτιο με την αφεντιά του μέσα και την τρίχα του κάγκελο απ’ το ψοφόκρυο που είχε τότε, στις 20 Δεκέμβρη. Τόβαλα στην αχυρώνα μας αφού πρώτα σε ένα τσίγκινο πιάτο, που τρώγαμε κι εμείς,του έβαλα χλιαρό πρωτόγαλα (κουλιάστρα) για να συνέλθει, γιατί τα λαγκόνια του είχαν τραβηχτεί μέσα και τα κοκαλά του ζωγράφιζαν το σκελετό στο πετσί του.
Μόλις τ’αμόλησα στην αχυρώνα ,που ήταν φίσκα από χορτάρι καμπίσιο και άχυρο γεμάτη, εκείνο βρήκε μια ζγκούλα(τρύπα) και μεμιάς χώθηκε μέσα.
Τώρα είναι εδώ και δυό μέρες που χιονίζει ασταμάτητα. Τα ανεμοσούρια ( χιόνι μαζεμένο από τον αέρα) είναι μέχρι κει πάνω. Και το κουτάβι με περιμένει. Δεν φταίω γω όμως που πεινάει ο « Μπούλης».Έτσι τον είχε βαφτίσει ο πατέρας μου. Στην πραγματικότητα ήταν ο τρίτος Μπούλης, που μεγάλωνα για λογαριασμό του κυνηγού πατέρα μου. Αν ήταν βασιλιάς θα ήταν Μπούλης ο Γ΄.Μα δυστυχώς δεν ήταν γι’ αυτό εδώ και δυο μέρες που χιονίζει θέλοντας και μη ο Μπούλης νηστεύει πριν νάρθει καν η νηστεία.
Σήμερα όμως 23 Δεκέμβρη χαράς ευαγγέλια για το κουτάβι. Πρωί πρωί πολλοί γείτονες, που έχουν τα κουμάσια των χοίρων τους στην γειτονιά του Μπούλη κουβάλησαν τα γουρούνια,ξέρεις, για την καθιερωμένη θυσία των Χριστουγγένων. Χωρίς να το καταλάβουν παραμέρισαν το τεράστιο χιόνι κι έκαναν καλό τορό (δρόμο -πατημασιές), που για μεγάλη τύχη εμού και του κουταβιού οδηγεί στην αχυρώνα.
Βρήκα μια καραβάνα. Αυτή, που έτρωγα το πλιγούρι, στο σχολείο.Το πλιγούρι που μας έφερνε τότε η αμερικάνικη UNRRA(Ούντρα) ,για να ποδαρόσουμε σαν παιδιά. Έβρασα μόνος μου τραχανά χωριάτικο με τριμμένο τυρί μέσα και αφού τον άφησα να κρυώσει λίγο, ξεκίνησα για την αχυρώνα. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός αλλά τα λάστιχά μου (παπούτσια λαστιχένια) γλιστρούσαν κι έτσι στο πρώτο γλίστρημα έχασα μες το χιόνι τον παραπανίσιο τραχανά. Λίγο όμως ήταν το κακό.
Έφθασα στην αχυρώνα.Κουτάβι πουθενά. Ψόφησε ,είπα μέσα μου.Αμ δε.Μόλις σφύριξα, νάτος αγορουξυπνημένος και τρεκλίζοντας έρχεται. Με πήρε πολύ χρόνο,αργότερα, στα 18 μου σχεδόν, φοιτητής ων, για να καταλάβω πως όταν πεινάς το ρίχνεις στον ύπνο και πείνα δεν καταλαβαίνεις. Έτσι έκανε και το κουτάβι. Δυο μέρες τώρα χωρίς φαΐ, τόριξε στον ύπνο.
Βούτηξε την μουσούδα του στην καραβάνα και σε δυο λεπτά αφού την άδειασε στην συνέχεια την «έπλυνε» κιόλας, σαν να ήθελε να με ευχαριστήσει και να με απαλλάξει απ’ αυτό τον κόπο. Η κοιλιά του έγινε τριπλάσια και σβαρνίζοντάς την σύρθηκε στην τρύπα του στα άχυρα. Αυτό ήταν το τραπέζι των Χριστούγεννων του. Με χλιαρό και παχύ βρασμένο τραχανά με τυρί.
Αφού πρόσφερε τις υπηρεσίες του τέσσερα χρόνια ο πατέρας μου πούλησε τον Μπούλη στο Σαραντάπορο (Γκλίγκοβο) της Ελασσόνας σ’ ένα φίλο του, γνωστό από το στρατό.Έλα όμως που ο Μπούλης είχε άλλη γνώμη γι αυτήν την πώληση. Έτσι μια μέρα με χιόνια πάλι κοντά στα Χριστούγεννα ο Μπούλης τόσκασε από το καινούργιο αφεντικό και νάτος,σαν φάντης μπαστούνι στο χωριό.Ποτέ δεν ξέχασε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι των “παιδικών” του χρόνων. Αφού έτσι τόθελε έτσι κι έγινε. Έμεινε μαζί μας μέχρι τέλους, αφού πρώτα βέβαια τακτοποιήσαμε την διαφορά που είχαμε με τον άτυχο αγοραστή του απ’ το Σαραντάπορο.
ΤΟ ΚΟΥΤΑΒΙ ΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Κώστας Φαρμακης
72
προηγουμενο