Όπως γνωρίζουμε από την Παράδοση και την εκκλησιαστική ιστορία στους πρώτους αιώνες της παρουσίας του χριστιανισμού στον κόσμο, στα χρόνια των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, δεν υπήρχαν τοποθετήσεις, ενασχολήσεις και προσεγγίσεις σαν κι αυτές που επιχειρούν σήμερα οι δυτικοί θεολόγοι, που καταγίνονται με την κοινωνιολογική ανάλυση και ερμηνεία του φαινομένου της Εκκλησίας.
Η ορθόδοξη ανατολική σκέψη ήταν μονίμως προσανατολισμένη στη μυστική υπόσταση, στη θεία πραγματικότητα, στη θεώρηση της Εκκλησίας ως το «καθεαυτό μυστήριο». Η ορθόδοξη εκκλησιολογική αντίληψη και γλώσσα έμεινε πιστά προσηλωμένη στη βιβλική άποψη, έτσι όπως εκφράστηκε από τους αποστόλους και κυρίως τον Παύλο.
Έτσι, Εκκλησία είναι η εν Χριστώ ανακεφαλαιωθείσα ανθρώπινη φύση, που την προσέλαβε στην υπόστασή Του και συνεπώς είναι θεανδρικός, θεανθρώπινος οργανισμός, το μυστικό σώμα του Χριστού που περικλείει και ενώνει στη μια υπόσταση δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, δίνοντας τη δυνατότητα στις ανθρώπινες υποστάσεις με τη δύναμη του παναγίου πνεύματος να ανυψωθούν στο Θεό, να ενωθούν μαζί Του και να γίνουν πρόσωπα με δύο φύσεις κατά το παράδειγμα του Χριστού.
Για την Ορθοδοξία ο όρος Εκκλησία δεν σχετίζεται με την έννοια οιουδήποτε ανθρώπινου οργανισμού, γιατί αγκαλιάζει ολόκληρο το σύμπαν, κάθε τι το κτιστό και δεν υπάρχει περιοχή του όντος, που να είναι ξένη και άσχετη με αυτήν. Η προβολή της δυτικής αντίληψης είναι σε λάθος κατεύθυνση και περιορίζει την εμβέλειά της στα πλαίσια ενός θεσμού με προορισμό τη θεραπεία και την παρηγοριά της ανθρώπινης ψυχής. Η νομική, στατική και ανθρωποπαθής αντίληψη κατατάσσει την Εκκλησία στα χαμηλότερα επίπεδα ενός θεσμού και της στερεί την αληθινή της φύση.
Ηλίας Κ Μάρκου









