Το πανηγύρι της Παναγίας, στο κεφαλοχώρι του χωριού μου, τη Χαραυγή.
Εκεί που σήμερα καπνίζουν τα φουγάρα της ΔΕΗ, βρισκόταν το χωριό μου στις υπώρειες του Βερμίου και κάποια ακόμα χωριά, τα οποία σβήστηκαν από τον χάρτη εδώ και μερικά χρόνια.
Ποντιακής καταγωγής όλοι οι κάτοικοι του χωριού μου, του Κλείτου, αγωνίζονταν σκληρά για την επιβίωση. Καλλιεργούσαν καπνά σε έναν τόπο χωρίς νερά και χωρίς άλλες επιλογές στις καλλιέργειες. Τον Αύγουστο η συγκομιδή των φύλλων του καπνού ήταν στο αποκορύφωμά της. Τις δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσαν τα παιδιά εργαζόμενα στον καπνό, απάλυνε η προσδοκία του Πανηγυριού της Παναγίας στο διπλανό κεφαλοχώρι, τον Τζουμά, τη Χαραυγή δηλαδή.
Ο Τζουμάς ήταν το κέντρο κάθε ζωής σε όλο το οροπέδιο. Είχε λαϊκή αγορά, μαγαζιά, κινηματογράφο, ιδιωτικό Γυμνάσιο. Απείχε από το χωριό μου τον Κλείτο, 2 χιλιόμετρα περίπου.
Το πανηγύρι της Παναγίας ήταν το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς για όλα τα γειτονικά χωριά, Κλείτος, Ακρινή, Καρδιά, Εξοχή, Ερμακιά, Ποντοκώμη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι πάλευαν σκληρά με τη γη χωρίς πολλές απολαύσεις, χωρίς διασκέδαση. Το πανηγύρι αυτό ήταν μια όαση για αυτούς τους ανθρώπους. Εκεί γίνονταν οι γνωριμίες των νέων, δημιουργούνταν φιλίες και γίνονταν γάμοι με προξενήτρα τα νυφοπάζαρα του πανηγυριού. Συνδύαζαν το θρησκευτικό στοιχείο, της διασκέδασης και της κοινωνικής συνοχής.
Από τον Ιούλιο το θέμα συζήτησης που κυριαρχούσε στο βελόνιασμα του καπνού, ήταν τα ρούχα και τα παπούτσια που θα φορούσαμε. Πρέπει να ήμουνα 8 χρόνων όταν εκείνη τη χρονιά φόρεσα στο πανηγύρι ένα ροζ φόρεμα με ρίγες, ένα ροζ φουρώ, ναι το πρόλαβα το φουρώ, και κόκκινα παπούτσια. Τα κόκκινα παπούτσια δεν ταίριαζαν βεβαίως, αλλά δεν με απασχολούσε καθόλου. Καθημερινά πήγαινα στο δωμάτιο που τα είχε φυλάξει η μάνα μου και τα φορούσα κρυφά.
Οι εικόνες της Χαραυγής έσβησαν στα αυλάκια της μνήμης μου, αλλά εκείνες του πανηγυριού, όχι. Η πιο έντονη εικόνα που έχω είναι εκείνη της ντιζέζ. Τα δυο καφενεία της Χαραυγής διαγκωνίζονταν ποιο θα προσφέρει το καλύτερο πρόγραμμα. Φυσικά τα παιδιά ούτε λόγος να καθίσουν εκεί με τους μεγάλους. Όμως καρφώναμε τα πόδια στη γη και παρακολουθούσαμε έξω από την περίφραξη.
Πρώτη φορά είδα τέτοιες γυναίκες. Θυμάμαι ήταν μελαχρινή με κατακόκκινα χείλη, σγουρά μαλλιά και ένα εφαρμοστό φόρεμα που διέγραφε τις πλούσιες καμπύλες της. Κουνήματα, τσακίσματα, βλέμμα όλο υποσχέσεις. Μόνον στο πανί του σινεμά είχα δει τέτοιες γυναίκες. Ο ήχος του ακορντεόν και τα κουνήματα της νεαρής γυναίκας χαράχτηκαν στη μνήμη μου. Το χτύπημα των τακουνιών της πάνω στο φρεσκαρισμένο τσιμέντο, ξεσήκωνε τους μερακλήδες από τις άβολες ψάθινες καρέκλες και έριχναν τις γυροβολιές τους. Τα καμώματα τους ήταν το θέμα συζήτησης αρκετούς μήνες, ιδίως τα κρύα βράδια του χειμώνα στα παρακάθια.
Οι νέοι και οι νέες βολτάριζαν πάνω – κάτω και διασταύρωναν τις ματιές τους κάθε φορά που έρχονταν αντικριστά. Τα παιδιά χάζευαν στους πάγκους των παιχνιδιών με τις φαλακρές κούκλες, τα πλαστικά φορτηγάκια και τις ντουντούκες. Το λιγοστό χαρτζιλίκι ξοδευόταν κυρίως σε παγωτά, δυο, τρία, πέντε, όσα άντεχε το πενιχρό βαλάντιο μας.
Μετά από μια τέτοια παγωτό φαγία, την επόμενη μέρα ανέβασα πυρετό και η μάνα μου με πήγε στην Χαραυγή, στον μπέη, τον καλό μας γιατρό, ο οποίος είχε εξαιρεθεί από την ανταλλαγή του 22, γιατί ήταν Αλβανός, και αφιέρωση την υπόλοιπη ζωή του να γιατρεύει αφιλοκερδώς όλα τα γειτονικά χωριά.
Γιώτα Ιωακειμίδου