713
Το Βόιο που σβήνει – και η ελπίδα που πρέπει να μείνει
Κάποτε, στα πέτρινα χωριά του Βοΐου, η ζωή κυλούσε με ρυθμό αργό, μα σταθερό. Ήταν το αλώνι γεμάτο στάχυα, το καφενείο με φωνές και αστεία, το δημοτικό σχολείο που γέμιζε κάθε πρωί με παιδικά γέλια. Ήταν οι άνθρωποι της γης, που ξυπνούσαν με τον ήλιο και κοιμόντουσαν με τα αστέρια, που έπλεκαν τον κόπο τους με τον τόπο τους, φτιάχνοντας μια ταυτότητα που δεν έμοιαζε με καμία άλλη.
Σήμερα, τα ίδια χωριά μοιάζουν σαν να τα έχει αγγίξει μια αόρατη σιωπή. Περπατάς στα σοκάκια και σπάνια βλέπεις ανθρώπους. Μόνο γέρικα χέρια που ανοίγουν παντζούρια το πρωί και τα κλείνουν νωρίς το σούρουπο. Οι νέοι έχουν φύγει – για σπουδές, για δουλειές, για “κάπου αλλού”. Οι αυλές έχουν γεμίσει αγριόχορτα. Οι αυλόπορτες, άλλοτε βαριές και στολισμένες, τώρα γέρνουν, ξεχαρβαλωμένες από τον χρόνο και την αδιαφορία.
Το Βόιο φθίνει. Κάθε μέρα που περνά, η πληθυσμιακή συρρίκνωση γίνεται πιο έντονη, πιο αισθητή, πιο απειλητική. Κι αν δεν γίνει κάτι άμεσα, η φθορά αυτή θα γίνει μόνιμη. Από παραμέληση, όχι από φυσική φθορά. Από εγκατάλειψη, όχι από μοίρα.
Η Βοϊακή Εστία διοργανώνει συνέδριο στις 24 Αυγούστου στο Τσοτύλι. Ένα συνέδριο όχι τυπικό, μα ουσιαστικό. Για την ανάπτυξη του τόπου. Για τη διάσωση αυτού του ιστορικού, αλλά ξεχασμένου κομματιού της Δυτικής Μακεδονίας. Δεν αρκούν πια οι διαπιστώσεις. Αυτές τις ακούμε χρόνια. Η ερημοποίηση έχει τεκμηριωθεί. Η φτώχεια μετριέται, καταγράφεται, αναφέρεται σε ευρωπαϊκές στατιστικές. Μα καμία στατιστική δεν δείχνει το βάρος που κουβαλά η μάνα που έμεινε μόνη, το παιδί που πηγαίνει σε σχολείο με άλλα δύο παιδιά, τον παππού που περιμένει τα Χριστούγεννα για να δει τα εγγόνια του.
Αυτή τη φορά πρέπει να ειπωθούν λύσεις. Και όχι απλώς να ειπωθούν – να εφαρμοστούν. Με σχέδιο, με συνέπεια, με πραγματικό ενδιαφέρον. Να βρεθούν τρόποι ενίσχυσης του τοπικού πληθυσμού. Να δοθούν κίνητρα για επιστροφή και εγκατάσταση. Να στηριχθούν η γεωργία, η κτηνοτροφία, ο τουρισμός, οι τοπικές επιχειρήσεις. Να υπάρξουν πολιτικές που δεν θα σχεδιάζονται από μακριά, αλλά με τη φωνή των ντόπιων. Να αναβαθμιστούν οι υποδομές, η πρόσβαση, η εκπαίδευση, η υγεία. Να γίνει το Βόιο όχι απλώς βιώσιμο, αλλά ξανά επιθυμητό.
Η πολιτεία πρέπει να σκύψει, επιτέλους, πάνω από την περιφέρεια. Όχι μόνο γιατί το οφείλει συνταγματικά, αλλά γιατί το οφείλει ηθικά. Ιδίως σε μια περιοχή όπως το Βόιο, που συγκαταλέγεται στις φτωχότερες ολόκληρης της Ευρώπης. Δεν είναι ντροπή η φτώχεια, ντροπή είναι η αδιαφορία. Και δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στην Ελλάδα, αν η πρόοδος αυτή αφορά μόνο τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Το Βόιο δεν ζητά ελεημοσύνη. Ζητά ευκαιρία. Ζητά το αυτονόητο: να συνεχίσει να υπάρχει. Να κρατήσει τη φλόγα του αναμμένη. Να μην μετατραπεί σε έναν ακόμη τόπο “μουσείο”, που θα επισκέπτονται τουρίστες τα καλοκαίρια, μα που δεν θα κατοικείται από ζωντανές ψυχές.
Η ιστορία του Βοΐου είναι βαθιά. Είναι η ιστορία των μετακινούμενων εμπόρων, των πετράδων, των εκπαιδευτικών εστιών, των κοινοτήτων που μεγαλούργησαν χωρίς ποτέ να αποκοπούν από την ταπεινότητα. Είναι η ιστορία ενός τόπου που αντιστάθηκε σε πολέμους, σε φτώχεια, σε απομόνωση – αλλά που τώρα αγωνίζεται να αντισταθεί στην αδιαφορία.
Αν χαθεί το Βόιο, δεν χάνεται μόνο ένα γεωγραφικό κομμάτι. Χάνεται ένα κομμάτι της ταυτότητάς μας. Χάνεται μια ολόκληρη νοοτροπία ζωής. Χάνεται η ψυχή της ελληνικής υπαίθρου.
Ας μη συμβεί αυτό. Ας μη σβήσει το φως από τα παραθυρόφυλλα. Ας μη μείνει το καμπαναριό να χτυπά μόνο για να θυμίζει ποιοι κάποτε ήμασταν. Ας γίνει το Βόιο το παράδειγμα της στροφής μας προς το ουσιαστικό, προς το δίκαιο, προς το εθνικά απαραίτητο.
Γιατί όταν σβήνουν τα χωριά, δεν χάνονται μόνο σπίτια. Χάνονται ρίζες. Κι όταν χαθούν οι ρίζες, δεν αντέχει το δέντρο.
Βασίλης Παπαδημούλης









