584
Το Βόιο το φθινόπωρο: Γηροκομεία χωρίς νοσοκόμες. σιωπή, μοναξιά και πείσμα ζωής. Μια συγκινητική περιγραφή του Βασίλη Παπαδημούλη για τα χωριά του Βοΐου
Το Βόιο το φθινόπωρο: Γηροκομεία χωρίς νοσοκόμες. σιωπή, μοναξιά και πείσμα ζωής. Μια συγκινητική περιγραφή του Βασίλη Παπαδημούλη για τα χωριά του Βοΐου
Ο καιρός ακόμη καλός, τα μεσημέρια ζεστα αλλά το βράδυ το κρύο σφίγγει σιγά -σιγά, σχεδόν ντροπαλά, σαν να φοβάται μην ξυπνήσει τις σκιές που κατοικούν πίσω από τα παραθυρόφυλλα. . Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, το Βόιο σιωπά λίγο παραπάνω. Στα χωριά του Βοΐου, το φθινόπωρο και ο χειμώνας δεν είναι εποχές. Είναι βάρος. Είναι χρόνος παγωμένος, στάσιμος, ακίνητος. Μια αναμονή χωρίς υπόσχεση. Περπατάς στον κεντρικό δρόμο και βλέπεις σπίτια σφαλισμένα. Σκουριασμένα λουκέτα, ξεθωριασμένες κουρτίνες, αυλές που φύτρωσαν αγριάγκαθα. Το σχολείο έχει κλείσει, όχι για διακοπές – για πάντα Κάποτε, εδώ υπήρχε φωνή. Τώρα, υπάρχει μόνο ανάμνηση. Ή και αυτή, σιγά-σιγά, λιγοστεύει. Τα λίγα φώτα που μένουν αναμμένα το βράδυ δεν είναι από σπίτια με ζωή – είναι σπίτια με υπομονή. Εκεί που ζουν μόνοι τους οι γέροντες, μετρώντας τα χάπια τους σαν κομποσκοίνι, αναστενάζοντας για τα παιδιά που «είναι στην πόλη, δουλεύουν, δεν μπορούν να έρθουν». Τα ίδια παιδιά που κάποτε έτρεχαν ξυπόλυτα στην πλατεία, κι έπειτα, κάποτε, έφυγαν – και δεν γύρισαν.
Το καφενείο ανοίγει πια αργά. Δύο, τρεις, άντε τέσσερις θα καθίσουν πίσω από το χοντρό προστατευτικο νάιλον με τα μάτια καρφωμένα στο δρόμο. Λένε τα ίδια κάθε μέρα. Για τον καιρό, για τη λάμπα στην κολώνα που δεν άλλαξε, τα περασμένα, και τους συγχωριανούς που «δεν ανέβηκαν φέτος». Το φθινόπωρο και τον χειμώνα, τα χωριά του Βοΐου είναι γηροκομεία χωρίς νοσοκόμες, χωρίς γιατρούς. Χωρίς φωνές. Μόνο με αναστεναγμούς. Ηλικιωμένοι που πλένουν τα πιάτα με παγωμένο νερό, που φοβούνται να αρρωστήσουν γιατί «ποιος να με πάει στο νοσοκομείο», που κοιμούνται με το ραδιόφωνο ανοιχτό για να ακούνε ανθρώπινη φωνή. Μερικοί δεν κοιμούνται καν – δεν θέλουν. «Άμα κοιμηθώ, μπορεί να μην ξυπνήσω», λένε. Κι ύστερα γελάνε πικρά.
Μονάχα τα γερασμένα σώματα κι οι αναμνήσεις μένουν να παλεύουν με τη μοναξιά και την παγωνιά . Ο ξυλόφουρνος καίει, αλλά η ζεστασιά δε φτάνει ως την καρδιά. Κι εγώ δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν τα χωριά αυτά θα μείνουν γηροκομεία ή θα γίνουν νεκροταφεία.
Ίσως έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται. Όχι από τα μνήματα, αλλά από τη σιωπή. Η πιο αθόρυβη μορφή θανάτου είναι αυτή που δεν την ανακοινώνει κανείς. Ένα σπίτι που δεν άναψε φως το βράδυ. Ένα παράθυρο που έμεινε κλειστό για μέρες. Ένα τηλέφωνο που δεν χτύπησε – γιατί δεν είχε ποιον να καλέσει. Περνάς απ’ τα ξωκλήσια και είναι κι αυτά μόνα τους. Άλλοτε οι Κυριακές μύριζαν λιβάνι και φρεσκοψημένη πίτα. Τώρα, μόνο δυο-τρεις γυναίκες και ο παπάς, που έχει πια ξεχάσει πώς είναι να τελεί γάμους και βαφτίσια. Μόνο μνημόσυνα κάνει πια. Μνημόσυνα και κηδείες. Κι ούτε δάκρυ δεν κυλά – έχει στερέψει κι αυτό. Μα υπάρχει και κάτι ακόμα. Ενα πείσμα. Μια ελπίδα που δεν το βάζει κάτω. Μια γιαγιά που φύτεψε βασιλικό στην αυλή «για να μυρίζει ωραία όταν έρθει η κόρη μου». Ένας παππούς που καθαρίζει το πεζούλι κάθε πρωί, σαν να περιμένει κάποιον να περάσει. Ένα παράθυρο που άνοιξε, κι ακούστηκε μουσική, έστω για λίγο. Ίσως να ‘ναι αυτό που κρατά ζωντανά τα χωριά – το πείσμα των τελευταίων. Αυτών που δεν έφυγαν. Που μένουν εκεί, να θυμίζουν πως υπήρχε κάποτε ζωή. Πως τα χωριά αυτά δεν ήταν πάντα σιωπηλά. Για κάθε σπίτι που μένει σβηστό, μια ιστορία χάνεται. Κι όταν φύγει κι ο τελευταίος, ποιος θα θυμάται; Το φθινόπωρο και το χειμώνα εδώ δεν είναι μόνο εποχες. Είναι κατάσταση. Είναι προσμονή για μια άνοιξη που όλο αργεί. Κι όσο περιμένουμε, μετράμε απουσίες. Μια-μια. Κι αν ποτέ θελήσουμε να τα ξαναζωντανέψουμε τα χωριά μας, θα ξέρουμε πού να ψάξουμε:
Όχι στα χαρτιά των δήμων, ούτε στα προγράμματα ανάπτυξης. Αλλά σε μια κουβέρτα στρωμένη στο κατώφλι, σε ένα ραδιόφωνο που παίζει χαμηλόφωνα, σε μια φωνή που λέει «καλώς τον» ακόμα κι αν δεν σε περιμένει. Και τότε – ίσως – το φθινόπωρο και ο χειμώνας στο Βόιο να πάψει να είναι βάρος.
Και να γίνει γέφυρα.
Ανάμεσα στο χθες και στο αύριο.
Βασίλης Παπαδημούλης










1 comment
κ Παπαδημούλη, Ψηλά το Λάβαρο…