Το ξεχασμένο χωράφι του Βοΐου, εκεί που μιλάει η σιωπή
Το χωράφι δίπλα στον Αϊ-Θανάση της Στέρνας βοίου, εκεί όπου τελειώνει ο δρόμος και αρχίζει η σιωπή.
Ένα κομμάτι γης παρατημένο ανάμεσα στους λόφους, Ένα χωράφι ξεχασμένο στο πλάι του δρόμου, εκεί όπου οι άνθρωποι περνούν βιαστικοί, χωρίς να κοιτούν τριγύρω. Κανείς δεν το διεκδικεί, κανείς δεν το καλλιεργεί.
Κάθε άνοιξη, όταν τα υπόλοιπα χωράφια ντύνονται με τα κοινά τους πράσινα και σταροκίτρινα, αυτό φοράει το κόκκινο του πάθους. Κατακόκκινες παπαρούνες φυτρώνουνε παντού – λες και κάποιος τις είχε σπείρει με προσευχή αντί για σπόρο. Χιλιάδες παπαρούνες, κατακόκκινες σαν αίμα και φως μαζί, φύτρωσαν αδέσποτες, πυκνές, άγριες, ατίθασες ελεύθερες.
Ήρθαν μόνες τους, σαν σιωπηλή ανάμνηση ή σαν υπόσχεση. Ίσως και σαν απάντηση σε μια προσευχή που δεν ακούστηκε ποτέ δυνατά. Δεν υπακούν σε γραμμές ούτε σε όρια.
Το κόκκινο απλώνεται σαν χαλί βασιλικό, όχι από αυτά που πατούν, αλλά από εκείνα που σε κάνουν να σταθείς σιωπηλός μπροστά τους. Κάθε παπαρούνα έμοιαζε με φλόγα – μικρή, λεπτή, τρεμάμενη – και το χωράφι έμοιαζε με θάλασσα που καίγεται απαλά στον ήλιο. Είναι το μοναδικό στην περιοχή.
Ούτε στο διπλανό ρέμα, ούτε πιο πέρα στους λόφους. Μονάχα εκεί, πλάι στον μικρό λευκό ναό με τις περίεργες πέτρες στο προαύλιο του, που στέκονται αγέρωχες στον χρόνο, σαν φύλακες και μάρτυρες μιας υπόσχεσης.
Χορεύουν στον αέρα με το παραμικρό φύσημα, σαν να έχουν ψυχή. Κάθε άνθος μια μικρή φλόγα, εύθραυστη και περήφανη, σαν φλόγα προσευχής, και για μια στιγμή νομίζεις πως ο άγιος χαμογελάει μέσα από το φως. Ένα χωράφι γεμάτο παπαρούνες, όχι απλώς τοπίο, μα ψίθυρος ζωής.
Βασίλης Παπαδημούλης